Η πόλη, κάθε πόλη, έχει τη δική της, μικρή ή μεγαλύτερη, ιστορία. Μέρος της είναι αποτυπωμένο στα μνημεία, ορατά υλικά ίχνη περασμένων εποχών, πολιτισμών, κοινωνικών σχηματισμών. Ενσωματωμένα με κάποιον τρόπο στο σημερινό πολεοδομικό ιστό της πόλης, τα μνημεία υφαίνουν ένα νήμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Ένα νήμα όχι υποχρεωτικά συνεχές και αδιατάρακτο, αλλά με κενά και ασυνέχειες, πολύπλοκο, σύνθετο και συχνά ακατανόητο. Γιατί η ιστορία της πόλης, όπως κάθε ιστορία, ούτε ευθύγραμμη είναι, ούτε ενιαία αντιληπτή γίνεται στο εκάστοτε παρόν. Και επιπλέον, γιατί η ίδια η μελέτη των υφισταμένων μνημείων της πόλης και της ιστορικής διαδρομής από τη δημιουργία τους μέχρι σήμερα, αποκαλύπτει μια διαχρονική πορεία αξιολογήσεων και ιεραρχήσεων, αντιδιαμετρικών νοηματοδοτήσεων και συμβολοποιήσεων, ανταγωνισμών και συγκρούσεων, συνειδητών καταστροφών και αποσιωπήσεων, επιλεκτικών «αποκαταστάσεων» ή δράσεων ανάδειξης και προβολής*.
Η διαχείριση των μνημείων της πόλης δεν είναι, λοιπόν, μια ουδέτερη πράξη – ουδέποτε ήταν. Τις τελευταίες δεκαετίες τα όρια του σχετικού προβληματισμού δείχνουν να διευρύνονται. Δεν είναι μόνο η ραγδαία επέλαση των νόμων της αγοράς που το επιβάλλει, ενδεδυμένη το μανδύα της «αξιοποίησης» και της υπαγωγής των μνημείων στους κανόνες της τουριστικής «βιομηχανίας» και της «βιομηχανίας» του ελεύθερου χρόνου. Είναι το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για το παρελθόν, η έξαρση της μνήμης και των ταυτοτήτων, που το προκαλεί (το ίδιο που κινητοποιεί, άλλωστε, και τις τάσεις της αγοράς). Η στροφή στο παρελθόν, η έκρηξη του ενδιαφέροντος για την ιστορία και τους τόπους της μνήμης, εδράζονται με τη σειρά τους σε μια σειρά κομβικών μετασχηματισμών που παρατηρούνται διεθνώς: νέα μεταναστευτικά ρεύματα που προσδίδουν αυξημένα πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά στους δυτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, μετασχηματισμοί των εθνικών κρατών μέσα και από την ανάδυση και ενδυνάμωση υπερεθνικών πολιτικών δομών (όπως λ.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση), επιτάχυνση των διαδικασιών της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» που κάνει περισσότερο ορατές τις ανισότητες σε διεθνές επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα συντελεί στη συγκρότηση νέων συλλογικοτήτων που υπερβαίνουν τους παραδοσιακούς γεωγραφικούς περιορισμούς.
