Εισαγωγή - Η αρχαιολογία ως μέσο ανάδειξης της διαφορετικότητας - Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο: πολιτικές πρακτικές και διαπολιτισμικές πρωτοβουλίες - Το ελληνικό πλαίσιο και ο Δήμος Αθηναίων: κάποια ερωτήματα σχετικά με τη διαπολιτισμικότητα - Συμπεράσματα
Εισαγωγή Αρχαιολογία προς μία διαπολιτισμική προσέγγιση; Από τη θεσμοποίησή της το 19ο αιώνα, η αρχαιολογία χρησιμοποιήθηκε εκτενώς ως μέσο έμφασης της πολιτισμικής ιδιομορφίας και της νομιμοποίησης εθνικιστικών ιδεολογιών «εθνικής καθαρότητας και συνέχειας». Η ανάδειξη της διαφορετικότητας μέσω του παρελθόντος μπορεί να θεωρηθεί αρκετά «ιδεαλιστική» για την αρχαιολογική επιστήμη, που έχει κατεξοχήν προσφέρει στα έθνη-κράτη το υλικό πάνω στο οποίο διαμόρφωσαν την εθνική τους ταυτότητα «αφαιρώντας από ολόκληρους λαούς το δικαίωμα στο νόμιμο παρελθόν».
Το κείμενο αυτό εξετάζει πως το αρχαιολογικό παρελθόν μπορεί να προωθήσει τη διαφορετικότητα ξεκινώντας από το θεωρητικό υπόβαθρο και κατόπιν εξετάζοντας το ευρωπαϊκό και πιο συγκεκριμένα το ελληνικό πλαίσιο. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στο Δήμο Αθηναίων, καθώς φιλοξενεί την πλειονότητα των μεταναστών στον ελληνικό χώρο.
Η αρχαιολογία ως μέσο ανάδειξης της διαφορετικότητας Η χρήση του παρελθόντος ως μέσου εντοπισμού της διαφορετικότητας και ανάδειξης της πολιτισμικής ποικιλομορφίας δεν έχει διερευνηθεί εκτενώς στα πλαίσια της αρχαιολογικής επιστήμης. Λίγα έχουν λεχθεί για το πώς ο κλάδος πρέπει να ανταποκριθεί στην πολιτισμική υβριδικότητα και τη διάχυση και βαθμιαία ανάμειξη των ταυτοτήτων στο χώρο, φαινόμενα άρρηκτα συνδεδεμένα με την παγκοσμιοποίηση και τη μαζική μετανάστευση.
Ο Appadurai υποστηρίζει πως η σχέση αρχαιολογίας και πολιτικής «θα εμβαθύνει και θα διευρύνεται όσο περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν διεθνικές, πολυεθνικές και διεσπαρμένες ταυτότητες». Η «αναζωπύρωση» του πολιτισμικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού και της ξενοφοβίας σε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό κρατών φανερώνει πως η επικοινωνία αρχαιολογίας και εθνικισμού «καλά κρατεί» και προβλέπεται να επεκταθεί στο μέλλον. Ωστόσο, στην εποχή που οι εικόνες και οι πληροφορίες ταξιδεύουν ταχύτατα σε όλο τον κόσμο και «οι άνθρωποι, οι ταυτότητες τους και η πολιτισμική τους κληρονομιά δεν είναι «δεμένες» με τον τόπο καταγωγής τους», η αρχαιολογία καλείται να διαδραματίσει ένα πολύ σημαντικό ρόλο: αυτόν της προώθησης της διαφορετικότητας και της εκδημοκρατικοποίησης του παρελθόντος.
Η πρόσληψη της αρχαιολογίας ως της επιστήμης που μελετά κατεξοχήν τη διαφορετικότητα, αποκαλύπτοντάς μας περισσότερα για το ποιοί δεν είμαστε, για τη μη ταυτότητά μας, αποτελεί «κοινό τόπο» στον κλάδο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της αρχαιολογίας. Ήδη από το 1960 ανθρωπολογικές μελέτες έθεσαν υπό αμφισβήτηση την ‘essentialist’ (αυστηρά καθορισμένη) εικόνα του κράτους καταρρίπτοντας την παραδοχή της πρόσληψης των πολιτισμικών ομάδων ως αμετάβλητες και «ομογενείς» αυτοτελείς οντότητες. Το αμφίσημο του ορισμού εθνικών ομάδων στο ιστορικό παρελθόν με βάση την ερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων έχουν επισημάνει και οι αρχαιολόγοι από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα. Κατά τον Olsen είναι ακριβώς αυτή η αποσπασματικότητα του αρχαιολογικού υλικού που παρέχει τη δυνατότητα στον κλάδο να αμφισβητήσει τα εθνικά, πολιτισμικά και γλωσσικά όρια και να μας ενθαρρύνει να σκεφτούμε «πως υπάρχουν μόνο Άλλοι, και ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε «άλλοι» μεταξύ Άλλων».
Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο: πολιτικές πρακτικές και διαπολιτισμικές πρωτοβουλίες Σε πολιτικό επίπεδο, η ανάδειξη της ποικιλομορφίας μέσω της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει αποτελέσει το κεντρικό θέμα σε συμβάσεις της UNESCO και σε πολιτιστικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2005 η Σύμβαση της UNESCO για την Προώθηση και την Προστασία της Ποικιλομορφίας των Πολιτιστικών Εκφράσεων συνέβαλλε στην ενδυνάμωση της διαπολιτισμικότητας, που ορίστηκε ως η «ισόνομη αλληλεπίδραση μεταξύ ποικίλων πολιτισμών και η δυνατότητα από κοινού παραγωγής πολιτισμικών εκφράσεων μέσω του διαλόγου». Ένα χρόνο αργότερα, η Ευρωπαϊκή Βουλή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όρισαν το 2008 ως το Ευρωπαϊκό Έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου (ΕΕΔΔ) (εικόνα 1) ώστε να εξασφαλίσουν στους Ευρωπαίους τα μέσα να «αντιμετωπίσουν [δημιουργικά]...τη συνύπαρξη τους με πολίτες διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων».
Σε μελέτες που εκπονήθηκαν για την ΕΕ στο πλαίσιο του ΕΕΔΔ τονίστηκε ότι ο «διαπολιτισμικός διάλογος» πρέπει να προσληφθεί ως μία «αμφίδρομη διαδικασία», όπου γηγενείς και μετανάστες αλληλεπιδρούν με τρόπο, ο οποίος «φτάνει πέρα από την περιστασιακή «συνάντηση» μεταξύ της πολιτιστικής κληρονομιάς της «πλειονότητας» και της «μειονότητας»». Κατά αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τη διαπολιτισμική προσέγγιση, η πολιτισμική κληρονομιά μπορεί «να αναδιαπραγματευθεί...[και] να αναπαραχθεί-ανακατασκευαστεί στον κοινό χώρο κοινωνικής αλληλεπίδρασης» μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον.
Στην πράξη, αυτές οι σύγχρονες τάσεις με έμβλημα το «η διαφορετικότητα μας ενώνει», έχουν οδηγήσει σε έναν αριθμό διαπολιτισμικών προγραμμάτων που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός πιο περιεκτικού-πολύπλευρου παρελθόντος, που να πρεσβεύει τις αξίες των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Για παράδειγμα, το 2004, το English Heritage διαμόρφωσε το εθνικό Άγγλο-Σίχ «πολιτισμικό μονοπάτι», που περνά από αρχαιολογικούς χώρους του Ηνωμένου Βασιλείου. Αντιστοίχως, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Γλώσσα, Πολιτιστική Κληρονομιά και Ταυτότητα» πέντε μουσεία από τις σκανδιναβικές χώρες πραγματοποίησαν μία σειρά προγραμμάτων που στόχευαν να μετατρέψουν τις συλλογές τους σε πηγές γνώσης για άτομα από διαφορετικό από το παραδοσιακό σκανδιναβικό υπόβαθρο.
Το ελληνικό πλαίσιο και ο Δήμος Αθηναίων: κάποια ερωτήματα σχετικά με τη διαπολιτισμικότητα Η Ελλάδα αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση χρήσης του παρελθόντος ως μέσου ανάδειξης της διαφορετικότητας. Ο θεμελιώδης ρόλος των αρχαιοτήτων στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της χώρας σε συνδυασμό με την επισφαλή θέση των μεταναστών και τον τρόπο πρόσληψης/αντιμετώπισής τους από την ελληνική κοινωνία, επηρεάζουν άμεσα την υιοθέτηση της διαπολιτισμικής προσέγγισης απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά.
Η συνεισφορά των αρχαιοτήτων στη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας έχει τις ρίζες της στον 19ου αιώνα, οπότε, η «ελληνοποιημένη» κοινωνική τάξη των εμπόρων είχε ήδη «ασπαστεί» τις ιδέες του κλασικισμού φιλοδοξώντας να κυριαρχήσει πολιτικά και οικονομικά στην ελληνική χερσόνησο. Το κλασικό παρελθόν εξασφάλισε την ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και οι κλασικές αρχαιότητες λειτούργησαν ως κινητήρια δύναμη για τη συνοχή του εθνικά και θρησκευτικά ποικιλόμορφου πληθυσμού του νέου ελληνικού κράτους. Η συνεισφορά της βυζαντινής παράδοσης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας ήρθε κάποιες δεκαετίες αργότερα, στο τέλος του 19ο αιώνα, με την ενσωμάτωση του Βυζαντίου στην εθνική ιστορική αφήγηση.
