Μικρό βιογραφικό
Ο Απόστολος Πατούνης γεννήθηκε το 1959 στην Κέρκυρα, όπου μεγάλωσε και ζει με την οικογένειά του. Σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Λονδίνο. Από το 1996 εργάζεται στο παραδοσιακό σαπωνοποιείο, οικογενειακή επιχείρηση, αρχικά δίπλα στον πατέρα του και από το 2004 μόνος του.
MOnuMENTA: Το Σαπωνοποιείο Πατούνη λειτουργεί στην Κέρκυρα χωρίς διακοπή από το 1891. Η ιστορία του είναι μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα. Θα θέλαμε να μας πείτε λίγα λόγια για την ίδρυση και τη λειτουργία του. Υπήρχαν άλλα εργαστήρια στην Κέρκυρα και πού;
Απόστολος Πατούνης: Η Κέρκυρα, από το τέλος του 19ου και για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, γνώρισε μεγάλη βιομηχανική άνθιση και λόγω του ότι ήταν κέντρο διαμεταγωγικού εμπορίου.
Η σαπωνοποιία, αυτή την περίοδο, ήταν ένας από τους σημαντικότερους κλάδους ανάπτυξης, λόγω και του γεγονότος που υπήρχε αφθονία πρώτης ύλης (προϊόντα ελιάς). Ο Νικόλαος Πατούνης ήταν ένας από τους πρώτους που λειτούργησε εργοστάσιο παραδοσιακής σαπωνοποιίας στην Κέρκυρα, το 1891, το ως σήμερα σωζόμενο εν λειτουργία σαπωνοποιείο «Πατούνη». Παράλληλα, άλλα εργοστάσια σαπωνοποιίας της ίδιας οικογένειας, ήταν του Απόστολου Πατούνη, Γεωργίου Πατούνη και Χατζή. Η «Αθηνά Παλλάδα» της οικογένειας Ζερβού, οι «Κουρούκλης και Καλλίνικος», η ελαιουργία της Κέρκυρας κ.ά. Υπήρξαν επίσης μεγάλα εργοστάσια σαπωνοποιίας που γνώρισαν ακμή αυτή την εποχή.
Μ: Εσείς πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη δουλειά; Από ποιον διδαχτήκατε την τέχνη;
ΑΠ: Το 1996, μετά από μία δεκαετία επαγγελματικής απασχόλησης στον κλάδο μου, (μηχανολόγος μηχανικός), επέστρεψα στην οικογενειακή επιχείρηση όπου εξάσκησα την τέχνη της παραγωγής σαπουνιού, δίπλα στον πατέρα μου, τον Σπύρο Πατούνη, χμικό μηχανικό ΕΜΠ (1939).
M: Θα θέλαμε να μας περιγράψετε το σαπωνοποιείο με τον μηχανολογικό του εξοπλισμό.
ΑΠ: Πρόκειται για παραδοσιακό σαπωνοποιείο, προβιομηχανικής τεχνοτροπίας, κτισμένο στο τέλος του 19ου αιώνα. Στην πρόσοψη του κτηρίου, επί της οδού Ιωάννου Θεοτόκη, υπάρχουν τρεις θύρες εισόδου: η δεξιά οδηγεί στον 1ο όροφο που αρχικά αποτελούσε την κατοικία του ιδιοκτήτη της σαπωνοποιίας, η αριστερή-δίφυλλη καγκελόπορτα- οδηγεί στην αυλή του σαπωνοποιείου, μέσω μίας στοάς (κάτω από την κατοικία) και εξυπηρετεί τη διακίνηση των εμπορευμάτων, ενώ η κεντρική είσοδος οδηγεί στο χώρο του καταστήματος που περιλαμβάνει το γραφείο και το χημείο. Αρχιτεκτονικό στοιχείο του χώρου αυτού, αποτελεί το σιδηρούν υποστύλωμα από το «Μηχανοποιείο Βασιλειάδη» στο Πειραιά. Στο βάθος του καταστήματος υπάρχει δίφυλλη, ξύλινη θύρα που οδηγεί στο εργαστήριο παραγωγής. Το εργαστήριο παραγωγής αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο 265 τμ, με τέσσερα μεγάλα παράθυρα και κεντρική δίφυλλη πόρτα προς την αυλή. Σήμερα, εξακολουθεί να λειτουργεί με τις ίδιες μεθόδους παραγωγής και ο χώρος φιλοξενεί το μεγαλύτερο μέρος του παλιού εξοπλισμού ενώ στοιχεία του είναι ακόμα σε λειτουργία. Ο χώρος είναι επισκέψιμος και η επίσκεψη σε αυτόν υπόσχεται ένα ταξίδι στο χρόνο!
M: Μιλήστε μας τώρα για τη διαδικασία παρασκευής του σαπουνιού.
ΑΠ: Ζεσταίνουμε στο καζάνι το λάδι με τη σόδα και με την προσθήκη αλατιού ολοκληρώνουμε τη διαδικασία σαπωνοποίησης, (διάρκεια επεξεργασίας περίπου μία εβδομάδα). Στη συνέχεια τοποθετούμε το σαπούνι σε ανοικτά καλούπια (τελάρα), όπου αφού στερεοποιηθεί, κόβεται και σφραγίζεται. Τέλος, τοποθετείται στα ξηραντήρια όπου αφήνεται να στεγνώσει, για τέσσερις μήνες περίπου.
