MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, μέσα από επιγραφές ναών της ύστερης βυζαντινής εποχής, στην περιοχή της Μάνης

Φωτογραφίες
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 001
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 001
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 002
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 002
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 003
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 003
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 004
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 004
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 005
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, - Caption - 005
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, μέσα από επιγραφές ναών της ύστερης βυζαντινής εποχής, στην περιοχή της Μάνης
Αρχοντούλα Παπουλάκου, αρχαιολόγος

Περί διαπολιτισμικότητας - Μνημεία της ύστερης βυζαντινής περιόδου της Μάνης - Δύο επιγραφές ναών: πολύτιμες μαρτυρίες για την εγκατάσταση σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο - Συμπεράσματα

Η εποχή μας είναι μια εποχή σοβαρών πολιτισμικών αλλαγών και αναζητήσεων. Όροι και έννοιες όπως παγκοσμιοποίηση (mondialisation, globalization) και «διαπολιτισμικότητα» (interculturalité) επηρεάζουν τη σύγχρονη εθνική μας ταυτότητα και παραπέμπουν στην εποχή της Αναγέννησης και του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ή μήπως σε πολύ πρωϊμότερους χρόνους;

Με τον όρο «διαπολιτισμικότητα» (interculturalité) εννοούμε τις σχέσεις επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης, αφομοίωσης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.

Η διαπολιτισμικότητα προϋποθέτει λοιπόν τη συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών πολιτισμών, πολλών και διαφορετικών εθνοτήτων, καθώς και τη δημιουργική επαφή και την επικοινωνία μεταξύ τους και ίσως και σε τελική ανάλυση την αφομοίωση και ενσωμάτωση των ετερογενών στοιχείων από την ντόπια κοινωνία. Η έννοια της διαπολιτισμικότητας συναντάται σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς διά μέσου των αιώνων, από την προϊστορική, την αρχαία, τη βυζαντινή εποχή και συνοψίζει την παράδοση του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Είναι λοιπόν απαραίτητη η επικοινωνία και η συνεύρεση διαφορετικών πολιτισμών και λαών για πολλούς λόγους στην εποχή μας (κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς) ή η έλλειψη ανοχής απέναντι σε κάθε τι το διαφορετικό, δηλ. ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, υπερισχύουν περισσότερο σήμερα και ιδιαίτερα στη χώρα μας;

Μια ιστορική αναδρομή θα μας έπειθε ότι προγενέστεροι πολιτισμοί υπήρξαν κυρίως πολυ-πολιτισμικοί, δέχονταν και αφομοίωναν συχνά ευκολότερα απ’ ότι εμείς σήμερα τους διαφορετικούς φυλετικά λαούς.

Μια σειρά από μνημεία, που απηχούν ιδιαίτερα την πολυ-πολιτισμικότητα μιας συγκεκριμένης περιοχής και μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι και τα μνημεία (κυρίως ναοί) της Μάνης, της ύστερης βυζαντινής εποχής.

Στην απομακρυσμένη αυτή περιοχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αναπτύχθηκε ένας σημαντικός αριθμός εκκλησιαστικών μνημείων, δειγμάτων επαρχιακής κυρίως τέχνης, αλλά παράλληλα και δηλωτικών της καλλιτεχνικής ζωής που γνωρίζει την εποχή αυτή το Δεσποτάτο του Μωρέως, με κέντρο τον Μυστρά.

Μνημεία (Bυζαντινοί ναοί) της ύστερης βυζαντινής περιόδου της Μάνης
Τα μνημεία της Λακωνικής (Μάνης-Γερακίου-υπόλοιπης Λακωνίας), κτισμένα κυρίως την ύστερη βυζαντινή περίοδο (1204 - 1345) διακρίνονται εξωτερικά για τις μικρές και χαμηλές τους διαστάσεις, την αρχιτεκτονική τους απλότητα, την αμελή τους τοιχοδομία. Μπορεί να χαρακτηριστούν σαν δείγματα επαρχιακής αρχιτεκτονικής που απέχει αρκετά από τα περίκομψα μνημεία των μεγάλων κέντρων.