Οι αντιλήψεις του 19ου αιώνα καθόρισαν τη διαμόρφωση και εξέλιξη της επιστήμης της αρχαιολογίας στην Ελλάδα καθώς και το ρόλο που κατέχουν οι αρχαιότητες στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Μέχρι σήμερα τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος αντιμετωπίζονται ως χειροπιαστή απόδειξη για τη νομιμοποίηση της ομοιογένειας και της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Η μονόπλευρη εικόνα του παρελθόντος που αναπαράγεται μέσα από αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία στην Ελλάδα θα μπορούσε να ερμηνεύσει γιατί σύμφωνα με την Eurobarometer and Social European Survey του 2003, η Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη στην Ευρώπη αναφορικά με την αντίσταση στην διαπολιτισμική κοινωνία και την πρόσληψη των μεταναστών ως «συλλογική εθνική απειλή» απέναντι στη χώρα. Τις τάσεις αυτές επιβεβαίωσε το Μάρτιο του 2008 η έρευνα της Public Issue για τη μετανάστευση σύμφωνα με την οποία το 50% των Ελλήνων θεωρούν τους μετανάστες υπεύθυνους για την αλλοίωση της εθνικής τους ταυτότητας.
Η απροθυμία του ελληνικού κράτους να προνοήσει για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών διαγράφεται μέσα από τη νομοθεσία του σχετικά με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας. Η Ελλάδα κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα παραμονής στην Ευρώπη, που θα πρέπει να έχει καλύψει κάποιος, ώστε να έχει τη δυνατότητα να κάνει την άνω των 1000 Ευρώ αίτηση για Ελληνική υπηκοότητα. Οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας των μεταναστών σε συνδυασμό με το αβέβαιο καθεστώς παραμονής τους στη χώρα, τους έχουν κρατήσει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, ανήμπορους να διεκδικήσουν συλλογικά την ταυτότητά τους και τα δικαιώματά τους από το ελληνικό κράτος.
Στο πλαίσιο αυτό, οι όποιες διαπολιτισμικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούν να φέρουν τους Αθηναίους πιο κοντά με τους μετανάστες στο Δήμο Αθηναίων, παραμένουν πολύ περιορισμένες σε αριθμό και έκταση. Τα μέτρα πρόνοιας για τη γνωριμία των μεταναστών με το αθηναϊκό παρελθόν μέσω ξεναγήσεων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην ελληνική εθνική στρατηγική για το ΕΕΔΔ, παραμένουν ακόμα στα χαρτιά, ενώ το τμήμα Διαπολιτισμικών Θεμάτων του ΥΠΠΟ, από όλες τις κοινότητες των μεταναστών, έχει προσφέρει κάποιες υπηρεσίες του, αποκλειστικά στους Ρωσοπόντιους. Το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Επικοινωνίας είναι πιθανότατα το πιο δραστήριο σε ό,τι αφορά τα διαπολιτισμικά προγράμματα. Οι πρωτοβουλίες του έχουν στραφεί προς τη μουσουλμανική κοινότητα της Αθήνας καθώς και προς ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών της μαθητικής κοινότητας και ένα μικρότερο αριθμό ενηλίκων μεταναστών.
Ένας μικρός αριθμός διαπολιτισμικών προγραμμάτων προέρχεται από μουσεία της Αθήνας. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (εικόνες 2, 3) και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, τα οποία έχουν πραγματοποιήσει εκπαιδευτικά προγράμματα με μετανάστες της σχολικής κοινότητας.
