MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

1908 - 2008: Η πολυδιάστατη φυσιογνωμία των λατρευτικών χώρων της Θεσσαλονίκης τότε και τώρα

Φωτογραφίες
1908 - 2008: - Caption - 001
1908 - 2008: - Caption - 001
1908 - 2008: - Caption - 002
1908 - 2008: - Caption - 002
1908 - 2008: - Caption - 003
1908 - 2008: - Caption - 003
1908 - 2008: - Caption - 004
1908 - 2008: - Caption - 004
1908 - 2008: - Caption - 005
1908 - 2008: - Caption - 005
1908 - 2008: - Caption - 006
1908 - 2008: - Caption - 006
1908 - 2008: Η πολυδιάστατη φυσιογνωμία των λατρευτικών χώρων της Θεσσαλονίκης τότε και τώρα
Δημήτρης Ζυγομαλάς, αρχιτέκτονας, διπλωματούχος συντήρησης ιστορικών κτηρίων και συνόλων

Η Θεσσαλονίκη του 1908 αποτελούσε ένα πραγματικό μωσαϊκό θρησκειών. Τρεις πληθυσμιακές ομάδες, οι Μουσουλμάνοι, οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και οι Εβραίοι συνέθεταν τον κορμό του πληθυσμού της, που συμπληρωνόταν από μικρότερους πυρήνες Καθολικών, Αρμενίων, Προτεσταντών και Εξαρχικών. Ενδεικτικά του πολυδιάστατου χαρακτήρα του ανθρώπινου δυναμικού ήταν τα αποτελέσματα της πρώτης απογραφής που διενήργησε η ελληνική διοίκηση μόλις πέντε χρόνια αργότερα. Καταγράφτηκαν 61.439 Εβραίοι, 45.867 Μουσουλμάνοι, 39.956 Χριστιανοί Ορθόδοξοι, 6.263 Εξαρχικοί και 4.364 κάτοικοι άλλων θρησκειών και δογμάτων.

Οι επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες ήταν οργανωμένες σε κοινότητες, οντότητες με νομική υπόσταση για το Οθωμανικό κράτος. Καθεμιά διέθετε τους δικούς της χώρους λατρείας, γύρω από τους οποίους βρίσκονταν συγκεντρωμένα κατά συνοικίες τα μέλη τους.

Οι Μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως στα ορεινά του ιστορικού κέντρου, ωστόσο τζαμιά υπήρχαν και σε άλλα σημεία της πόλης. Επρόκειτο κυρίως για εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε τεμένη για ιδεολογικούς λόγους, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και το νεόκτιστο Γενί Τζαμί στην εκτός των τειχών ανατολική επέκταση. Το κέντρο της εντός των τειχών πεδινής ζώνης, τόπος αμιγούς κατά βάση κατοίκησης Εβραίων, ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα, συγκέντρωνε πλήθος συναγωγών, ενώ η νοτιοανατολική περιοχή, χώρος συσπείρωσης των περισσότερων Χριστιανών Ορθοδόξων, ενσωμάτωνε σημαντικό αριθμό βυζαντινών και κυρίως μεταβυζαντινών εκκλησιών. Η απομονωμένη παρουσία των Χριστιανών Ορθοδόξων και σε άλλα σημεία του αστικού χώρου μεταφραζόταν σε λειτουργία πρόσθετων ναών, συγκεκριμένα των καθολικών της Μονής Βλατάδων και της Μονής της Αγίας Θεοδώρας, ενώ σημαντικές εκκλησίες, τόσο στο ιστορικό κέντρο, όσο και πέρα από αυτό, βρίσκονταν σε φάση ανέγερσης (Μητροπολιτικός ναός Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ναός Κοιμητηρίων Αγίας Παρασκευής, ναός Αγίας Τριάδας, ναός της Αναλήψεως).