Η πόλη αλλάζει και μαζί της τα μνημεία και η ιστορία της αναδεικνύονται εκ νέου σε επίδικο αντικείμενο1 . Το διακύβευμα δεν αφορά μόνο τους επίσημους διαχειριστές των μνημείων ούτε μόνο την επιστημονική/ακαδημαϊκή μελέτη τους (ιστορική, αρχαιολογική, αρχιτεκτονική). Εμπλέκει εξίσου τους κατοίκους της πόλης, μικρούς και μεγάλους, παλαιότερους και νεότερους, γηγενείς και μη. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, ο χώρος δεν είναι αυθύπαρκτος. Αποτελεί κοινωνικό προϊόν, κάτι δηλαδή που κατανοείται, βιώνεται και παράγεται διαφορετικά από τα κατά περίπτωση υποκείμενα, ενώ οι διαφορετικές σημασιοδοτήσεις του γίνονται αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης2 . Μέσα από ανεπίσημες διαδρομές, βιωμένες καταστάσεις, συναισθηματικές φορτίσεις, τα επιμέρους συλλογικά υποκείμενα της πόλης παράγουν εναλλακτικές ερμηνείες για τα μνημεία, τους προσδίδουν διαφορετικά και συχνά αντικρουόμενα νοήματα και σημασίες, εργαλειοποιούν τα μνημεία για να διευθετήσουν σημερινά ερωτήματα.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε δρόμους δημιουργικής και κοινωνικά χρήσιμης συνάντησης των διαφορετικών διαδρομών πρόσληψης της πόλης και της ιστορίας της, της επίσημης και της ανεπίσημης. Τα μνημεία, μεμονωμένα ή σε σύνολα, οι αρχαιολογικοί χώροι, οργανωμένοι ή μη, οι ιστορικοί τόποι, έτσι και αλλιώς προνομιακά εκτεθειμένα σε κοινή θέα στο δημόσιο χώρο, προσφέρονται για ένα τέτοιο εγχείρημα. Για την ένταξη, δηλαδή, των μνημείων της πόλης στο διαμορφούμενο πεδίο της λεγόμενης «δημόσιας ιστορίας», που επιχειρεί να εμπλέξει την επιστημονική κοινότητα στη διαδικασία παραγωγής και καλλιέργειας της ιστορικής σκέψης, όχι από θέση αυθεντίας απέναντι στα πολύμορφα ακροατήρια, αλλά σε συνεργασία μαζί τους 3. Μια τέτοια προοπτική θα αποκτούσε κοινωνική χρησιμότητα υπό μια διπλή προϋπόθεση: α) την παραδοχή ότι η πόλη δεν είναι απλώς ένας ιστορικά διαμορφωμένος μα στατικός χώρος που στεγάζει ή φιλοξενεί τους εκάστοτε κατοίκους, αλλά ένας ζωντανός κοινωνικός χώρος που διαμορφώνει τους κατοίκους και συνδιαμορφώνεται από αυτούς και β) την παραδοχή ότι η οικειοποίηση του παρελθόντος της πόλης από τους σημερινούς κατοίκους της, όχι μόνο μέσα από βιωμένες εμπειρίες αλλά σε συνάρτηση με την κριτική γνώση, είναι μια από τις παραμέτρους που προσδιορίζουν μια πόλη που δεν παράγει αποξένωση και περιθωριοποίηση (και αυτό αφορά το σύνολο των κατοίκων της).
Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και τα πρόσθετα ζητήματα που εντοπίζονται αφετηριακά, βρίσκουν εφαρμογή και στο μουσείο, τουλάχιστον το μουσείο που με κάποιον τρόπο αναφέρεται στο παρελθόν. Γιατί, τι είναι το μουσείο; Αν δεχτούμε τον πρόσφατα αναθεωρημένο ορισμό του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), λίγο-πολύ γενικά αποδεκτό από τους ασχολούμενους με τα μουσειακά πράγματα, πρόκειται για «έναν μη κερδοσκοπικό, μόνιμο οργανισμό στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτό στο κοινό, ο οποίος συλλέγει, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί και εκθέτει την υλική και άυλη κληρονομιά της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντός της με σκοπό την εκπαίδευση, τη μελέτη και την ψυχαγωγία». Το σημείο πάνω στο οποίο επικεντρώνεται ο σχετικός προβληματισμός τα τελευταία χρόνια είναι εκείνο που αφορά στο «ανοιχτό στο κοινό». Στην τρέχουσα διεθνή συζήτηση τείνει να επικρατήσει η τάση για μετακίνηση από το λεγόμενο «αντικειμενοκεντρικό» μουσείο στο «ανθρωποκεντρικό» ή «επισκεπτοκεντρικό», το μουσείο, δηλαδή, που θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του όχι τα αντικείμενα-εκθέματα, αλλά τους επισκέπτες ή δυνάμει επισκέπτες, που ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει αμφίδρομα μαζί τους, να ανταποκριθεί στα αιτήματα, τις αγωνίες και τις αναζητήσεις τους4. Πρόκειται για μια επικαιροποίηση του αιτήματος για εκδημοκρατισμό της γνώσης, που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός. Είναι ενδεικτικό πως το 1793, λίγα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ανοίγει στο κοινό το Λούβρο, ως Μουσείο της Δημοκρατίας. Την ίδια εποχή ο Ναπολέων συγκεντρώνει έργα τέχνης από τις κατακτημένες χώρες, υλοποιώντας την ιδέα πως το μουσείο μπορεί να λειτουργήσει ως ένα εργαλείο για την εθνική δόξα – στη γαλλική περίπτωση, βέβαια, και όχι μόνον αυτή, συνυφασμένη με την αποικιοκρατία. Αυτό, είναι ένα δεύτερο στοιχείο που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός. Σήμερα πια, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς τον ουσιαστικά πολιτικό ρόλο του μουσείου, όπως τουλάχιστον διαμορφώθηκε ιστορικά στην κλασική μορφή του, ως ιδεολογικού μηχανισμού (ανα)παραγωγής και διάχυσης κυρίαρχων αντιλήψεων για το παρελθόν και την εθνική ταυτότητα5.
