MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Βιομηχανική κληρονομιά της Νέας Φιλαδέλφειας και των γύρω περιοχών. Δρόμοι νερού-Δρόμοι κλωστοϋφαντουργίας

Φωτογραφίες
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 001
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 001
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 002
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 002
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 003
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 003
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 004
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 004
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 005
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 005
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 006
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 006
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 007
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 007
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 008
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 008
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 009
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 009
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 010
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 010
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 011
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 011
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 012
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 012
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 013
Βιομηχανική κληρονομιά - Caption - 013
Όλγα Δακουρά – Βογιατζόγλου, αρχαιολόγος Α’ ΕΠΚΑ, αναπληρωματικό μέλος ΔΣ TICCIH

Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος του ΕΜΠ (1992-1996) με θέμα «Αναγνώριση βιομηχανικής κληρονομιάς στη Ν. Ιωνία και προτάσεις διατήρησης και αξιοποίησης», στο οποίο είχα την ευθύνη της ιστορικής τεκμηρίωσης, αποδείχτηκε πλήρως ο ρόλος που διαδραμάτισε η βιομηχανία στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική εξέλιξη της πόλης, αλλά και το ιστορικό υπόβαθρο της βιομηχανικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή που της προσδίδει μια πολύ σημαντική θέση στο χάρτη της βιομηχανικής ιστορίας της Ελλάδος.

Αποκαλύφθηκε λοιπόν ότι μια πρώιμη βιομηχανική εγκατάσταση, με αντικείμενο την κλωστοϋφαντουργία, σε παράλληλη πορεία με αυτήν του Πειραιά, συντελέστηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. στα βόρεια της Αθήνας, στην περιοχή της Αλυσίδας των Πατησίων. Καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της υπήρξαν τα υδάτινα ρεύματα του Ποδονίφτη και των παραποτάμων του, η επικοινωνία με το κέντρο και η εγγύτητα της περιοχής με τα κέντρα παραγωγής πρώτων υλών, μαλλί, βαμβάκι και μετάξι.
Κατά την καταγραφή, που επιχειρήθηκε, στα 1994-1995, στην περιοχή των Πατησίων, διασώζονταν έξι βιομηχανικά συγκροτήματα. Με αρχαιότερες την εριουργική επιχείρηση των Σ. Βεζανή–Σελά, του 1882, (αργότερα αδελφοί Δρακόπουλοι), το Υφαντουργείο των Υιών Ακριβού, του 1903, και το «Εριουργείο των Πατησίων» των αδελφών Κυρκίνη, του 1908, οι υπόλοιπες είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή μετά τον ερχομό των προσφύγων, ανάμεσα στα 1925-1935.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά, κυρίως γιατί αποτέλεσε τη μήτρα για τη γέννηση της βιομηχανίας στη Ν. Ιωνία και στην ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει η επιχείρηση των αδελφών Κυρκίνη, η οποία είχε ταχύτατη ανάπτυξη και το 1919 έγινε ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Α.Ε. Ελληνική Εριουργία». Ο δαιμόνιος και διορατικός Νικόλαος Κυρκίνης είναι εκείνος που έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας στη Ν. Ιωνία, πριν την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή. Στους έρημους την εποχή εκείνη Ποδαράδες κατά μήκος του ρέματος του Περσού ποταμού και της αμαξιτής οδού προς Ηράκλειο εγκατέστησε, το 1919, το πλυντήριο-βαφείο της Ελληνικής Εριουργίας και αμέσως μετά ίδρυσε εργοστάσιο Μεταξουργίας. Ανάμεσα στα 1919 και 1926 ο Κυρκίνης δημιούργησε στη Ν. Ιωνία μια κολοσσιαία βιομηχανική εγκατάσταση με εργοστάσια Μεταξουργίας, Ηλεκτροβιομηχανικής, Κοπής και Ραφής, Βαμβακουργίας, Ταπητουργίας και συγκρότημα Εργατικών Κατοικιών. Το όραμά του για τη δημιουργία του «Μικρού Μάντσεστερ της Ελλάδος» πραγματοποιήθηκε με την συγχώνευση, το 1926, της «Ελληνικής Μεταξουργίας Α.Ε.» και της «Ηλεκτροβιομηχανικής Α.Ε.» με την αδελφή επιχείρηση της «Α.Ε. Ελληνικής Εριουργίας» στα Πατήσια και τη συγκρότηση της κολοσσιαίας εταιρείας «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.».