Οι παλαιότεροι μελετητές κατέταξαν πολλά από αυτά (π.χ :τον Άγιο Νικόλαο στην Πλάτσα) στα λεγόμενα «μεγαλιθικά μνημεία» της Μάνης (δηλ. συνήθως μικρούς, μονόχωρους, καμαροσκέπαστους ναούς, κτισμένους με μεγάλες αλάξευτες πέτρες χωρίς να χρησιμοποιηθεί ασβεστοκονίαμα στους αρμούς, αλλά μόνο μικρές πέτρες), λόγω των αρχαϊκών τους στοιχείων. Τα θεωρούσαν τους πρώτους χριστιανικούς ναούς της Μάνης και τα χρονολογούσαν στον 9ο αιώνα. Νεώτερες όμως έρευνες τα κατατάσσουν στα μνημεία του 12ου αιώνα της «ελλαδικής σχολής».

Τις περισσότερες πληροφορίες για τα ίδια τα μνημεία, μας τις δίνουν οι πολυάριθμες επιγραφές, που σώζονται στο εσωτερικό των ναών. Και από τις επιγραφές αυτές, διαπιστώνουμε ότι οι κτήτορες των ναών αυτών, δεν ήταν ούτε εξέχοντα κοινωνικά πρόσωπα, ούτε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή των δεσποτών του Μυστρά. Στην πλειοψηφία τους ήταν κάποιοι άσημοι, απλοί άνθρωποι, διαπνέονταν όμως από ένα έντονο θρησκευτικό συναίσθημα. Αυτό τους οδήγησε στο να οικοδομήσουν και να φιλοτεχνήσουν μνημεία αξιόλογης τέχνης, παρόλα τα πενιχρά οικονομικά τους μέσα.

Από τις μαρτυρίες που έχουμε από το πλήθος των επιγραφών που είναι διάσπαρτες στους ναούς αυτούς, αυτοί οι απλοί πολίτες συμβάλλουν πολλές φορές με ολόκληρη την οικογένειά τους στη διακόσμηση των ναών αυτών.

Ανάμεσα στο πλήθος των απλών αυτών ανθρώπων μια σημαντική κατηγορία δωρητών είναι οι «τζαούσιοι» (Άγιος Γεώργιος Γερακίου, Άγιος Γεώργιος Οιτύλου, Άγιος Νικόλαος στην Πλάτσα Μάνης, Άγιος Γεώργιος Λογκανίκου), ιδιαίτεροι πολιτικοστρατιωτικοί αξιωματούχοι του βυζαντινού κράτους, συχνά σλαβικής καταγωγής. Η προβολή των προσώπων αυτών, μέσα από τις επιγραφές αυτές, απηχεί τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές του βυζαντινού κράτους που συντελούνται αυτήν ακριβώς την εποχή.

Δύο επιγραφές ναών: πολύτιμες μαρτυρίες για την εγκατάσταση σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου των Στεφανοπουλιάνων βρίσκεται στο χωριό Οίτυλο της Μάνης. Οι βυζαντινές επιγραφές του ναού παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Εξωτερικά, πάνω στο μάρμαρο που αποτελεί ποδιά του ανακουφιστικού τόξου, στη νότια θύρα του ναού, υπάρχουν δύο εγχάρακτες επιγραφές.

Η πρώτημια εγχάρακτη τετράστιχη επιγραφή στην μπροστινή επιφάνεια του μαρμάρου, έχει τοποθετηθεί ανάποδα. Προφανώς, κατά τον Ν.Β. Δρανδάκη, ο υπάρχων ναός προήλθε από νεώτερη επισκευή άλλου παλαιότερου. Κατά τη νεώτερη αυτή επισκευή, η οποία σύμφωνα με την Α. Αβραμέα, έγινε μετά το 1829/1830, επανατοποθετήθηκε το μάρμαρο ανάστροφα.