Δίπλα στις κυρίαρχες πληθυσμιακές ομάδες, οι Καθολικοί ασκούσαν τα λατρευτικά τους καθήκοντα στον νεόκτιστο ναό της Αμίαντης Σύλληψης της Θεοτόκου, στην περιοχή του Φραγκομαχαλά, οι Αρμένιοι στον επίσης νεότευκτο ναό της Παναγίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, και οι σερβικής καταγωγής Χριστιανοί Ορθόδοξοι στον ναό του Αγίου Σάββα, λίγο βορειότερα. Τέλος, μια εκκλησία της εξαρχικής κοινότητας (σημ. ναός Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου) είχε αρχίσει να κατασκευάζεται στην εκτός των τειχών ανατολική επέκταση.

Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης και η συνακόλουθα πολυδιάστατη φυσιογνωμία των λατρευτικών χώρων της δέχτηκε καίρια πλήγματα. Το πρώτο σημειώθηκε το 1917. Η πυρκαγιά που κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου της πόλης κατέστρεψε εκκλησίες, τζαμιά και κυρίως συναγωγές, καθώς έπληξε πρωτίστως τις εβραϊκές συνοικίες.

Λίγα χρόνια αργότερα, η Μικρασιατική Καταστροφή προκάλεσε εισροή περίπου 80.000 προσφύγων (Xριστιανών Oρθοδόξων και Aρμενίων), που κατοίκησαν στο ιστορικό κέντρο και σε περιφερειακούς συνοικισμούς. Σχεδόν παράλληλα, η ανταλλαγή των πληθυσμών αφαίρεσε από το αστικό τοπίο τη μουσουλμανική παρουσία και μαζί την εξαρχική, για να ακολουθήσει η σταδιακή απάλειψη των αντίστοιχων χώρων λατρείας. Όσες εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε τζαμιά επανήλθαν με την πάροδο του χρόνου στη χριστιανική λατρεία, ενώ από τα υπόλοιπα τεμένη άλλα αφέθηκαν σε εγκατάλειψη και άλλα στέγασαν νέες χρήσεις, ασύμβατες με τον ιερό χαρακτήρα τους. Ο ημιτελής εξαρχικός ναός στην ανατολική επέκταση της πόλης ολοκληρώθηκε και αποδόθηκε κι αυτός με τη σειρά του στη χριστιανική λατρεία.

Μεταξύ 1924 - 1927, οι περισσότεροι Αρμένιοι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής αναχώρησαν για άλλες πόλεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, αφήνοντας στο άλλοτε σύνθετο μωσαϊκό δύο κυρίαρχες παρουσίες, την ορθόδοξη χριστιανική και την εβραϊκή. Η τελευταία είχε αποκαταστήσει εντωμεταξύ το πλέγμα των λατρευτικών χώρων της μετά τα καίρια πλήγματα που προκάλεσε η πυρκαγιά του 1917. Και η εβραϊκή παρουσία, όμως, επρόκειτο να αποδυναμωθεί δραματικά στα επόμενα χρόνια, εξαιτίας της μαζικής απέλασης των μελών της εβραϊκής κοινότητας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, οι Ναζί κατέστρεψαν τις περισσότερες συναγωγές, ενώ όσες διασώθηκαν κατεδαφίστηκαν μεταπολεμικά με σκοπό την ανοικοδόμηση, εκτός από μια.

Στη σκιά των γεγονότων αυτών, η πολυδιάστατη φυσιογνωμία των λατρευτικών χώρων της Θεσσαλονίκης του 1908 αποδεικνύεται σήμερα μια ανάμνηση. Ανάμνηση με ορισμένα αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, ίχνη στο ασφυκτικά δομημένο αστικό τοπίο.