Στη ραγδαία ανάπτυξη των επιχειρήσεων του Ν. Κυρκίνη συνέβαλαν καθοριστικά οι μικρασιάτες πρόσφυγες με την προσφορά τους σε εργατικό δυναμικό και σε τεχνογνωσία, στους τομείς της ταπητουργίας, της βαμβακουργίας και της μεταξουργίας.

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στο πλαίσιο της επαγγελματικής αποκατάστασης των αστών προσφύγων, θεώρησε την ενασχόληση τους με την ταπητουργία πανάκεια Για το σκοπό αυτό χρηματοδοτούσε σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό την ανέγερση μεγάλων οικοδομημάτων για την εγκατάσταση των αργαλειών. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Ποδαράδων προέρχονταν κυρίως από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας, γνωστό ταπητουργικό κέντρο. Έτσι, ιδιαίτερα, στον υπό ίδρυση προσφυγικό συνοικισμό της Ν. Ιωνίας και σε άμεση συνάρτηση με τον Περσό ποταμό, καθόρισε ειδική ζώνη « Εργοστασίων και Λατομείων », που ρυμοτομήθηκε και κατατμήθηκε σε βιομηχανικά οικόπεδα, τα οποία παραχωρούνταν σε πρόσφυγες επιχειρηματίες με ειδικούς όρους. Η Νέα Ιωνία χρίστηκε ως «Κέντρο Ταπητουργίας», που ήδη το 1927, θεωρήθηκε εθνική βιομηχανία λόγω της ανάπτυξης που παρουσίασε και της απορρόφησης εγχώριων πρώτων υλών.

Η συγκέντρωση εργοστασίων στη Νέα Ιωνία και φθηνού εργατικού δυναμικού, αφενός στη ζώνη της Ελευθερούπολης και αφετέρου του Περισσού, καθόρισε και τις προοπτικές του συνοικισμού, ο οποίος, σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναπτύχθηκε αλματωδώς ξεπερνώντας κάθε άλλο προσφυγικό συνοικισμό σε πληθυσμό, οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.
Η βιομηχανική δραστηριότητα από τη Νέα Ιωνία πολύ γρήγορα εξακτινώθηκε στους γύρω προσφυγικούς συνοικισμούς, της Ν. Φιλαδέλφειας, της Ν. Χαλκηδόνας και του Ν. Ηρακλείου, με αποτέλεσμα την ανάδειξη της ευρύτερης περιοχής, βόρεια της Αθήνας, σε κέντρο Κλωστοϋφαντουργίας του ελλαδικού χώρου.
Στη γειτονική της Νέα Φιλαδέλφεια ιδρύονται χρονολογικά τα εργοστάσια: Χρυσαλλίς, Έσπερος, Μπριτάννια, Βαμβακουργία Φιλαδέλφειας, Άτλας, και άλλα μικρότερης δύναμης κλωστικές ή υφαντουργικές μονάδες.