Η επιγραφή αναφέρει ότι ο ναός ανακαινίστηκε επί βασιλείας Ανδρόνικου του Γ’ Παλαιολόγου, το έτος 1331/1332 και επί της αρχής του τζάσι των Μελιγγών Κωνσταντίνου του Σπανή. Ακολουθούν τα ονόματα αυτών που συνέβαλαν στην ανακαίνιση του ναού και στο τέλος επίκληση στον Άγιο Γεώργιο να φυλάττει τους ιδρυτές και ανακαινιστές του ναού.

Οι Μελιγγοί και οι σχέσεις τους με το Βυζαντινό κράτος
Σχετικά με το όνομα Μελιγγοί ή Μηλιγγοί, επικράτησε γενικά η γνώμη να θεωρείται φυλή σλαβική ή σλαβομιγής. Η μετοίκηση των Σλάβων (Εζεριτών και Μελιγγών) φαίνεται ότι έγινε το 747 επί βασιλείας του αυτοκράτορα Κων/νου Ε’. Ενώ αυτός πολεμούσε κατά των Αράβων της Συρίας, έπεσε τρομερός λοιμός στο βυζαντινό κράτος και ερήμωσε τις περισσότερες επαρχίες του, ανάμεσα σ’ αυτές και την Πελοπόννησο. Για να πληρωθούν τα πληθυσμιακά κενά, μετακόμισαν στις επαρχίες αυτές πολλοί Σύροι, Αρμένιοι και Σλάβοι.

Οι απόψεις σχετικά με την προέλευση του ονόματος Μελιγγοί διίστανται :
Άλλοι θεωρούν ότι παίρνουν διάφορα ονόματα κυρίως από τον τόπο εγκατάστασής τους, όπως Εζερίτες ονομάστηκαν οι Σλάβοι, που εγκαταστάθηκαν στο Λακωνικό Έλος, από το σλαβικό ezero (λίμνη), έτσι και Μελιγγοί ονομάστηκαν οι Σλάβοι που εγκαθίστανται δυτικά του Ταϋγέτου, πιθανώς από το όνομα της περιοχής. Μια άλλη άποψη είναι ότι το επίθετο μελιγγός ήταν παρωνύμι για την ιδιότητα του χρώματος, δηλ. μπορεί οι αλλόφυλοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή να ονομάστηκαν έτσι από τους αυτόχθονες για το χρώμα του δέρματός τους (Μελιγγοί, δηλ. μελίχροοι) και ο τόπος που εγκαταστάθηκαν να ονομάστηκε κι αυτός Μελιγγοί.

Κατά τον κύριο μελετητή των επιγραφών Σ. Κουγέα, τ’ όνομα που πήραν είναι ελληνικό και εγχώριο και όχι σλαβικό και δόθηκε σ’ αυτούς από τους ντόπιους και για τη δήλωση της σλαβικής φυλής και για τον τόπο που αυτοί εγκαταστάθηκαν.

Η περιοχή που κατοικούσαν ήταν ο «Δρόγγος του Μελιγού» ή ο «Ζυγός των Μελιγγών», εκεί όπου σήμερα εκτείνεται η δυτική πλευρά του Ταϋγέτου. Από τον «Βίο του Οσίου Νίκωνα» (κείμενο του 12ου αι.) μαθαίνουμε ότι διοικούνταν από ιδιαίτερο άρχοντα που ονομαζόταν Αντίοχος και έφερε τον ρωμαϊκοβυζαντινό τίτλο του δούκα, πράγμα που αποδεικνύει την ελληνική ιθαγένεια και την εξάρτηση από το βυζαντινό κράτος. Ο δούκας διοριζόταν από τον στρατηγό του θέματος Πελοποννήσου και όχι από Σλάβο. Ένας τέτοιος άρχοντας διορισμένος και αναγνωρισμένος από τις βυζαντινές κρατικές αρχές πρέπει να θεωρηθεί και ο Κωνσταντίνος Σπανής των επιγραφών μας, με τη διαφορά ότι κατά τον 14ο αιώνα, αντί να φέρει τον τίτλο του δούκα, αποκαλείται τζάσις – τζαούσιος.