M: Ποιο στάδιο στην παρασκευή είναι το πιο δύσκολο;
ΑΠ: Η διαδικασία της σαπωνοποίησης. Η επεξεργασία δηλαδή των υλικών στο καζάνι.
M: Πόσοι εργάζονταν κατά την παρασκευή;
ΑΠ: Παλαιότερα, τα χρόνια της ακμής, 12 έως 15 άτομα.
M: Aπό πού έπαιρναν τις πρώτες ύλες;
ΑΠ: Τα λάδια ανέκαθεν ήταν αποκλειστικά τοπικής παραγωγής. Η σόδα κυρίως από Γαλλία και Βέλγιο, ενώ το αλάτι από το ελληνικό μονοπώλιο.
M: Ποια ήταν τα ωράρια εργασίας;
ΑΠ: Την περίοδο ακμής, το εργοστάσιο λειτουργούσε διπλή βάρδια οπότε η παραγωγή ξεκινούσε νωρίς το πρωί και τελείωνε αργά το βράδυ.
Μ: Πόσα είδη σαπουνιών παρασκεύαζαν τις παλιότερες εποχές; Σε τι χρησίμευε η καθεμία;
ΑΠ: Παλαιότερα η παραγωγή αφορούσε κυρίως το αψύ πράσινο σαπούνι, (σαπούνι μπουγάδας).
M: Σήμερα πόσα είδη παρασκευάζετε;
ΑΠ: Σήμερα εκτός από το σαπούνι μπουγάδας, παράγουμε πρωτίστως σαπούνι για προσωπική περιποίηση : Πράσινο σαπούνι (από πυρηνέλαιο), σαπούνι ελαιολάδου (από ελαιόλαδο), και τύπο Μασσαλίας (από παρθένο ελαιόλαδο και εδώδιμο φοινικοπυρηνέλαιο).
Μ: Διακοσμούνταν με κάποιο σχέδιο τα σαπούνια;
ΑΠ: Τα σαπούνια ανέκαθεν ήταν παραδοσιακά, ορθογωνίου σχήματος, με τη σφραγίδα της επιχείρησης στην πάνω όψη (σφράγισμα στο χέρι).
Μ: Ποιο είναι το κριτήριο καλής ποιότητας του σαπουνιού;
ΑΠ: Όσον αφορά τη δική μας δραστηριότητα, τα κριτήρια είναι η ποιότητα των λιπαρών (ελαιόλαδο-πυρηνέλαιο-φοινικοπυρηνέλαιο), σε συνδυασμό με τον τρόπο επεξεργασίας τους.
M: Γνωρίζετε τι ποσότητες έφτιαχναν;
ΑΠ: Κατά την περίοδο της ακμής, η παραγωγή άγγιζε τους 200 τόνους ετησίως.
Μ: Υπήρχαν κάποια έθιμα, τραγούδια, παροιμίες που σχετίζονταν με την παρασκευή του σαπουνιού;
ΑΠ: Η λαϊκή ρήση «αφρίζει-ξεαφρίζει, εγώ το πλήρωσα και θα το φάω», αναφέρεται σε κάποιον που από λάθος αγόρασε σαπούνι αντί για τυρί. Η παροιμία «τον αράπη και αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς», χωρίς κανένα φυλετικό υπονοούμενο, ήταν επίσης πολύ δημοφιλής την εποχή άνθισης του σαπουνιού (υπήρχε και σχετική διαφημιστική αφίσα της Κερκυραϊκής Ελαιουργίας). Επίσης είναι γνωστές οι λαϊκές συνήθειες «το σαπούνι δεν περνά από χέρι σε χέρι» και «το σαπούνι δεν χαρίζεται», παρόλο που για ευνόητους εμπορικούς λόγους, αποφεύγουμε να αναφέρουμε το τελευταίο.
M: Σαπούνια αγόραζαν μόνο οι κάτοικοι της πόλης ή και οι κάτοικοι των χωριών;
ΑΠ: Το σαπούνι, σαν είδος πρώτης ανάγκης, καταναλωνόταν εξίσου από όλα τα νοικοκυριά της τοπικής κοινωνίας. Ωστόσο στην ύπαιθρο, ήταν διαδεδομένο και το φαινόμενο της οικοτεχνικής παραγωγής σαπουνιού, (χωριάτικο σαπούνι / ψυχρή σαπωνοποίηση).
Μ: Τα σαπούνια εξάγονταν και σε άλλες περιοχές;
ΑΠ: Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μας, διοχετευόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Υπήρχαν και πωλήσεις εκτός Ελλάδας αλλά σε περιορισμένη κλίμακα.
M: Ποια περίοδο σας έχουν πει ότι έγιναν οι μεγαλύτερες πωλήσεις;
ΑΠ: Με εξαίρεση την περίοδο της κατοχής, οι πωλήσεις ήταν πάντα υψηλές έως την εμφάνιση των απορρυπαντικών, τη δεκαετία του 1970.
M: Σήμερα υπάρχει ενδιαφέρον για το παραδοσιακό σαπούνι;
ΑΠ: Με την εμφάνιση των απορρυπαντικών, η παραδοσιακή σαπωνοποιία γνώρισε μεγάλη κρίση, με αποτέλεσμα να εξαφανισθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Παρόλα αυτά τελευταία, οι νέες καταναλωτικές αντιλήψεις (ιδιαίτερα στο εξωτερικό) μάς δίνουν μία τιμητική θέση στην αγορά καθώς πρόκειται για αγνό παραδοσιακό προϊόν από φυσικές πρώτες ύλες, απαλλαγμένο από κάθε είδους πρόσθετα.