Η κολοσσιαία επιχείρηση «Α.Ε. Μεταξουργείον ή «Χρυσαλλίς» του Στυλιανού Παπαδόπουλου» συστήθηκε το 1925 με κεφάλαιο 40.000.000 δρχ., σε γήπεδο 121.926μ2 στη θέση Ποδονίφτης, δίπλα ακριβώς στο ποτάμι και λειτούργησε από το 1926-1958. Το εργοστάσιο, που καταλάμβανε έκταση 18.400μ2 και τρεις πολυκατοικίες για τους εργάτες, με 120 αρχικά υφαντικούς ιστούς, αναπηνιστήριο, στριπτήριο, βαφείο και φινιριστήριο, κτίστηκε για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της ιστορικής Εταιρείας που λειτουργούσε στο Παλαιό Φάληρο. Συγχρόνως με το εργοστάσιο στον Ποδονίφτη ιδρύθηκε το αναπηνιστήριο στη Γουμένισσα (Μακεδονία), το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα με τον εξοπλισμό του. Το εργοστάσιο τοποθετήθηκε στη Ν. Χαλκηδόνα εξαιτίας της εγγύτητας της περιοχής με τις σηροτροφικές περιφέρειες με αποτέλεσμα τα μεταφορικά των κουκουλιών να είναι φθηνότερα αλλά και τα εργατικά ημερομίσθια λόγω της άφθονης προσφοράς των προσφυγικών χεριών ήταν φθηνότερα, σε σχέση με την περιφέρεια των Αθηνών. Το εργοστάσιο παρήγε 1.000.000 μέτρα υφασμάτων διαφόρων τύπων και χρησιμοποιούσε 700 εργάτες, κυρίως γυναίκες. Οι τεράστιες νέες εγκαταστάσεις της Εταιρείας είχαν γίνει με την προοπτική της μεγάλης ανάπτυξής της, λόγω όμως του πληθωρισμού στον κλάδο της μεταξουργίας δεν χρησιμοποιήθηκαν εντατικά με αποτέλεσμα την πτώχευσή και το κλείσιμό της το 1958. Η ιστορική «Χρυσαλλίς» υπήρξε οικογενειακή επιχείρηση του Στ. Παπαδόπουλου και ανταγωνιστική των μεταξουργείων της Ελληνικής Εριουργίας και της Εταιρείας Δ. Ναθαναήλ.

Η Ανώνυμος Υφαντουργική Εταιρεία «Έσπερος» ιδρύθηκε το 1929 με κεφάλαιο 7.500.000 δρχ. σε γήπεδο 10.080 μ2 και έκταση κτισμάτων 1988 μ2. Κατασκεύαζε μόνο υφάσματα ανδρικών ειδών, με πρώτες ύλες εισαγόμενες από το Μάντσεστερ της Αγγλίας, χακί και κουβέρτες. Το ιδιόκτητο εργοστάσιο στη Ν. Φιλαδέλφεια, με εγγλέζικα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας, διευθυνόταν από άγγλο τεχνικό, τον Ε. Ιωαννίδη και τον Κ. Δημητριάδη, που είχαν σπουδάσει κλωστοϋφαντουργία στην Αγγλία και απασχολούσε δε 100-150 εργάτες. Μετά το κλείσιμο του εργοστασίου στις εγκαταστάσεις του λειτούργησε η Εταιρεία Ελαστικών «Ε.Β.Ε.Λ.». Σε γειτονικό οικόπεδο του Έσπερου ιδρύθηκε η «Εριοβιομηχανία Ελλάδος Θ. Ι. Καββαδίας Α.Ε.».

Η Μπριτάννια με τη επωνυμία «Α.Ε BRITANNIA Αγγλική Εριουργία εν Ελλάδι», ιδρύθηκε το 1931 από την εδρεύουσα στο Μάντσεστερ της Αγγλίας Εμπορική Εταιρεία CROSLAND MOOR & CO L.M.D, τον Κ. Ναθαναήλ και την Εταιρεία «Γιαννούτσικος-Πετσιάβας». Με αντικείμενο την κατασκευή μάλλινων υφασμάτων κασμηριών ξεκίνησε με κεφάλαιο κίνησης 16.000 λίρες. Ο ιδρυτής της επιχείρησης Σολομών Ι. Αχλαδέφ διέθετε τα κατάλληλα φόντα με σπουδές στην Κρατική Αγγλική Υφαντουργική Σχολή. Το εργοστάσιο χτίστηκε στις όχθες του Ποδονίφτη στα νοτιοανατολικά όρια της Ν. Φιλαδέλφειας και χρησιμοποιούσε κυρίως προσφυγικά χέρια. Από τους 300 εργάτες το 60% ήταν κορίτσια, τα οποία από τη νεαρά τους φύση ήταν τα καταλληλότερα να διεξάγουν μια εργασία τόσο λεπτή και επίπονη, όπως ήταν το κόψιμο των κόμπων κατά την ύφανση. Υφάντριες και μανταρίστριες στο εργοστάσιο της Μπριτάννια είχαν αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο που ξεπερνούσε τα αγγλικά στάνταρ. Το εργοστάσιο χτίστηκε από τον εργολήπτη μηχανικό Ν. Γαβαλά, που τον συναντάμε και σε έργα εργοστασίων της Ν. Ιωνίας, με την εποπτεία του καθηγητή του Πολυτεχνείου Αχ. Καρρά. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός του Υφαντουργείου (250 ιστοί), του Βαφείου, του Πλυντηρίου και του Φινιριστήριου προερχόταν από αγγλικούς οίκους. Η Μπριτάννια, αφού επέδειξε μια τεράστια αντοχή στις καταθλιπτικές πιέσεις της ελληνικής βιομηχανίας από τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές μέσα στο 2007 ανέστειλε τη λειτουργία της.