Οι Μελιγγοί πλήρωναν αρχικά φόρο υποτέλειας στο Βυζαντινό Κράτος, τον «πακτόν», υπό τη σημαία του οποίου και πολεμούσαν. Κατά τα μέσα του 13ου αιώνα (1250), ο πρίγκηπας της Αχαϊας, Γουλιέλμος Βιλλεαρδουϊνος, κτίζει το κάστρο του Λεύκτρου, το οποίο οι Φράγκοι ονομάζουν “Beaufort” (δηλ. το καλύτερο από τα φραγκικά κάστρα), πάνω στην αρχαία λακωνική πόλη Λεύκτρον. Το κτίζει, για να κρατά υποταγμένη τη σλαβική φυλή των Μελιγγών, μονολότι αυτοί είχαν αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Γουλιέλμου και του παρείχαν μάλιστα και στρατιώτες, σε καιρό πολέμου. Την εποχή του Δεσποτάτου του Μορέως, οι Μελιγγοί, ταυτίζονται πλήρως με τους ντόπιους, και επί Παλαιολόγων έχουν πλήρως αφομοιωθεί και συγχωνευθεί με τους ντόπιους, με πλήρη επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής συνείδησης.

Για να επανέλθουμε όμως και πάλι στην επιγραφή του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Οίτυλο:
Η επιγραφή αυτή έγινε ευρύτερα γνωστή από την H. Ahrweiler, η οποία όταν τη μελέτησε, βασίστηκε μόνο στην απόδοση του κειμένου από τις εκδόσεις των Le Bas – Waddington και απέδωσε τον τίτλο “θειωτάτου” στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Παλαιολόγο. Η Α. Αβραμέα που μελέτησε αργότερα την επιγραφή και έκανε μια νέα ανάγνωσή της, επισημαίνει ότι το «θειώτατος σεβαστός» αναφέρεται στον «τζάσι των Μελιγγών» κυρ Κωνσταντίνο Σπανή (με τη νέα αυτή ανάγνωση, συμφωνεί και η A. Philippidis – Braat). Στη συνέχεια γίνεται επίκληση στον Άγιο Γεώργιο για τον Σαβατιανό, που φέρει το σλαβικό πατρώνυμο Κόπωγις και τη σύζυγό του Ελεύνη. Στην επιγραφή μας, ο Σαβατιανός έχει τον τίτλο του νομικού, τίτλο που δηλώνει τον συμβολαιογράφο ή τον πνευματικό, που χειρίζεται το νομοκανόνα. Αυτή τη δουλειά την έκαναν μέλη του κατώτερου κλήρου. Ο τίτλος αυτός είναι μια ακόμη απόδειξη της ένταξης των Μελιγγών στα πλαίσια της βυζαντινής κοινωνίας.Τέλος αναφέρεται και το όνομα του Λαριγγά του Σλαβούρη, που πιθανόν να σχετίζεται με τη Σλαβουροπούλα, της δεύτερης δίστιχης επιγραφής του ναού, που βρίσκεται στο ίδιο μάρμαρο, ακριβώς πάνω από την προηγούμενη.

Το Σλαβούρης πολύ πιθανό να δηλώνει τη σλαβική προέλευση της οικογένειας.

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι αναστηλωτές της εκκλησίας ανήκουν σε πολύ ισχυρές και πλούσιες οικογένειες Μελιγγών, έχουν ελληνικά βαπτιστικά ονόματατα πατρωνυμικά τους όμως θυμίζουν τη σλαβική καταγωγή τους.

Ο διπλός τίτλος «σεβαστός τζάσις» του Κωνσταντίνου Σπανή προσδιορίζει συγχρόνως και το αξίωμα και την πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία του.

Η απόδοση αυτού του τίτλου στον αρχηγό μιάς ξένης εθνικής ομάδας σημαίνει ταυτόχρονα και την εξάρτηση από την αυτοκρατορική εξουσία καθώς και το ιδιότυπο διοικητικό καθεστώς τους.