Οι χριστιανικοί ορθόδοξοι ναοί, το κυρίαρχο στοιχείο στη σύγχρονη πόλη, ενσωματώνουν το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών που υπήρχαν διεσπαρμένες στο ιστορικό κέντρο το 1908, καθώς και πλήθος νεότερων λατρευτικών εστιών που αναδύθηκαν κυρίως στις επεκτάσεις του. Οι νεότερες εκκλησίες, ντυμένες κατά κόρον το ένδυμα της νεοβυζαντινίζουσας αρχιτεκτονικής, σε συνδυασμό με διάθεση εξάντλησης των διαθέσιμων υλικών επικάλυψης και κυρίως του οικοδομικού όγκου, ακόμα και σε ασφυκτικά δομημένες περιοχές, αποτελούν αφορμή προβληματισμού για την ποιότητα της συνέχειας που επιφυλάχθηκε στην παγκοσμίως αναγνωρισμένη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εκκλησιαστική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης.

Από τα πολυάριθμα τζαμιά του 1908, σήμερα σώζονται μόλις έξι. Τρία από αυτά, το Χαμζά Μπέη Τζαμί, το Αλατζά Ιμαρέτ και το Γενί Τζαμί έχουν βρει ή πρόκειται να βρουν στο άμεσο μέλλον έναν συμβατό λειτουργικό προορισμό, αυτόν της στέγασης πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Αντίθετα, το Τζαμί της Σκάλας, το Τζαμί του στρατοπέδου Παύλου Μελά και το Τζαμί του Ζιχνί Πασά αντικατοπτρίζουν την εγκατάλειψη και την αδιαφορία, χωρίς να διαφαίνεται προοπτική αντιστροφής της κατάστασης.

Στις πολυάριθμες εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά και μετά το 1912 επανήλθαν στη χριστιανική λατρεία, τα ίχνη της ενδιάμεσης λατρευτικής φάσης έχουν σχεδόν εξαλειφθεί, κυρίως μέσα από εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των μεσοπολεμικών και πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Απομένουν, ωστόσο, για να θυμίζουν την ενδιάμεση φάση το δυτικό προστώο, ο μιναρές (ο μόνος που διέφυγε την κατεδάφιση του συνόλου των μιναρέδων της Θεσσαλονίκης το 1925) και η φιάλη στον ναό του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα), ο κορμός του πρώτου μιναρέ και η εσωτερική διακόσμηση σε απομίμηση ορθομαρμάρωσης στον ναό της Αγίας Σοφίας, η βάση του μιναρέ στον ναό του Αγίου Παντελεήμονα και τα χαρακτηριστικά χτυπήματα στις τοιχογραφίες πολλών μνημείων (π.χ. καθολικό Μονής Βλατάδων), ένδειξη της επικάλυψης με επίχρισμα κατά τη μετασκευή τους σε τζαμιά.

Ως προς τις επίσης πολυάριθμες συναγωγές, καμία δεν έχει απομείνει για να θυμίζει την εκτεταμένη διασπορά τους στο αστικό τοπίο του 1908. Η μοναδική «ιστορική» συναγωγή της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, η αποκαλούμενη «των Μοναστηριωτών», κτίστηκε το 1927, στο πλαίσιο της αποκατάστασης των χώρων λατρείας της εβραϊκής κοινότητας μετά τις εκτεταμένες καταστροφές που προκάλεσε η πυρκαγιά του 1917. Δύο νεότερες συναγωγές που ιδρύθηκαν για την κάλυψη των αναγκών της σύγχρονης κοινότητας δεν είναι ορατές στο δομημένο περιβάλλον, καθώς στεγάζονται σε χώρους πολυώροφων μεταπολεμικών κτηρίων.

Οι λατρευτικοί χώροι των μικρότερων θρησκευτικών κοινοτήτων του 1908 εξακολουθούν να αποτελούν μέρος του αστικού τοπίου. Οι ναοί της Αμίαντης Σύλληψης της Θεοτόκου και της Παναγίας έχουν καλύψει αδιάλειπτα τις ανάγκες της καθολικής και της αρμενικής κοινότητας, αντίστοιχα, ενώ ένας μικρότερος ναός των καθολικών έχει κάνει την εμφάνισή του από το 1992 στη δυτική Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται δίπλα στο μοναστηριακό συγκρότημα του τάγματος των Λαζαριστών μοναχών, σημείο αναφοράς για την παρουσία των καθολικών στη Θεσσαλονίκη.