Ακριβώς απέναντι από την Μπριτάννια εγκαταστάθηκε η επιχείρηση «Βαμβακουργία Φιλαδέλφειας» που ξεκίνησε το 1935 με την επωνυμία «Α.Ε. Ελληνικά Κλωστήρια Υιών Τεγόπουλου». Τα χαρακτηριστικά του Στέργιου Τεγόπουλου, ηθικός, εργατικός, καλλιτεχνική φύση, με αυτοπεποίθηση στην πρόοδο, προϊδέαζαν για τα αποτελέσματα της νέας επιχείρησης. Γεννημένος στα Τρίκαλα μεγάλωσε στο αρχαιότερο υφαντήριο της Ελλάδος, του πατέρα του Ιωάννη Τεγόπουλου. Ο Σ. Τεγόπουλος χωρίς να φεισθεί ουδεμιάς δαπάνης ίδρυσε το «λαμπρόν αυτό οικοδόμημα, αναμφισβητήτως το ανώτερον πάντων εν Ελλάδι εις την διαρρύθμησιν και ίσως το τελειότερον του κόσμου διά την άνετον, την υπερπολυτελή διαβίωσιν του εργάτου», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. Με ιδρυτικό κεφάλαιο 17.000.000 δρχ., απασχολούσε 350 εργάτες, ήδη από την ίδρυσή του, εκ των οποίων το 80% ήταν γυναίκες του γύρω συνοικισμού. Βιομηχανικό αντικείμενο της επιχείρησης ήταν κλωστές και βαμβακονήματα, που επεξεργάζονταν με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα γερμανικής προέλευσης, με ετήσια παραγωγή 120.000 πάκα. Τα παραγόμενα νήματα ήταν για αποκλειστική χρήση της καλτσοποιΐας, πλεκτοποιΐας και υφαντουργίας εν γένει. Η πολυτέλεια, η καθαριότητα, ο φωτισμός και ακόμη οι καλλιτεχνικοί κήποι, που πλαισίωναν το εργοστάσιο, εντυπωσίαζαν τον επισκέπτη. Το εργοστάσιο ιδρυμένο εν μέσω της μεταξικής δικτατορίας, της 4ης Αυγούστου, της οποίας ο Σ. Τεγόπουλος ήταν θαυμαστής, είναι το πρώτο που εφαρμόζει το οκτάωρο στις συνθήκες εργασίας.
Η επιχείρηση από το 1947 φέρεται με την επωνυμία «Βαμβακουργία Ν. Φιλαδέλφειας Α.Ε» και στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο δεν εμφαίνονται οι αδελφοί Τεγόπουλοι, αντίθετα μέλη του Δ.Σ. της συμπίπτουν με της γειτονικής Μπριτάννια στην οποία μετά το 1957 περιήλθε και το εργοστάσιο, εποχή που συνδέεται μάλλον με την διακοπή της λειτουργίας του.