Ένας άλλος ναός που σχετίζεται άμεσα με τον Κωνσταντίνο Σπανή είναι ο Άγιος Νικόλαος στην Πλάτσα της Μεσσηνιακής Μάνης. Βρίσκεται στην τοποθεσία Καμπινάρι (τοπωνύμιο από τη λέξη κάμπο, συχνό στη Μάνη), έξω από το χωριό Πλάτσα.

Ο ναός διατηρεί σχεδόν ακέραιο το ζωγραφικό του διάκοσμο στο κεντρικό και νότιο κλίτος. Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου, διαθέτουν ασυνήθιστα υψηλή ποιότητα, γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το υψηλό αξίωμα και την υψηλή θέση της οικογένειας του ανακαινιστή. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η τοιχογράφηση του ναού είναι γνωστές από τέσσερις επιγραφές, που σώζονται σε διάφορα τμήματα του ναού.

Τη σπουδαιότερη μαρτυρία προσφέρει μια μεγαλογράμματη, έμμετρη επιγραφή, που αρχίζει από το βόρειο τοίχο συνεχίζεται μέσα στο ιερό, διατρέχει το νότιο τοίχο και καταλήγει στο δυτικό τμήμα αυτού του τοίχου, απέναντι ακριβώς από το σημείο αρχής της.

Τα στοιχεία που μας δίνει η επιγραφή είναι τα εξής :
Ο ναός έχει κτιστεί 200 χρόνια πριν από την εποχή του ανακαινιστή, το ναό αυτό ανακαίνισαν «ο πανευγενέστατος, πανσέβαστος τζαούσιος δρόγγου Μελιγών» Κωνσταντίνος ο Σπανής «άμα συμβίου τζαουσίνης» Μαρίας. Η χρονολογία που αναφέρεται, δηλ. το από κτίσεως κόσμου έτος 6846 και η 6η ινδικτιών, τοποθετούν την ανακαίνιση του ναού μεταξύ 1337/1338.

Από τα παραπάνω θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο Κωνσταντίνος Σπανής, ανάμεσα στα έτη 1331/1332 (επιγραφή Οιτύλου) και 1337/1338, παντρεύτηκε και απέκτησε τον τίτλο του «πανσέβαστου» που δικαιωματικά τον κάνει και «πανευγενέστατο».

Ο Κωνσταντίνος Σπανής συνεχίζει στην επιγραφή να είναι τζαούσιος, εδώ όμως του δρόγγου των Μελιγγών. Η λέξη δρόγγος είναι γερμανικής προέλευσης και αρχικά σήμαινε τη στρατιωτική μοίρα (Ducange), στη συνέχεια όμως μετέπεσε σε καθαρά γεωγραφική έννοια. Εδώ λοιπόν δηλώνει τον τόπο, την περιφέρεια των Μελιγγών.

Η επιβλητική επιγραφή, που περιτρέχει τους τοίχους του κεντρικού κλίτους του ναού του Αγίου Νικολάου στον Καμπινάρι, είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη για ένα ναό μιας απομακρυσμένης επαρχίας του βυζαντινού κράτους. Θυμίζει ανάλογες επιγραφές, που παίρνουν θέση στο γλυπτό κοσμήτη, που περιτρέχει το εσωτερικό ορισμένων ναών στην Κωνσταντινούπολη, π.χ: στο ταφικό παρεκκλήσι της Παμμακαρίστου (Fethiye Dzami). Ο Κωνσταντίνος Σπανής, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός βυζαντινού αξιωματούχου της εποχής των Παλαιολόγων, αφού μοιράζει το χρόνο του σε πολεμικές επιχειρήσεις και σε πράξεις ευσεβείς, όπως είναι η ανακαίνιση των ναών της Μάνης.