Οι δύο αυτές παρακαταθήκες, ο εκδημοκρατισμός της γνώσης από τη μία και τα ζητήματα ταυτότητας από την άλλη, συναρθρώνουν, νομίζω, έναν από τους βασικούς άξονες στην αναζήτηση της κοινωνικής χρησιμότητας του μουσείου (και του μνημείου), για τους κατοίκους της πόλης, γηγενείς και μη. Ασφαλώς, υπό το πρίσμα των συνθηκών που σήμερα διαμορφώνονται και όχι αυτών του 19ου αιώνα. Γιατί, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το μουσείο, ως ο κατεξοχήν επίσημος διαχειριστής των υλικών μαρτυριών του παρελθόντος, έγινε αντικείμενο σφοδρής κριτικής ακριβώς για τα ζητήματα αυτά: για την επίπλαστη αξίωση ιδεολογικής ουδετερότητας και επιστημονικής αντικειμενικότητας, για την «κατασκευή» ένδοξων και εύπεπτων εθνικών αφηγήσεων, για την επιλεκτική συλλεκτική πολιτική και εκθεσιακή προβολή συγκεκριμένων εκδοχών του παρελθόντος, για την αποσιώπηση της ιστορίας ολόκληρων κοινωνικών κατηγοριών ή μειονοτικών ομάδων, για τη μονοδιάστατη και αυταρχική παιδαγωγική ρητορική του, για τον ουσιαστικό αποκλεισμό μεγάλης μερίδας του εν δυνάμει κοινού του.
Υπό την πίεση της αμφισβήτησης και την ανάγκη προσαρμογής στις συνθήκες που διαμορφώνονται στις μέρες μας, πολλοί μουσειακοί οργανισμοί διεθνώς αναθεωρούν πράγματι τις εκθεσιακές και άλλες εξωστρεφείς πρακτικές τους, νέα μουσεία επιχειρούν να αφηγηθούν ξεχασμένες ιστορίες ή την ιστορία συγκεκριμένων ιστορικών φαινομένων ή λαών και πολιτισμών, επικοινωνιακές δράσεις, ερμηνευτικές προτάσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα σε μουσεία ή μνημεία δοκιμάζουν νέες παιδαγωγικές μεθόδους και επιχειρούν να αναμετρηθούν με τα ερωτήματα που θέτει η αυξανόμενη πολιτισμική πολυμορφία των πόλεων. Οι ρυθμοί μπορεί να ποικίλλουν, οι αφετηρίες και προσεγγίσεις μπορεί να είναι διαφορετικές, οι απαντήσεις που επιχειρούνται να είναι αποκλίνουσες. Πάντως, ο κόσμος των μουσείων και ευρύτερα της διαχείρισης της λεγόμενης «πολιτιστικής κληρονομιάς», δείχνει να κινείται για να ανταποκριθεί στη μορφή που σήμερα παίρνει το αίτημα για εκδημοκρατισμό της γνώσης και για μια διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρελθόν προσέγγιση των ζητημάτων ταυτότητας6. Η κίνηση αυτή, ορατή, έστω και σπερματικά ή αποσπασματικά, και στη ελληνική περίπτωση, δεν στερείται αντιφάσεων. Μια πρώτη αντίφαση έχει να κάνει με τα σχετικά πενιχρά αποτελέσματα ως προς το επιδιωκόμενο «άνοιγμα» σε όλες τις πιθανές κατηγορίες δυνάμει επισκεπτών. Είναι ενδεικτικό πως οι στατιστικές διεθνώς συνεχίζουν να καταγράφουν μικρά ποσοστά συμμετοχής στη μουσειακή εμπειρία μεταναστών, μειονοτήτων, όπως άλλωστε και φτωχών, ηλικιωμένων, αναπήρων. Το γιατί μοιάζει προφανές. Οι σύγχρονοι παρίες των μεγαλουπόλεων δείχνουν να αντιμετωπίζουν το μουσείο ως κάτι που δεν τους αφορά, ως μια άχρηστη πολυτέλεια, την ώρα που έχουν να διαχειριστούν πολύ σοβαρότερα ζητήματα, σχετιζόμενα με την ίδια την επιβίωση. Από την άποψη αυτή, το μουσείο, παρά τις προσπάθειες και τους πειραματισμούς, μοιάζει να μην έχει μετακινηθεί και πολύ από την εποχή -40 χρόνια πριν- που ο Bourdieu διαπίστωνε στις πρώτες του σχετικές έρευνες πως η επίσκεψη στο μουσείο λειτουργεί ως επικύρωση της ανωτερότητας της μορφωτικής και οικονομικής ελίτ.
