Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, μέσα από επιγραφές ναών της ύστερης βυζαντινής εποχής, στην περιοχή της Μάνης
Στοιχεία διαπολιτισμικότητας, μέσα από επιγραφές ναών της ύστερης βυζαντινής εποχής, στην περιοχή της Μάνης |
Αρχοντούλα Παπουλάκου, αρχαιολόγος |
Περί διαπολιτισμικότητας - Μνημεία της ύστερης βυζαντινής περιόδου της Μάνης - Δύο επιγραφές ναών: πολύτιμες μαρτυρίες για την εγκατάσταση σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο - Συμπεράσματα Με τον όρο «διαπολιτισμικότητα» (interculturalité) εννοούμε τις σχέσεις επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης, αφομοίωσης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών. Η διαπολιτισμικότητα προϋποθέτει λοιπόν τη συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών πολιτισμών, πολλών και διαφορετικών εθνοτήτων, καθώς και τη δημιουργική επαφή και την επικοινωνία μεταξύ τους και ίσως και σε τελική ανάλυση την αφομοίωση και ενσωμάτωση των ετερογενών στοιχείων από την ντόπια κοινωνία. Η έννοια της διαπολιτισμικότητας συναντάται σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς διά μέσου των αιώνων, από την προϊστορική, την αρχαία, τη βυζαντινή εποχή και συνοψίζει την παράδοση του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Είναι λοιπόν απαραίτητη η επικοινωνία και η συνεύρεση διαφορετικών πολιτισμών και λαών για πολλούς λόγους στην εποχή μας (κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς) ή η έλλειψη ανοχής απέναντι σε κάθε τι το διαφορετικό, δηλ. ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, υπερισχύουν περισσότερο σήμερα και ιδιαίτερα στη χώρα μας; Μια ιστορική αναδρομή θα μας έπειθε ότι προγενέστεροι πολιτισμοί υπήρξαν κυρίως πολυ-πολιτισμικοί, δέχονταν και αφομοίωναν συχνά ευκολότερα απ’ ότι εμείς σήμερα τους διαφορετικούς φυλετικά λαούς. Μια σειρά από μνημεία, που απηχούν ιδιαίτερα την πολυ-πολιτισμικότητα μιας συγκεκριμένης περιοχής και μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι και τα μνημεία (κυρίως ναοί) της Μάνης, της ύστερης βυζαντινής εποχής. Στην απομακρυσμένη αυτή περιοχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αναπτύχθηκε ένας σημαντικός αριθμός εκκλησιαστικών μνημείων, δειγμάτων επαρχιακής κυρίως τέχνης, αλλά παράλληλα και δηλωτικών της καλλιτεχνικής ζωής που γνωρίζει την εποχή αυτή το Δεσποτάτο του Μωρέως, με κέντρο τον Μυστρά. Μνημεία (Bυζαντινοί ναοί) της ύστερης βυζαντινής περιόδου της Μάνης Από τις μαρτυρίες που έχουμε από το πλήθος των επιγραφών που είναι διάσπαρτες στους ναούς αυτούς, αυτοί οι απλοί πολίτες συμβάλλουν πολλές φορές με ολόκληρη την οικογένειά τους στη διακόσμηση των ναών αυτών. Ανάμεσα στο πλήθος των απλών αυτών ανθρώπων μια σημαντική κατηγορία δωρητών είναι οι «τζαούσιοι» (Άγιος Γεώργιος Γερακίου, Άγιος Γεώργιος Οιτύλου, Άγιος Νικόλαος στην Πλάτσα Μάνης, Άγιος Γεώργιος Λογκανίκου), ιδιαίτεροι πολιτικοστρατιωτικοί αξιωματούχοι του βυζαντινού κράτους, συχνά σλαβικής καταγωγής. Η προβολή των προσώπων αυτών, μέσα από τις επιγραφές αυτές, απηχεί τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές του βυζαντινού κράτους που συντελούνται αυτήν ακριβώς την εποχή. Δύο επιγραφές ναών: πολύτιμες μαρτυρίες για την εγκατάσταση σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο Η πρώτη, μια εγχάρακτη τετράστιχη επιγραφή στην μπροστινή επιφάνεια του μαρμάρου, έχει τοποθετηθεί ανάποδα. Προφανώς, κατά τον Ν.