Σήμερα, η αστική εξάπλωση και οι μετακινήσεις πληθυσμού που αυτή συνεπάγεται, μετουσιώνει την έκφραση μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα, που προοδευτικά καταργεί κάθε νόημα σε δίπολα του τύπου πόλη - ύπαιθρος ή κέντρο - περιφέρεια, που αναπτύχθηκαν στην προσπάθεια κατανόησης του χώρου.
Πράγματι ο αστικός ιστός επεκτείνεται με μεγάλη ταχύτητα κατά μήκος των ακτών, των ποταμών και των συγκοινωνιακών αξόνων, δίχως να γνωρίζει, πλέον, φυσικά σύνορα. Ταχύτητα που είναι ακόμα πιο αισθητή σε ηπείρους, όπως η Αφρική και η Ασία. Στις πόλεις της Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής εγκαθίστανται μετανάστες που προέρχονται από τις απόκληρες περιοχές του κόσμου, αλλά και σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στερημένοι πληθυσμοί αγροτικής, κυρίως, προέλευσης συσσωρεύονται στις παραγκουπόλεις, στα barrios, στις favelas και τις bidonville των μητροπόλεων, που υφίστανται μια δημογραφική έκρηξη, δίχως να μπορούν να την ελέγξουν.
Σύμφωνα με έκθεση του Ταμείου για τον Πληθυσμό του ΟΗΕ (UNFPA), που αφορά την κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού το 2007 και περιγράφει τους ρυθμούς και την κλίμακα της αστικής ανάπτυξης, η Γη τείνει να μετατραπεί σε πλανήτη των φτωχών, των παραγκουπόλεων και των ανέργων μέσα σε δύο δεκαετίες. Ο παγκόσμιος αστικός πληθυσμός θα έχει διπλασιαστεί το 2030, όταν 5 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν σε αστικά κέντρα. Επιπλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο αστικός πληθυσμός θα υπερκεράσει τον αγροτικό, καθώς περισσότεροι από τους μισούς, από τα 6,7 δισεκατομμύρια κατοίκους του πλανήτη, θα μένουν σε πόλεις ήδη από το 2008. Πολλοί από τους νέους κατοίκους των πόλεων θα είναι φτωχοί, ενώ ο τόπος όπου θα αναζητήσουν κατοικία ή θα γεννηθούν θα είναι οι παραγκουπόλεις.
Μέχρι το 2010 το 80% του πληθυσμού της Γης θα ζει στις πόλεις. Με άλλα λόγια, η αύξηση των κατοίκων των πόλεων θα είναι η τάση που θα έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στην ανάπτυξη τον 21ο αιώνα. Πράγματι εκτιμάται ότι τα επόμενα 30 χρόνια θα διπλασιαστεί ο πληθυσμός των πόλεων στην Αφρική και στην Ασία. Σε αυτόν τον κόσμο, η πλειοψηφία των φτωχών στις πόλεις θα είναι ηλικίας κάτω των 25 ετών. Το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας θα επιλέξει να ζει σε ένα απόλυτα τεχνητό περιβάλλον, όπου πίσω από τη βιτρίνα των εμπορικών κέντρων και τους ουρανοξύστες θα εκτείνονται απέραντες παραγκουπόλεις, όπως αυτές του Καϊρου και του Ρίο ντε Τζανέιρο, άθλιες εργατικές συνοικίες απομεινάρια του περασμένου αιώνα με πολυκατοικίες - κουτιά και επισφαλή ξύλινα σπίτια - παραπήγματα.