Σύμφωνα με τον οδηγό της Ελληνικής Βιομηχανίας του 1949, στα όρια της Ν. Φιλαδέλφειας και της Ν. Χαλκηδόνας λειτουργούσαν πέντε εριουργίες, μία βαμβακουργία, τέσσερις μεταξουργίες, ένα κορδελοποιείο, τρεις καλτσοποιΐες και τρία πλεκτήρια.
Μετά τον πόλεμο του 1940 και την περίοδο του εθνικού διχασμού που ακολούθησε, η Ν. Ιωνία και η γύρω περιοχή δέχθηκαν τα ρεύματα της εσωτερικής μετανάστευσης. Ο καθαρά προσφυγικός χαρακτήρας τους αλλοιώθηκε με τη μετάλλαξη των προσφυγικών συνοικισμών σε εργατουπόλεις, ενώ ιδιαίτερα, στο θεωρούμενο ως Κέντρο της δραστηριότητας, στη Ν. Ιωνία, άνθησε μαζί με τη βιομηχανία και το εμπόριο. Επιπλέον, λόγω της προλεταριακής σύνθεσης του πληθυσμού τους και το προσφυγικό-βενιζελικό τους υπόβαθρο, εντάχθηκαν πολιτικά στις αριστερές δυνάμεις του τόπου, και η πολιτική τους πορεία χαρακτηρίστηκε από αγώνες λαϊκών διεκδικήσεων, με πρωτοστάτες του κλωστοϋφαντουργούς.

Στο πέρασμα του χρόνου, η βιομηχανική πορεία της Ν. Ιωνίας και της γύρω περιοχής, συνυφασμένη με την κλωστοϋφαντουργία, ακολούθησε τη διαδρομή της εθνικής μας βιομηχανίας σε όλες τις φάσεις των ανοδικών εκρήξεων και των πτωτικών κρίσεων της. .
Στη δεκαετία του 1980, με την αποβιομηχάνιση της χώρας, τα ηνία αναλαμβάνει ο τριτογενής τομέας του εμπορίου. Οι τέως προσφυγικοί συνοικισμοί έπαψαν να αποτελούν δορυφορικούς οικισμούς της πρωτεύουσας και εντάχθηκαν οικονομικά και πολιτισμικά στο ενιαίο οικιστικό σύνολο του λεκανοπεδίου. Έκτοτε τα χαρακτηριστικά προσφυγικά σπίτια γίνονται έρμαια της αδηφάγου αντιπαροχής, ενώ οι βιομηχανικές ζώνες ασφυκτιούν από τις οικιστικές και εμπορικές πιέσεις και τα βιομηχανικά κελύφη αλλάζουν χρήσεις ή γκρεμίζονται. Η Ν. Ιωνία δέχεται το πρώτο κτύπημα με την κατεδάφιση του ιστορικού και χαρακτηριστικού κεντρικού κτηρίου του συγκροτήματος της Μεταξουργίας που παραχωρεί τη θέση του στο «Σπίτι του Λαού», του ΚΚΕ.

Mε βάση την καταγραφή και την τεκμηρίωση της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ν. Ιωνίας και της ευρύτερης περιοχής της διατυπώθηκαν προτάσεις για την ανάδειξη της, ως βασικού παράγοντα για την αναγνώριση της ταυτότητας της πόλης, τη σύνδεσή τους με το προσφυγικό παρελθόν και την ένταξή τους στις παραγοντικές δυνάμεις της βιομηχανικής ιστορίας του ελλαδικού χώρου.

Αλλά αν η τεκμηρίωση των μνημείων της βιομηχανικής κληρονομιάς, από την μια πλευρά, αποτελεί τη βάση για την ανάδειξή τους, τα μέτρα προστασίας και η διαχείρισή τους, από την άλλη, σηματοδοτούν την αποτίμησή τους ως πολιτιστικών αγαθών ενός τόπου.

Το παράδειγμα διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ν. Ιωνίας, από τις κατά περιόδους δημοτικές της αρχές, και παρά τις τεκμηριωμένες προτάσεις που διατυπώθηκαν, αποδεικνύει το τεράστιο κενό συνειδητοποίησης και αναγνώρισης αυτής της κληρονομιάς. Εύγλωττο παράδειγμα η κατεδάφιση του ιστορικού συγκροτήματος της «Ελληνικής Ταπητουργίας», ιδιοκτησίας του Δήμου Ν. Ιωνίας, που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και σχολιάστηκε αρνητικά από τον Τύπο.

Η σύγκριση της σημερινής εικόνας, που παρουσιάζουν οι βιομηχανικές ζώνες της Ν. Ιωνίας και της ευρύτερης περιοχής της, με εκείνη που δίνει η αναδρομή στη δεκαετία του 1990, όταν πραγματοποιήθηκε η καταγραφή και η τεκμηρίωση, δεν αφήνει πλέον καμία αμφιβολία για το μέγεθος της καταστροφής του ιστορικού βιομηχανικού αποθέματός τους.