Μια δεύτερη αντίφαση έχει να κάνει με τα όρια της ίδιας της συζήτησης περί ταυτοτήτων και τις αντίρροπες δυνάμεις που αυτή γεννά. Η προσπάθεια του μουσείου να αναθεωρήσει παραδοσιακές εκδοχές αφήγησης του παρελθόντος, συνυφασμένες με σταθερές και αδιαπραγμάτευτες ταυτότητες, το φέρνει, αναπόφευκτα, αντιμέτωπο με αντικρουόμενες προσδοκίες διαφορετικών κατηγοριών κοινού, τις οποίες ενδεχομένως θα επιθυμούσε να προσεγγίσει. Ένα μέρος λ.χ. του παραδοσιακού κοινού του μουσείου, που συνεχίζει να αναζητά μια εξιδανικευμένη και ρομαντική εικόνα του παρελθόντος συνδεδεμένη με εθνικές αξίες και αρετές, μπορεί να αισθάνεται τις προσδοκίες του να διαψεύδονται. Αντίστροφα, μια νέα εθνοπολιτισμική συλλογικότητα που συγκροτείται στην πόλη ακριβώς γύρω από τη διεκδίκηση της διαφορετικότητάς της και την έμφαση σε αυτήν, θα συνεχίσει να αισθάνεται αποξενωμένη από μνημεία ή μουσειακές εκθέσεις που δεν αναφέρονται ευθέως σε αυτήν ή, ακόμη περισσότερο, θα διεκδικεί μια «εναλλακτική» μουσειακή αφήγηση που να εξυπηρετεί τις δικές τις ανάγκες περιχαράκωσης στην ιδιαίτερη ταυτότητα.
Το ερώτημα της κοινωνικής χρησιμότητας του μουσείου και του μνημείου για τους κατοίκους της σημερινής πόλης έχει ήδη τεθεί. Η απάντηση ούτε εύκολη είναι ούτε αυτονόητη. Και δεν μπορεί, επί της ουσίας, να δοθεί μονόπλευρα από τους ανθρώπους που μελετούν επιστημονικά τα υλικά ίχνη του παρελθόντος ή εμπλέκονται στη διαχείρισή τους. Θα έχουμε, ωστόσο, κάνει ένα σημαντικό βήμα, αν δεχτούμε πως το άνοιγμα του μουσείου και του μνημείου στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας αποτελεί μέρος της απάντησης. Και θα μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε τα υπόλοιπα στοιχεία της μαζί με τους κατοίκους της πόλης και τα συλλογικά υποκείμενα που συγκροτούνται και δρουν σε αυτήν. Γιατί τότε θα έχουμε ήδη μετακινηθεί στο πεδίο της κοινωνίας και των συγκρούσεών της.
* Το κείμενο, σε μια πρώτη μορφή, αποτέλεσε εισήγηση στο συμπόσιο «Ανάμεσα στη Φιλοξενία και την Ξενοφοβία» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (7/11/09), στο πλαίσιο του διεθνούς project POLIS 21: CITY, NATIONALISM, MIGRATION.