Ήδη, ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι - σχεδόν το ένα έκτο του παγκόσμιου πληθυσμού - κατοικεί σε παραγκουπόλεις, όπως αποκαλύπτει έκθεση του Προγράμματος Ανθρώπινων Οικισμών του ΟΗΕ (UN-Habitat, 2003). Ο συνδυασμός της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού και της αστυφιλίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, πρόκειται σύντομα να δημιουργήσει έναν «πλανήτη παραγκουπόλεων». Είναι αυτές οι «άλλες» πόλεις, που μεγαλώνουν ταχύτατα, κατά ένα εκατομμύριο ανθρώπους την εβδομάδα και «πνίγουν» τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αφρικής και της Ασίας. Ο συνολικός πληθυσμός των παραγκουπόλεων ανήλθε το 2001 στα 923 εκατομμύρια άτομα, αυξημένος κατά 36% σε σχέση με το 1990. Με αυτόν τον ρυθμό, θα μπορούσε να ξεπεράσει τα δύο δις. άτομα σε τρεις δεκαετίες. Σήμερα ένας στους τρεις κατοίκους των πόλεων ζει σε παραγκούπολη. Περισσότερο από το 90% του πληθυσμού των παραγκουπόλεων ζει στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το μεγαλύτερο μερίδιο το έχει η Νότια Ασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη παραγκούπολη του Νταράβι, στο κέντρο της Βομβάης, ένα εκατομμύριο άνθρωποι ζουν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, καθώς η αναλογία πληθυσμού και έκτασης αντιστοιχεί σε 4,5 ανθρώπους ανά τετραγωνικό μέτρο. Ακολουθεί η Ανατολική Ασία, η υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, το διάστημα 2000 - 2030 ο αστικός πληθυσμός της Ασίας θα αυξηθεί από 1,3 σε 2,6 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Στην Αφρική ο αστικός πληθυσμός θα αυξηθεί από 294 σε 742 εκατομμύρια και στη Λατινική Αμερική από 304 σε 609 εκατομμύρια.
Οι λεγόμενες μεγα-πόλεις (με περισσότερους από 10 εκατομμύρια κατοίκους) δεν έχουν το μονοπώλιο στην αύξηση του πληθυσμού. Άνω του 50% του αστικού πληθυσμού ζει σε πόλεις που έχουν λιγότερους από 500.000 κατοίκους. Τα ανεπτυγμένα κράτη δεν παρουσιάζουν ανοσία στο πρόβλημα. Περίπου 54 εκατ. κάτοικοι σε πόλεις πλούσιων χωρών ζουν σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές των παραγκουπόλεων. Η έκθεση χαρακτηρίζει ως παραγκουπόλεις τις φτωχές περιοχές με προχειροφτιαγμένες οικίες, από τις οποίες απουσιάζουν η πρόσβαση σε πόσιμο νερό ή άλλες βασικές υποδομές. Χρησιμοποιεί τον όρο «νοικοκυριό παραγκούπολης» για να περιγράψει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν κάτω από την ίδια στέγη σε μια αστική περιοχή, και οι οποίοι στερούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: μόνιμη κατοικία, επαρκή χώρο, πρόσβαση σε καθαρό νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής. Η Ασία έχει τις πλέον πολυπληθείς παραγκουπόλεις με 554 εκατ. κατοίκους, ενώ η υποσαχάρια Αφρική έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αστικού πληθυσμού που διαμένει σε τούτες τις «άλλες» πόλεις. Ειδικότερα στη μαύρη ήπειρο ελάχιστες πόλεις υπήρχαν πριν την άφιξη των ευρωπαίων αποικιοκρατών. Ουσιαστικά αποτέλεσαν, σύμφωνα με την επιτυχημένη διατύπωση του Pierre George «δημιούργημα λευκών, αλλά συγκέντρωση μαύρων». Σχηματίστηκαν με τον τρόπο αυτό πόλεις - εμπορικοί σταθμοί, πόλεις της ενδοχώρας, αλλά και βιομηχανικές πόλεις. Όποια μορφή κι αν πήραν, χαρακτηρίστηκαν, ιδιαίτερα κατά την αποικιοκρατική περίοδο, από φυλετικές διακρίσεις, που μετατράπηκαν σε κοινωνικές με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους. Κάτω από συνθήκες οικονομίας της δοσοληψίας, πλήθη της υπαίθρου συσσωρεύτηκαν στις πόλεις για να βρουν σταθερή απασχόληση και να καταφέρουν να επιβιώσουν. Στο μητροπολιτικό και διοικητικό κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ, που συνδέεται με την εξειδικευμένη λειτουργία της εξόρυξης πολύτιμων λίθων, οι φυλετικές διακρίσεις, που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν καθεστώς, επιβιώνουν και μεταλλάσσονται σε ταξικές, στις παραγκουπόλεις, που αποτελούν την αντίπερα όχθη, την αντανάκλαση του αστικού περιβάλλοντός του.