Από τις 11 καταγεγραμμένες επιχειρήσεις στην ευρύτερη ζώνη της Ν. Ιωνίας και βόρεια της Αθήνας διασώζονται: στα Πατήσια μόνο δύο συγκροτήματα, η «Υφαντουργία του Δρακόπουλου», κηρυγμένη από το ΥΠΠΟ (δυστυχώς το κτήριο του εργοστασίου κατεδαφίστηκε αυθαίρετα παραμονή της 15ης Αυγούστου 2009 από τον ιδιοκτήτη του, Ερυθρό Σταυρό, και προκάλεσε κοινωνικές κινητοποιήσεις), η «Ελληνική Εριουργία» κηρυγμένη από το ΥΠΕΧΩΔΕ, και τα δυο βιομηχανικά κελύφη στη Ν. Φιλαδέλφεια της «Μπριτάννια» και της «Βαμβακουργίας Φιλαδέλφειας». Όλα τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο της αναπτυξιακής λεγόμενης αξιοποίησης και οι τεράστιες οικοπεδικές τους εκτάσεις αποτέλεσαν την καλύτερη επένδυση σε οικοδομικά μεγαθήρια.

Στα ΒΙΟΠΑ της Ν. Ιωνίας, από τα κενά βιομηχανικά κελύφη στη ζώνη του Περισσού, κηρύχθηκε διατηρητέο το μνημειώδες κτήριο της «Βαμβακουργίας», με πρωτοβουλία του νέου ιδιοκτήτη της, για να στεγάσει εμπορικές χρήσεις, ενώ κατεδαφίστηκαν πρόσφατα δυο ακόμη τμήματα από το συγκρότημα της «Ελληνικής Μεταξουργίας » και ολοσχερώς η «ΕΒΥΠ». Η ίδια εικόνα επικρατεί στη ζώνη της Ελευθερούπολης, όπου η καταλυτική επέμβαση του «Αθήνα 2004» στο ιστορικό συγκρότημα της «Μουταλάσκη» άνοιξε τις πύλες για την ολοκληρωτική αλλοίωση της προσφυγικής βιομηχανικής ζώνης, όπου σήμερα λειτουργούν μόνο η εριοβιομηχανία «Τρία Άλφα» και ελάχιστα υφαντήρια.

Το αποτέλεσμα είναι το βιομηχανικό τοπίο να αλλοιωθεί δραματικά και τη θέση του να πάρει ένα πυκνό πλέγμα εμπορικών καταστημάτων και γραφείων. Είναι φανερό πλέον ότι η κληρονομιά της εργασίας οδεύει νομοτελειακά σε ένα σύγχρονο τρόπο αποτύπωσής της πάνω σε νέα κτήρια και νέες δομές εργασίας. Η αναγνώριση, η διατήρηση και η ανάδειξη όμως αυτής της βιομηχανικής κληρονομιάς που γιγαντώθηκε με την προσφορά των προσφύγων και κράτησε τα σκήπτρα της κλωστοϋφαντουργίας στον ελλαδικό χώρο για μισό αιώνα, είναι καθήκον των τοπικών αρχόντων και απαίτηση της κοινωνίας για ιστορική αυτογνωσία.

Η διαχείριση αυτής της κληρονομιάς, που προσδιορίζει την ταυτότητα της πόλης, δίνει τη δυνατότητα επανάχρησης των ιστορικών κελυφών για την κάλυψη των συνεχώς αυξανόμενων στεγαστικών αναγκών των Δήμων, ενώ η αξιοποίησή τους με τρόπους πρωτότυπους, που διατηρούν την ιστορική μνήμη, προσφέρει αναπτυξιακά κίνητρα. Το βιομηχανικό τοπίο, κομμάτι της πολιτιστικής μας παρακαταθήκης, που συνδέεται άμεσα και ζωντανά με τη γενιά των γονιών και των παππούδων μας και το συγκινησιακό πλησίασμά του αποδεικνύει ότι στα κενά βιομηχανικά κελύφη υπάρχουν ακόμη ζωντανές οι προσωπικές μνήμες, η θύμηση της εργασίας και η μυρωδιά του ιδρώτα, καταρρακωμένο αλλά όχι νεκρό, απαιτεί άμεσες αποφάσεις και θαρραλέες προτάσεις και επεμβάσεις.