Ο εξαρχικός ναός που ανεγέρθηκε στην ανατολική επέκταση φιλοξενεί, όπως προαναφέρθηκε, τη χριστιανική ορθόδοξη λατρεία, ωστόσο δεν παύει να αναδεικνύει μέσα από την ιδιαίτερη μορφολογία του το αντίστοιχα ιδιαίτερο πλήρωμα για το οποίο αρχικά προοριζόταν. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα νέο-ρωμανικής αρχιτεκτονικής με βυζαντινές, γοτθικές και νεοκλασσικές επιρροές, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης από τους χριστιανικούς ορθόδοξους ναούς της πόλης.

Ο λατρευτικός χώρος μιας άλλης μικρής κοινότητας, αυτής των σερβικής καταγωγής Χριστιανών Ορθοδόξων, αν και επίσης εξακολουθεί να υφίσταται, αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Παραδόξως, έχει προσλάβει τη μορφή ημιυπογείου σε μεταπολεμική πολυκατοικία κοντά στην πλατεία Συντριβανίου. Λίγο δυτικότερα, επί της οδού Π. Π. Γερμανού, η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία στεγάζει τη λατρευτική και πολιτιστική της δραστηριότητα σε πολυώροφο σύγχρονο κτήριο, ενώ η αντίστοιχη δραστηριότητα της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας φιλοξενείται σε διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της ίδιας οδού.

Η δραματική εξασθένιση της πολυδιάστατης φυσιογνωμίας των λατρευτικών χώρων του 1908 γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι σχετίζεται κυρίως με την απάλειψη των χώρων λατρείας των δύο από τις τρεις κυρίαρχες τότε πληθυσμιακές ομάδες, της μουσουλμανικής και της εβραϊκής. Τα ίχνη της στον σύγχρονο αστικό ιστό, αν και λιγοστά, εξακολουθούν, πάντως, να είναι αναγνωρίσιμα, παραπέμποντας σε μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα. Πραγματικότητα που αποτελεί μέρος της ιστορίας της πόλης και ως τέτοια επιβάλλει τα ίχνη αυτά να αναδειχθούν, όχι μόνο με υλικές επεμβάσεις, αλλά και με κατάλληλη προβολή, χωρίς ορισμένα από αυτά να αντιμετωπίζονται ως παραπομπές στο οθωμανικό παρελθόν που αξίζουν αγνόηση και μόνο.

jim_zs@yahoo.com

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Β. Κολώνας - Λ. Παπαματθαιάκη, Ο αρχιτέκτονας Vitaliano Poselli, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1980, σ. 53-76.
  • Β. Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, 1430 - 1912, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1983.
  • Δ. Ναλμπάντης - Π. Θεοχαρίδης - Δ. Ευγενίδου - Θ. Παπαζώτος, «Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της», Αρχαιολογία 7 (1983), σ. 17-33.
  • Μ. Καμπούρη, «Η Θεσσαλονίκη μετά την άλωση, 1430-1912», Αρχαιολογία 7 (1983), σ. 48-52.
  • Α. Σαμουηλίδου - Αιμ. Στεφανίδου, «Η Θεσσαλονίκη κατά την Τουρκοκρατία: Τα Τουρκικά μνημεία», Αρχαιολογία 7 (1983), σ. 53-65.
  • Θ. Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου, Θρησκευτική αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη κατά την τελευταία φάση της Τουρκοκρατίας, 1839-1912, διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., 1989.
  • Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1992.
  • Ευ. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου - Αν. Τούρτα, Περίπατοι στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν, 1997.
  • T. S. Mantopoulou-Panagiotopoulou, “The Architecture of Thessaloniki’s Synagogues during the Turkish Period”, The Jewish Communities of southeastern Europe from the fifteenth century to the end of World War II, Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1997, σ. 303-326.
  • Η. Μεσσίνας, Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1997, σ. 34-107.
25/07/2008