Οι πόλεις της Λατινικής Αμερικής ανήκουν σε πολύπλοκα αστικά δίκτυα, που εμφανίζουν έντονες διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Δίκτυα που δεν επεκτείνονται στο βάθος της ενδοχώρας, παρά μόνο σε περιπτώσεις που υπήρξε εποικισμός της. Οι περισσότερες πόλεις είναι διατεταγμένες στην περιφέρεια, στις ακτές ή σε μικρή απόσταση από αυτές, στραμμένες προς το διεθνές εμπόριο, το παλαιό αποικιακό. Αναπτύχθηκαν με την εσωτερική, κυρίως, μετανάστευση, σε μια προσπάθεια εκβιομηχάνισης, που συνδυάστηκε με την αποτυχία επίλυσης του αγροτικού ζητήματος. Η σύνθεση του πληθυσμού διαφέρει από πόλη σε πόλη. Στη Bahia της Βραζιλίας υπερτερεί με μεγάλο ποσοστό ο μαύρος πληθυσμός, ενώ οι πόλεις της Αργεντινής κατοικούνται σχεδόν αποκλειστικά από λευκούς. Στις πόλεις, του «τρίτου» κόσμου, των αποικιοκρατούμενων, νέο-αποικιοκρατούμενων ή πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών και μειονοτήτων του κόσμου, των οποίων οι οικονομικές και πολιτικές δομές διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής διαδικασίας, οι κοινωνικές διακρίσεις είναι ιδιαίτερα έντονες.
Η Βραζιλία είναι η μεγαλύτερη και πιο πολυπληθής χώρα της Λατινικής Αμερικής. Από την εποχή της αποικιοκρατίας των Πορτογάλων, τον 16ο αιώνα, κατά την οποία καταδυναστεύτηκε όλος ο πληθυσμός των αυτοχθόνων ινδιάνων και μεταφέρθηκαν χιλιάδες σκλάβων από τη Δυτική Αφρική, η Βραζιλία εξελίχθηκε σε μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση «μαύρου» πληθυσμού, τις εντονότερες ανισότητες και κοινωνικές αντιθέσεις. Είναι η χώρα με τους περισσότερους απογόνους σκλάβων, από τις τελευταίες που κατήργησε τη δουλεία - περί τα τέλη του 18ου αιώνα, ύστερα ακόμη και από τις ΗΠΑ. Στις βορειοανατολικές της περιφέρειες το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι φτωχοί αγρότες, ενώ οι αστικές βιομηχανικές νοτιοανατολικές περιφέρειες χαρακτηρίζονται από τις άθλιες, στερημένες favelas, στις οποίες ζουν εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι, στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλον, στις παρυφές των μεγαλουπόλεων, όπου κυριαρχεί το δίκαιο των συμμοριών. Σήμερα το 1/3 περίπου του αστικού πληθυσμού της διαμένει σε αυθαίρετους οικισμούς, σε αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, σε παραγκουπόλεις που σηματοδοτούν τη μετάβαση από την κατοικία στο κατάλυμα για τους εξαθλιωμένους κατοίκους τους.
Στο βραζιλιάνικο λεξικό της πορτογαλικής γλώσσας (Houaiss, 2001) η λέξη «φαβέλα» ορίζεται με τους ακόλουθους τρόπους: Ως θάμνος ή δέντρο της Βραζιλίας από το οποίο φτιάχνεται αλεύρι πλούσιο σε πρωτεΐνη και μεταλλικά άλατα. Ορισμός που παραπέμπει στην προέλευση της σημερινής χρήσης της, όταν αναφερόμαστε σε «σύνολα λαϊκών κατοικιών», πρόχειρης κατασκευής από αυτοσχέδια υλικά, όπου διαμένουν άτομα χαμηλού εισοδήματος. Ή αλλιώς ένας επικίνδυνος τόπος, μια κατάσταση που θεωρείται δυσάρεστη και ανοργάνωτη.