Συμπεράσματα Όσο εμπνευσμένες και ενθαρρυντικές κι αν είναι οι διαπολιτισμικές πρωτοβουλίες που λαμβάνουν χώρα στον Ευρωπαϊκό χώρο, παραμένουν ευκαιριακές και μη άρτια οργανωμένες. Στην πλειονότητά τους τα προγράμματα αυτά προκύπτουν ως αποτέλεσμα δραστήριων ατόμων του κλάδου, που έχουν εξασφαλίσει κάποιους πόρους για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η σχέση αρχαιολογίας και εθνικισμού παραμένει αμφίδρομη και ο δρόμος για την προώθηση της διαφορετικότητας στην αρχαιολογική πρακτική φαίνεται μακρύς. Είναι αναγκαίο να γίνει περισσότερη έρευνα, ώστε οι προσπάθειες αυτές να είναι πιο οργανωμένες και οι αρχαιολόγοι να αρχίζουν να αποκαλύπτουν τις «κρυμμένες ιστορίες» του παρελθόντος. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας, η διαπραγμάτευση της διαφορετικότητας μέσω της πολιτισμικής κληρονομιάς θα παραμένει περιορισμένη όσο ο κρατικός μηχανισμός συντηρεί ξενοφοβικές πρακτικές, που έως σήμερα επιβάλλουν στους ανθρώπους, που έχουν ζήσει για χρόνια στην Ελλάδα, και τα παιδιά τους, τα οποία έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, να θεωρούνται μετανάστες. vomvila@googlemail.com - Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 132.000 μετανάστες κατοικούν στο Δήμο Αθηναίων, αντιπροσωπεύοντας το 17% του πληθυσμού του.
- Οι αιτούντες οφείλουν να έχουν παραμείνει στη χώρα τουλάχιστον τα δέκα από τα τελευταία δώδεκα χρόνια.
- Προσωπική επικοινωνία Ε. Καρανικόλα.
- Προσωπική επικοινωνία Ε. Πίνη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Appadurai, A. 1988. Putting hierarchy in its place, στο Cultural Anthropology 3(1): 36-49.
- Appadurai, A. 2001. The globalisation of archaeology and heritage: A Discussion with Arjun Appadurai, στο Journal of Social Archaeology 1(1): 35-49.
- Bodo, S., 2007. From “Heritage education with intercultural goals” to “Intercultural Heritage Education”: Conceptual framework and policy approaches in museums across Europe, paper commissioned by the ERICarts Institute in the context of its study on national approaches to intercultural dialogue for the European Commission, 2007.
- Γκότσης, Σ. 2008. Διαπολιτισμικότητα: ερωτήματα για τα μουσεία και τη μουσειακή εκπαίδευση στο Διημερίδα: «Διαπολιτισμικότητα και Δημόσια Διοίκηση». Ρόδος, Ινστιτούτο Επιμόρφωσης.
- Jones, S. 1997. The archaeology of ethnicity: Constructing identities in the past and the present. London.
- Jones, S. and Graves-Brown, P., 1996. Introduction: Archaeology and cultural identity in Europe. In: P. Graves-Brown, S. Jones and C. Gamble (eds) Cultural Identity and Archaeology: The Construction of European Communities. London: Routledge, 1-24.
- Hamilakis, Y. 2007. The nation and its ruins: Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece. Oxford: Classical Presences.
- Hamilakis, Y. and Yalouri, E. 1999. Sacralising the past: the cults of archaeology in modern Greece, στο Archaeological Dialogues 6(2): 115-135.
- Καλεσοπούλου, Δ. 2007. Παρουσίαση εκαπιδευτικού προγράμματος «Ταξιδεύουμε στους πολιτισμούς», στο Γέφυρες 35, 48-49.
- Morris, I. 1994. Archaeologies of Greece στο Classical Greece: Ancient Histories and Modern Archaeologies. Cambridge University Press, Cambridge: 8-47.
- Olsen, J. B. 2001. The end of history? Archaeology and the politics of identity in a globalized world στο Destruction and Conservation of Cultural Property. Routledge, London: 42-54.
- Rowlands, M. 1994. The politics of identity in archaeology στο Social construction of the past: Representation as Power. Routledge, London: 129-143.
- Ricoeur, P. 1965. History and Truth. Evanston.
- Τrigger, B.G., 1989. A History of archaeological Thought. Cambridge.
- Ucko, P.J. 1995. Archaeological Interpretation in a World Context στο Theory in Archaeology: A world perspective. Routledge, London: 1-27.
- European Union 30.12.2006. Decision No 1983/2006/EC of the European Parliament and of the Councils of 18 December 2006 concerning the European Year of Intercultural Dialogue (2008).
- European Monitoring Centre on Racism and Xenophobia (EUMC), 2005. Majorities’ Attitudes towards Minorities: Key findings from the Eurobarometer and the European Social Survey. Summary. Vienna: EUMC.
- Bergkvist, S., 2006. Language, Culture, Identity (LCI), report on Nordic project in collaboration with The Malmö Museums, Malmö Sweden, The National Museum, Copenhagen, Denmark, The Aboa Vetus & Ars Nova, Turku, Finland, The Cultural History Museum, University of Oslo, Norway, Narsaq Museum, Narsaq, Greenland.
|