Από τις δύο άλλες επιγραφές του ναού διαπιστώνουμε ότι η διακόσμηση του νότιου κλίτους ολοκληρώθηκε σε μεγάλο χρονικό διάστημα, μεταξύ των ετών 1343/1344 και 1348/1349. Προφανώς έλλειψε η ισχυρή οικονομική ενίσχυση του Κωνσταντίνου Σπανή και έτσι χρειάστηκε η συνδρομή πολλών προσώπων της περιοχής.

Συμπεράσματα
Μέσα σε μια εποχή έντονου πολιτικού κατακερματισμού για τη βυζαντινή αυτοκρατορία, οι δεσμοί των επαρχιών με το κέντρο γίνονται ιδιαίτερα χαλαροί. Οι τοπικοί άρχοντες - αξιωματούχοι νιώθουν ιδιαίτερα ισχυροί και παρόλο που εξαρτώνται ακόμη διοικητικά από την πρωτεύουσα, προσπαθούν να προβάλλουν τη θέση τους μέσα από ευσεβείς πράξειςόπως η οικοδόμηση και η διακόσμηση ναών.

Ένα άλλο ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει, όσον αφορά στη σύσταση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, είναι η παρουσία των σλαβικής καταγωγής Μελιγγών, εγκαταστημένων στην περιοχή αυτή του Δεσποτάτου, που στην υστεροβυζαντινή πια εποχή αποτελούν πλήρως αφομοιωμένα και ενσωματωμένα στοιχεία του βυζαντινού κράτους, που μιλούν την ελληνική γλώσσα και έχουν ελληνική συνείδηση.

Καθώς λοιπόν τα όρια της άλλοτε πανίσχυρης Pax Byzantina συρρικνώνονται δραματικά σε ανατολή και δύση, η αυτοκρατορία πληθυσμιακά θα συνεχίσει να παραμένει μωσαϊκό λαών και συνειδήσεων ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες της.

a.papoulakou@mac.com

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Α. Αβραμέα, Ο τζάσις των Μεληγγών. Νέα ανάγνωσις επιγραφών εξ Οιτύλου, Παρνασσός, τ.16, 1974.
  • H. Ahrweiler – Glykatzi, Une inscription méconnue sur les Mélingues du Taygète, BCH, vol.86, 1962.
  • Le Bas – Waddington, Voyage archéologique en Gréce et en Asie Mineure en 1843-1845: Inscriptions, II, p.57, no 279.
  • A.Bon, La Morée franque (1205-1480), vol.II. Paris 1969.
  • Ν.Β. Δρανδάκης, Χριστιανικαί Επιγραφαί Λακωνικής, Α.Ε., 1967.
  •   D. Feissel et A. Philippidis – Braat, Inventaires en vue d’ un recueil des inscriptions historiques de Byzance. III. Inscriptions de Péloponnèse (à l’ exception de Mistra), Travaux et Mémoires 9, 1985.
  • Σ. Κουγέας, Περί των Μελιγγών του Ταϋγέτου εξ αφορμής ανέκδοτης βυζαντινής επιγραφής εκ Λακωνίας, ΠΑΑ, τ.15, Αρ.3, 1950.
  • Π. Κουγιτέα, Περί Μεσαιωνικής Πόλεως Λακεδαιμονίας, Λακωνικά, τ.Ι, τευχ. Α’, 1932.
  • H. Megaw, Byzantine Architecture in Mani, BSA 33, 1932- 1933.
  • Ντούλα Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στην Πλάτσα της Μεσσηνιακής Μάνης, Αθήνα 1975.
  • Χ. Μπούρας & Λ.Μπούρα, Η Ελλαδική Ναοδομία το 12ο αιώνα, Αθήνα 2002.
  • Β. Φιοροβάντες, Κοινωνική Αισθητική και διαπολιτισμικότητα, Κριτική Διεπιστημονική Βιβλιοθήκη, εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 1997.
  • Ε. Χοντολίδου – Γ. Πασχαλίδης, Διαπολιτισμικότητα, παγκοσμιοποίηση & ταυτότητες, Ελληνική Σημειωτική Εταιρεία, εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 2008.
27/09/2008