Οι τραυματικές, θα έλεγα, εμπειρίες μου, από τη μια πλευρά, πάνω στην ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ν. Ιωνίας, αλλά, από την άλλη, τα φωτισμένα παραδείγματα άλλων δήμων, με εξέχουσα περίπτωση τον Δήμο Βόλου, έχουν ατσαλώσει την πεποίθησή μου, ότι κάθε προσπάθεια για τη διάσωση και την ανάδειξη αυτής της κληρονομιάς πρέπει να ξεκινά από ευαισθητοποιημένες και τολμηρές Δημοτικές Αρχές, που ως άμεσοι αποδέκτες της οφείλουν να κτίζουν το μέλλον της πόλης τους στηριγμένες στην ιστορικότητα που της προσδίδει το παρελθόν, με στόχο την αυτογνωσία και την ποιότητα ζωής των πολιτών τους. Να θυμούνται χωρίς άλλο τα λόγια του Γ. Σεφέρη « Όταν σβήνει κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν σβήνει αντίστοιχα και ένα κομμάτι από το μέλλον και είναι θλιβερή η ζωή που μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι».

Ο Δήμος της Ν. Φιλαδέλφειας καλείται να αντιμετωπίσει την πρόκληση για την διατήρηση ή όχι των εναπομεινάντων βιομηχανικών κελυφών. Αναφέρομαι στα σωζόμενα κελύφη της «Μπριτάννια» και της «Βαμβακουργίας Φιλαδέλφειας». Τα δύο συγκροτήματα διαθέτουν τα κριτήρια εκείνα, που σύμφωνα και με την χάρτα του Nizhny Tagil του 2003, συνιστούν τη μνημειακότητα ενός βιομηχανικού κτηρίου.
Το συγκρότημα της «Βαμβακουργίας Φιλαδέλφειας» ανήκει μορφικά στο μοντέρνο κίνημα που διήπε τον σχεδιασμό των σχολικών κτιρίων και των εργοστασίων στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και παρόλη τη μακροχρόνια εγκατάλειψή του διατηρείται σε καλή κατάσταση, διασώζοντας την υπέροχη καμινάδα του και τις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας. Το συγκρότημα της «Μπριτάννια», που τυπολογικά ανήκει στην κατηγορία του λεγόμενου «περίπλοκου» κτηρίου, λόγω της μέχρι πρόσφατα χρήσης του, διατηρείται επίσης σε πολύ καλή κατάσταση με την καμινάδα του να ζευγαρώνει με εκείνη της Βαμβακουργίας, σηματοδότες και οι δυο ενός ιστορικού παρελθόντος.

Τα δύο αυτά συγκροτήματα παρουσιάζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα που δεν τα βρίσκει πλέον κανείς στην Αθήνα. Η τύχη τα διατήρησε σε ένα αλώβητο φυσικό περιβάλλον, δίπλα στον Ποδονίφτη, στο ίδιο εκείνο περιβάλλον που τα τοποθέτησε ο ανθρώπινος παράγοντας με στόχο την εκμετάλλευση του υγρού στοιχείου, του τόσο απαραίτητου στην κλωστοϋφαντουργία. Παράλληλά τους βρίσκουμε στη Νάουσα και στην Έδεσσα.

Η οποιαδήποτε λοιπόν πρόταση για αναγνώριση, ανάδειξη και διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ν. Φιλαδέλφειας δεν είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνει και την ταυτόχρονη εξυγίανση και ανάδειξη του παρακείμενου ρέματος με την οργιώδη βλάστηση. Ο Δήμος της Ν. Φιλαδέλφειας βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση και πρέπει να βάλει ένα μεγάλο στοίχημα. Να αναδείξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ιστορικό του παρελθόν μέσα στο ίδιο του το φυσικό περιβάλλον. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα είναι εξασφαλισμένη και η παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές αξίζει οποιεσδήποτε θυσίες χρειαστεί να γίνουν.

olgavog@hotmail.com

8/02/2010