Η favela θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως ανωμαλία, παραφωνία σε μια πόλη που επιδιώκει να «εκσυγχρονιστεί». Στο Ρίο οι favelas, που ήταν αρχικά σκαρφαλωμένες στους λόφους γύρω από την πόλη, εισχωρούν στο αστικό τοπίο και επεκτείνονται σαν έρπης στον ιστό της, ενώ η αστική τάξη κατοικεί σε πολυτελή κτίρια στη παραλία της Copacabana ή σε βίλες γύρω από τον ιππόδρομο. Πλέον σχεδόν κάθε φτωχογειτονιά συνορεύει με μια πλούσια συνοικία, με ουρανοξύστες και πολυκατοικίες της υψηλής και μεσαίας τάξης, που λειτουργούν ως αστικά τείχη, αναδεικνύοντας εμφατικά τις εκτεταμένες κοινωνικές ανισότητες. Ειδικότερα στη Copacabana ένας τοίχος τύπου plexiglash προσπαθεί να τις αποβάλει από το τουριστικό βλέμμα, αποτελεί όμως το εμφατικό όριο μεταξύ φτώχειας και πλούτου, περιθωρίου και κοσμοπολιτισμού. Στο «κοινωνικό φαντασιακό» ποτέ δεν ενσωματώθηκαν στην πόλη, αν και ο πληθυσμός τους ξεπερνά το ένα εκατομμύριο, είναι δηλαδή σχεδόν το 20% του πληθυσμού της πόλης του Ρίο. Στις αυτό-διαχειριζόμενες κοινότητες των favelas, όπου οι συμμορίες κυριαρχούν, αναδύονται αυθαίρετοι οικισμοί εναλλακτικών πρακτικών στέγασης με δρομάκια που θυμίζουν λαβύρινθο, τόσο στενά, που μόλις χωράει να περάσει άνθρωπος. Στο Recife και στο Manaos οι favelas χτίζονται σε λασπώδες έδαφος στις λιμνοθάλασσες ή στα έλη. Στο Καράκας τα barrios είναι οι τενεκεδουπόλεις που παρεμβάλλονται στο αστικό τοπίο.
Μεγάλο μέρος της ευθύνης ύπαρξης των favelas αποδίδεται στην κρατική εξουσία, δεδομένου ότι ποτέ δεν υπήρξαν αποτελεσματικές λύσεις στέγασης για τις λαϊκές τάξεις των πόλεων. Η έλλειψη πολιτικής παρήγαγε λιγότερα σπίτια για τους φτωχούς στα αστικά κέντρα, περιορίζοντας τις ευκαιρίες βελτίωσης της ζωής τους, με άμεση συνέπεια την επέκταση των παραγκουπόλεων.
Οι favelas, ως φαινόμενα αυτοστέγασης, έλαβαν χώρα σε καταληφθείσες εκτάσεις μειωμένης αξίας, αναδεικνύοντας για περισσότερο από έναν αιώνα, την ανυπαρξία μέριμνας της πολιτείας για τους φτωχούς. Αποκάλυψαν όμως τη δύναμη της ανάγκης για επιβίωση ενός πληθυσμού, ο οποίος στην κυριολεξία δεν είχε ποτέ πού να μείνει, λόγω έλλειψης οικιστικής πολιτικής ικανής να απαντήσει ουσιαστικά στα προβλήματα και τις ανησυχίες των φτωχών και όχι του κεφαλαίου ακινήτων. Πρόκειται για τον κοινωνικό πολιτισμό της φαβέλας που εκφράζεται αντι-εξουσιαστικά και τελικά συνεισφέρει σε ένα αντι-νοικοκύρεμα της πολεοδομίας με αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες που εφάρμοσαν εναλλακτικές πρακτικές στέγασης.
