Ο λευκόλιθος. Χημική σύσταση, φυσικά χαρακτηριστικά, επεξεργασία, εφαρμογές - Κατάλοιπα εγκαταστάσεων εξόρυξης και μεταφοράς - Σύντομη περιγραφή διάρθρωσης των μεταλλείων λευκόλιθου
Το βορειοκεντρικό τμήμα της Εύβοιας είναι μια περιοχή η οποία διέθετε και διαθέτει πλούσια κοιτάσματα λευκόλιθου, ενός ορυκτού με ποικίλες εφαρμογές και με μεγάλη ζήτηση από τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες του περασμένου αιώνα. Η βιομηχανική δραστηριοποίηση στον τομέα αυτό δημιούργησε πλήθος οικονομικών, πληθυσμιακών και κοινωνικών ανακατατάξεων στη βόρεια Εύβοια, ήταν σχεδόν αδιάκοπη και αυξανόμενη κατά την πάροδο των δεκαετιών, με αποκορύφωμα τις δεκαετίες 1960-80, όπου ο κλάδος των εξορυκτικών-μεταλλευτικών επιχειρήσεων απέκτησε έναν ισχυρό ανταγωνιστή. Η σημαντική αυτή δραστηριότητα, άφησε πολύτιμα ίχνη στο πέρασμά της, κάποια ορατά, όπως βιομηχανικά κτήρια, ορυχεία, συστήματα μεταφοράς, σκάλες φόρτωσης και άλλα που έχουν εγγραφεί στις μνήμες των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την περίοδο, ενώ μαρτυρούνται και στα πάσης φύσεως οικονομικά, δημογραφικά και διοικητικά έγγραφα της εποχής. Εμφανή σήμερα είναι, επίσης, και τα σημάδια που άφησε αυτή η δραστηριότητα στο φυσικό ανάγλυφο της περιοχής.
Το άρθρο αποτελεί τμήμα της ομώνυμης διπλωματικής εργασίας, η οποία εκπονήθηκε στο Ε.Μ.Π. στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος «Προστασία Μνημείων» και περιλαμβάνει τα πορίσματα της αρχειακής έρευνας και της έρευνας πεδίου (ταύτιση εγκαταστάσεων, εξέταση υπάρχουσας κατάστασης διατήρησης) καθώς και την πρόταση διαχείρισης των εγκαταστάσεων. Στο κείμενο που ακολουθεί πραγματοποιείται μία σύντομη παρουσίαση των εν λόγω εγκαταστάσεων.
Ο λευκόλιθος. Χημική σύσταση, φυσικά χαρακτηριστικά, επεξεργασία, εφαρμογές. Λευκόλιθος ή μαγνησίτης ονομάζεται το ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου, με χημικό τύπο MgCO3, το οποίο αποτελεί στιφρή και κολλοειδή ποικιλία του ορυκτού μαγνησίτης και το χρώμα του ποικίλλει από χιονόλευκο ως κιτρινόφαιο ή κίτρινο. Ο λευκόλιθος με τη βοήθεια φρύξεως μεταβάλλεται, με την απομάκρυνση του ανθρακικού οξέως, στην αποκαλούμενη μαγνησία.
Στην Ελλάδα τα κοιτάσματα λευκόλιθου απαντούν στη βορειοκεντρική Εύβοια και τη Χαλκιδική, όπου έχουν αναπτυχθεί σημαντικά κέντρα εξόρυξης (Βάβδος, Γερακίνη). Μικρότερες εμφανίσεις του λευκόλιθου βρίσκονται στη Λέσβο, την Ερμιονίδα, τη Νιγρίτα κ.α.
Σε ωμή κατάσταση χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή ανθρακικού οξέoς (Η2CO3) και ως στιλβωτικό στη χαρτοβιομηχανία. Ειδικά, από το λευκόλιθο Εύβοιας παραγόταν δίπυρος και καυστική μαγνησία, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή τσιμέντου, για την κατασκευή αγγείων και αργότερα στη φαρμακοβιομηχανία. Η κυριότερη εφαρμογή ήταν η παρασκευή πυρίμαχων πλίνθων, οι οποίες αντέχουν σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και ήταν ιδανικές για την κατασκευή καμίνων χύτευσης σιδήρου.