stgotsis@otenet.gr
1. Για τις αλλαγές στην πόλη ως απόρροια των πληθυσμιακών μετακινήσεων βλ. Τζιρτζιλάκη, Ε., Εκ-τοπισμένοι, αστικοί νομάδες στις μητροπόλεις. Σύγχρονα ζητήματα για τη μετακίνηση, την πόλη και τον χώρο, Αθήνα (nissos academic publishing) 2009 και Σταυρίδης, Στ., «Εμπειρία της μεγαλούπολης και ετερότητα», Ουτοπία 23, 1997, σ. 55-70. 2. Για το ζήτημα αυτό βλ. Preucel, R. W. and Meskell, L., “Places”, στο Meskell, L. & Preucel, R. W. (eds.), A Companion to Social Archaeology, UK (Blackwell Publishing) 2004, σ.215-229 και Μπακαλάκη, Α., «Τόποι ενσώματοι, τόποι ενσωματωμένοι, κοινοί τόποι», Σύγχρονα Θέματα 93, 2006, σ.15-22. 3. Για το θέμα της «δημόσιας ιστορίας» βλ. ενδεικτικά Γαζή, Έ., «Η Ιστορία στον δημόσιο χώρο», στο Κόκκινος, Γ. και Αλεξάκη, Ευ. (επιμ.), Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη μουσειακή αγωγή, Αθήνα (Μεταίχμιο) 2002, σ. 43-53. Για αντίστοιχους προβληματισμούς στο χώρο της λεγόμενης «δημόσιας αρχαιολογίας» ή «αρχαιολογίας του κοινού» (“public archaeology”) βλ. Schadla-Hall, T., “Editorial: public archaeology”, European Journal of Archaeology 2(2) 1999, σ.147-158, Ascherson. N., “Editorial”, Public Archaeology 1(1) 2000 και σ.1-4, Merriman, Ν., “Introduction: diversity and dissonance in public archaeology”, στο Merriman, N. (ed.), Public Archaeology, London & New York (Routledge) 2004, σ.1-17 4. Για τον σχετικό προβληματισμό βλ. ενδεικτικά Γκαζή, Α., «Μουσεία για τον 21ο αιώνα», Τετράδια Μουσειολογίας 1, 2004, σ. 3-12 και Μούλιου, Μ., «Μουσεία: πεδία για την κατανόηση του κόσμου», Τετράδια Μουσειολογίας 2, 2005, σ. 9-17. 5. Σχετικά με αυτήν τη λειτουργία του μουσείου και ευρύτερα της αρχαιολογίας και της λεγόμενης πολιτιστικής κληρονομιάς βλ. Kaplan, F. (ed.), Museums and the Making of “Ourselves” – The Role of Objects in National Identity, Leicecter (Leicecter University Press) 1994, Atkinson, S. A., Banks, I. & O’Sullivan, J. (eds.), Nationalism and Archaeology, Glasgow (Cruithne Press) 1996, Diaz-Andreu, M. & Champion, T., (eds.), Nationalism and archaeology in Europe, London (UCL Press) 1996 και Meskell, L. (επιμ.), Η αρχαιολογία στο στόχαστρο, (μτφρ. Ευ. Σαμπανίκου, Α. Κάουα), Αθήνα (Κριτική) 2006. Ειδικότερα για την ελληνική περίπτωση: Βούρη, Σ., «Μουσείο και συγκρότηση εθνικής ταυτότητας», στο Κόκκινος, Γ. & Αλεξάκη, Ευ. (επιμ.), Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις στη Μουσειακή Αγωγή, Αθήνα (Μεταίχμιο)2002, σ. 55-65, Hamilakis, Y., The Nation and its Ruins: Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece, Oxford & New York (Oxford University Press) 2007 και Damaskos, D. & Plantzos, D. (eds.), A Singular Antiquity. Archaeology and Hellenic identity in twentieth-century Greece, Athens (Mouseio Benaki-3rd Supplement) 2008. 6. Για τον σχετικό προβληματισμό στον χώρο των μουσείων βλ. Τζωρτζάκη, Ντ., «Το μουσείο της πόλης ως αναπαράσταση του παρόντος», στο Πρακτικά του Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου «Η πόλη στους νεότερους χρόνους, Μεσογειακές και Βαλκανικές όψεις (19ος-20ός αι.)», Αθήνα (Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού), 2000, σ. 311-334, Γκότσης, Στ., «Το μουσείο στη δίνη της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας», Ilissia 3, 2008, σ. 40-51 και Goodnow, K., Museums, the Media and Refugees: Stories of Crisis, Control and Compassion, New York & Oxford (Berghahn Books), 2008. Βλ. επίσης Ashworth, G.J., Graham, B. & Tunbridge, Pluralising Pasts: Heritage, Identity and Place in Multicultural Societies, London (Pluto Press), 2007. |