Τέτοιες εναλλακτικές οικιστικές λύσεις, όπως οι favelas, αποτελούν την κατάληξη έντονων ρευμάτων εσωτερικής μετανάστευσης. Από την ενδοχώρα «σερτάο» στα βορειοανατολικά της Βραζιλίας, με τις συνεχείς περιόδους ξηρασίας, τα άγονα εδάφη και την έλλειψη πολιτικών, ικανών να δημιουργήσουν για τον τοπικό πληθυσμό συνθήκες για μια αξιοπρεπή διαβίωση, ένα τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα οδηγείται προς τις παραλιακές αστικές περιοχές «λιτοράο» του «θαυμαστού Νότου», όπου «μια καλύτερη ζωή» τους περιμένει. Οι παραγκουπόλεις είναι ο πρώτος σταθμός για μετανάστες που αναζητούν στέγη φτάνοντας σε μια πόλη για πρώτη φορά. Είναι τόπος ανάμιξης διαφορετικών πολιτισμών που συχνά τροφοδοτεί νέα κινήματα στις τέχνες και ο συνωστισμός που επικρατεί σε αυτές μπορεί κάποιες φορές να οδηγήσει τις κοινότητες και τις γειτονιές τους σε επίπεδα αλληλεγγύης άγνωστα για τα προάστια των πλούσιων. Δεν είναι καθόλου τυχαία η ανάπτυξη της κινηματογραφικής παραγωγής στη Βραζιλία σε πέντε κύκλους, που ορίζονται γεωγραφικά, ανάλογα, με την «πραγματικότητα» και τη μικροκλίμακα της κάθε περιοχής, ενώ μεγάλα studios κατασκευάστηκαν στις πόλεις του Ρίο και του Σάο Πάολο.
Οι favelas, παρά την πολύ προβληματική τους σχέση με την επίσημη πόλη, πάντα παράγουν μορφές πολιτιστικής έκφρασης που καθορίζουν την ταυτότητα του Ρίο. Στο παρελθόν, σημαντικοί τραγουδιστές της σάμπα ζούσαν σ’ αυτές. Ακαδημαϊκά κείμενα και στίχοι τραγουδιών αναφέρουν ότι η σάμπα γεννήθηκε στους λόφους των favelas. Οι σχολές της, μέχρι και σήμερα, έχουν την έδρα τους εκεί. Πιο πρόσφατα, το «funk carioca» αναδύθηκε κυρίως στις favelas, ενώ κατέληξε να αφομοιωθεί, διαμέσου των μέσων ενημέρωσης και από άλλες κοινωνικές τάξεις. Ό,τι παράγεται εκεί καταλήγει αργά ή γρήγορα να ενσωματωθεί στην υπόλοιπη πόλη και αποδίδει στους κατοίκους της μια ενιαία ταυτότητα. Ως ένα είδος απάντησης στη μη ανεκτικότητα του κράτους και της πόλης απέναντι στις favelas, οι κάτοικοί τους δημιουργούν αυτό που, λίγο καιρό αργότερα, λανσάρεται ως το «πρόσωπο του Ρίο». Ούτως ή άλλως λαϊκή κουλτούρα δεν είναι ό,τι αποκαλείται με τεχνικούς όρους φολκλόρ, αλλά ό,τι αποκαλείται στη γλώσσα του λαού μόνιμη ιστορική εξέγερση.
konhatzi@mail.ntua.gr
1. Το Πρόγραμμα Ανθρώπινων Οικισμών του ΟΗΕ (UN-Habitat) εξέτασε το φαινόμενο των παραγκουπόλεων σε 37 πόλεις όλου του κόσμου, με έμφαση στην Ασία και την Αφρική, όπου η μετανάστευση από την ύπαιθρο προς τις πόλεις δεν έχει σταματήσει. Η έκθεση, με τίτλο Η Πρόκληση των Παραγκουπόλεων: Παγκόσμια Έκθεση Ανθρώπινων Οικισμών 2003, περιγράφει μια θλιβερή πραγματικότητα. Αξιωματούχοι του ΟΗΕ χαρακτήρισαν την έκθεση απόδειξη ότι η διεθνής κοινότητα δεν πέτυχε το στόχο που είχε θέσει το 2000 για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης 100 εκατ. ανθρώπων στις παραγκουπόλεις. Η δέσμευση αυτή περιλαμβανόταν σε διακήρυξη που αποδέχθηκαν 189 χώρες στη Διάσκεψη της Χιλιετίας του ΟΗΕ το 2000.
2. Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, η χρήση του όρου φαβέλα στη Βραζιλία χρονολογείται από τα τέλη του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα, μετά τον «Πόλεμο των Κανούδος», όταν οι στρατιώτες, κατά την επιστροφή τους στο Ρίο ντε Ζανέιρο, πήραν άδεια από την Κυβέρνηση να εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους σε έναν ψηλό λόφο, τον οποίο άρχισαν να ονομάζουν Λόφο της Φαβέλας (πιθανώς λόγω της μεγάλης ποσότητας φυτών ή δέντρων με αυτό το όνομα).