Β. Δρανδάκη, ο υπάρχων ναός προήλθε από νεώτερη επισκευή άλλου παλαιότερου. Κατά τη νεώτερη αυτή επισκευή, η οποία σύμφωνα με την Α. Αβραμέα, έγινε μετά το 1829/1830, επανατοποθετήθηκε το μάρμαρο ανάστροφα. Η επιγραφή αναφέρει ότι ο ναός ανακαινίστηκε επί βασιλείας Ανδρόνικου του Γ’ Παλαιολόγου, το έτος 1331/1332 και επί της αρχής του τζάσι των Μελιγγών Κωνσταντίνου του Σπανή. Ακολουθούν τα ονόματα αυτών που συνέβαλαν στην ανακαίνιση του ναού και στο τέλος επίκληση στον Άγιο Γεώργιο να φυλάττει τους ιδρυτές και ανακαινιστές του ναού. Οι Μελιγγοί και οι σχέσεις τους με το Βυζαντινό κράτος Οι απόψεις σχετικά με την προέλευση του ονόματος Μελιγγοί διίστανται : Κατά τον κύριο μελετητή των επιγραφών Σ. Κουγέα, τ’ όνομα που πήραν είναι ελληνικό και εγχώριο και όχι σλαβικό και δόθηκε σ’ αυτούς από τους ντόπιους και για τη δήλωση της σλαβικής φυλής και για τον τόπο που αυτοί εγκαταστάθηκαν. Η περιοχή που κατοικούσαν ήταν ο «Δρόγγος του Μελιγού» ή ο «Ζυγός των Μελιγγών», εκεί όπου σήμερα εκτείνεται η δυτική πλευρά του Ταϋγέτου. Από τον «Βίο του Οσίου Νίκωνα» (κείμενο του 12ου αι.) μαθαίνουμε ότι διοικούνταν από ιδιαίτερο άρχοντα που ονομαζόταν Αντίοχος και έφερε τον ρωμαϊκοβυζαντινό τίτλο του δούκα, πράγμα που αποδεικνύει την ελληνική ιθαγένεια και την εξάρτηση από το βυζαντινό κράτος. Ο δούκας διοριζόταν από τον στρατηγό του θέματος Πελοποννήσου και όχι από Σλάβο. Ένας τέτοιος άρχοντας διορισμένος και αναγνωρισμένος από τις βυζαντινές κρατικές αρχές πρέπει να θεωρηθεί και ο Κωνσταντίνος Σπανής των επιγραφών μας, με τη διαφορά ότι κατά τον 14ο αιώνα, αντί να φέρει τον τίτλο του δούκα, αποκαλείται τζάσις – τζαούσιος. Οι Μελιγγοί πλήρωναν αρχικά φόρο υποτέλειας στο Βυζαντινό Κράτος, τον «πακτόν», υπό τη σημαία του οποίου και πολεμούσαν. Κατά τα μέσα του 13ου αιώνα (1250), ο πρίγκηπας της Αχαϊας, Γουλιέλμος Βιλλεαρδουϊνος, κτίζει το κάστρο του Λεύκτρου, το οποίο οι Φράγκοι ονομάζουν “Beaufort” (δηλ. το καλύτερο από τα φραγκικά κάστρα), πάνω στην αρχαία λακωνική πόλη Λεύκτρον. Το κτίζει, για να κρατά υποταγμένη τη σλαβική φυλή των Μελιγγών, μονολότι αυτοί είχαν αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Γουλιέλμου και του παρείχαν μάλιστα και στρατιώτες, σε καιρό πολέμου. Την εποχή του Δεσποτάτου του Μορέως, οι Μελιγγοί, ταυτίζονται πλήρως με τους ντόπιους, και επί Παλαιολόγων έχουν πλήρως αφομοιωθεί και συγχωνευθεί με τους ντόπιους, με πλήρη επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής συνείδησης. Για να επανέλθουμε όμως και πάλι στην επιγραφή του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Οίτυλο: Το Σλαβούρης πολύ πιθανό να δηλώνει τη σλαβική προέλευση της οικογένειας. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι αναστηλωτές της εκκλησίας ανήκουν σε πολύ ισχυρές και πλούσιες οικογένειες Μελιγγών, έχουν ελληνικά βαπτιστικά ονόματα, τα πατρωνυμικά τους όμως θυμίζουν τη σλαβική καταγωγή τους. Ο διπλός τίτλος «σεβαστός τζάσις» του Κωνσταντίνου Σπανή προσδιορίζει συγχρόνως και το αξίωμα και την πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία του. Η απόδοση αυτού του τίτλου στον αρχηγό μιάς ξένης εθνικής ομάδας σημαίνει ταυτόχρονα και την εξάρτηση από την αυτοκρατορική εξουσία καθώς και το ιδιότυπο διοικητικό καθεστώς τους. Ένας άλλος ναός που σχετίζεται άμεσα με τον Κωνσταντίνο Σπανή είναι ο Άγιος Νικόλαος στην Πλάτσα της Μεσσηνιακής Μάνης. Βρίσκεται στην τοποθεσία Καμπινάρι (τοπωνύμιο από τη λέξη κάμπο, συχνό στη Μάνη), έξω από το χωριό Πλάτσα. Ο ναός διατηρεί σχεδόν ακέραιο το ζωγραφικό του διάκοσμο στο κεντρικό και νότιο κλίτος. Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου, διαθέτουν ασυνήθιστα υψηλή ποιότητα, γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το υψηλό αξίωμα και την υψηλή θέση της οικογένειας του ανακαινιστή. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η τοιχογράφηση του ναού είναι γνωστές από τέσσερις επιγραφές, που σώζονται σε διάφορα τμήματα του ναού. Τη σπουδαιότερη μαρτυρία προσφέρει μια μεγαλογράμματη, έμμετρη επιγραφή, που αρχίζει από το βόρειο τοίχο συνεχίζεται μέσα στο ιερό, διατρέχει το νότιο τοίχο και καταλήγει στο δυτικό τμήμα αυτού του τοίχου, απέναντι ακριβώς από το σημείο αρχής της. Τα στοιχεία που μας δίνει η επιγραφή είναι τα εξής : Από τα παραπάνω θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο Κωνσταντίνος Σπανής, ανάμεσα στα έτη 1331/1332 (επιγραφή Οιτύλου) και 1337/1338, παντρεύτηκε και απέκτησε τον τίτλο του «πανσέβαστου» που δικαιωματικά τον κάνει και «πανευγενέστατο». Ο Κωνσταντίνος Σπανής συνεχίζει στην επιγραφή να είναι τζαούσιος, εδώ όμως του δρόγγου των Μελιγγών. Η λέξη δρόγγος είναι γερμανικής προέλευσης και αρχικά σήμαινε τη στρατιωτική μοίρα (Ducange), στη συνέχεια όμως μετέπεσε σε καθαρά γεωγραφική έννοια. Εδώ λοιπόν δηλώνει τον τόπο, την περιφέρεια των Μελιγγών. Η επιβλητική επιγραφή, που περιτρέχει τους τοίχους του κεντρικού κλίτους του ναού του Αγίου Νικολάου στον Καμπινάρι, είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη για ένα ναό μιας απομακρυσμένης επαρχίας του βυζαντινού κράτους. Θυμίζει ανάλογες επιγραφές, που παίρνουν θέση στο γλυπτό κοσμήτη, που περιτρέχει το εσωτερικό ορισμένων ναών στην Κωνσταντινούπολη, π.χ: στο ταφικό παρεκκλήσι της Παμμακαρίστου (Fethiye Dzami). Ο Κωνσταντίνος Σπανής, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός βυζαντινού αξιωματούχου της εποχής των Παλαιολόγων, αφού μοιράζει το χρόνο του σε πολεμικές επιχειρήσεις και σε πράξεις ευσεβείς, όπως είναι η ανακαίνιση των ναών της Μάνης. Από τις δύο άλλες επιγραφές του ναού διαπιστώνουμε ότι η διακόσμηση του νότιου κλίτους ολοκληρώθηκε σε μεγάλο χρονικό διάστημα, μεταξύ των ετών 1343/1344 και 1348/1349. Προφανώς έλλειψε η ισχυρή οικονομική ενίσχυση του Κωνσταντίνου Σπανή και έτσι χρειάστηκε η συνδρομή πολλών προσώπων της περιοχής. Συμπεράσματα Ένα άλλο ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει, όσον αφορά στη σύσταση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, είναι η παρουσία των σλαβικής καταγωγής Μελιγγών, εγκαταστημένων στην περιοχή αυτή του Δεσποτάτου, που στην υστεροβυζαντινή πια εποχή αποτελούν πλήρως αφομοιωμένα και ενσωματωμένα στοιχεία του βυζαντινού κράτους, που μιλούν την ελληνική γλώσσα και έχουν ελληνική συνείδηση. Καθώς λοιπόν τα όρια της άλλοτε πανίσχυρης Pax Byzantina συρρικνώνονται δραματικά σε ανατολή και δύση, η αυτοκρατορία πληθυσμιακά θα συνεχίσει να παραμένει μωσαϊκό λαών και συνειδήσεων ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες της. a.papoulakou@mac.com
|
27/09/2008 |