Κατάλοιπα εγκαταστάσεων εξόρυξης και μεταφοράς Για την ανασύσταση της διάρθρωσης και της λειτουργίας των μεταλλείων λευκόλιθου πραγματοποιήθηκε έρευνα στο σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή κατά την περίοδο 1890-1940. Σήμερα, διασώζουν κτηριακές εγκαταστάσεις τα ακόλουθα:
1. Μεταλλείο της εταιρείας Anglogreek, περιοχή Πηλίου (2 σταθμοί)
2. Μεταλλείο Αταλάντου, περιοχή Πηλίου
3. Μεταλλείο Δ. Παπαστρατή και μετέπειτα Ι.Γ. Λαμπρινίδη στην παραλία Κυμασίου, περιοχή Μαντουδίου
4. Μεταλλείο Hoizer και μετέπειτα Δ. Σκαλιστήρη στη θέση Βοριά Ρέμα, περιοχή Λίμνης
Σύντομη περιγραφή διάρθρωσης των μεταλλείων λευκόλιθου Ορυχεία Τα ορυχεία εξόρυξης λευκόλιθου βρίσκονται στους ορεινούς όγκους του βορειοκεντρικού τμήματος της Εύβοιας. Αρχικά, η εξόρυξη γινόταν επιφανειακά, με τη χρήση πυρίτιδας και έπειτα ακολουθούσαν τη φλέβα σε βάθος μέχρι να εξαντληθεί, διανοίγοντας στοές, γνωστές ως γαλαρίες. Η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα τα περισσότερα ορυχεία είναι αποτέλεσμα της σύγχρονης μεθόδου εξόρυξης και πρόκειται για κρατήρες με διαμορφωμένους αναβαθμούς στην περιφέρεια αυτών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σταδιακή αποκατάσταση και η ένταξη των ορυχείων στο φυσικό περιβάλλον. Το παράδειγμα του ορυχείου στο Παρασκευόρεμμα Μαντουδίου που μετατράπηκε σε λίμνη από την εκτόνωση υπογείων ρευμάτων αποτελεί ένα μάθημα διαχείρισης της φυσικής και της ανθρωπογενούς κληρονομιάς. Ένα όχι ιδιαίτερα αξιόλογο “τεχνικό μνημείο” μετατράπηκε σε σημαντικό για το μικροκλίμα και την πανίδα, φυσικό μνημείο.
Συστήματα μεταφοράς Η περίπτωση των εγκαταστάσεων εξόρυξης και επεξεργασίας λευκόλιθου στην Εύβοια προσφέρεται για την παρακολούθηση των σημαντικότερων συστημάτων μεταφοράς του προϊόντος από το λατομείο στον τερματικό σταθμό.
1. Αρχικά η μεταφορά του προϊόντος από το ορυχείο γινόταν με βοϊδάμαξες και από το σιλό φορτωνόταν με καλάθια μέσα στα πλοία.
2. Γραμμή Decauville. Η μεταφορά από το ορυχείο στον τερματικό σταθμό επεξεργασίας του λευκόλιθου γινόταν μέσω ενός δικτύου σιδηροτροχιών. Ατμομηχανές με καύσιμη ύλη το κάρβουνο κινούσαν τέσσερα φορτωμένα με λευκόλιθο βαγόνια, ενός τόνου. Αργότερα, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι., χρησιμοποιήθηκαν οι μηχανές Diesel στο σύστημα μεταφοράς.
3. Ο εναέριος. Την επίγεια μεταφορά διαδέχτηκε ένα σύστημα εναέριας μεταφοράς, όπου η κίνηση γινόταν με ηλεκτρικό ρεύμα, μέσω συστήματος τριών συρματόσχοινων. Το μήκος διαδρομής ποικίλλει κατά περίπτωση, ανάλογα με την απόσταση του σημείου έναρξης της εναέριας μεταφοράς και του τερματικού σταθμού. Για τη μεταφορά των κάδων εξυπηρετούσαν 2 καλώδια, οι μεταφορείς, μήκους ίσου με αυτό της απόστασης μεταξύ των δύο σταθμών και ο ατέρμονας έλξης που είναι διπλάσιου μήκους. Οι κάδοι συνδέονται με ένα μηχανισμό κύλησης, μέσω του σκελετού ανάρτησης. Στην περίπτωση του μεταλλείου στο Πήλι, οι κάδοι κατέληγαν σε ένα μηχανισμό με τη βοήθεια του οποίου οι γεμάτοι με λευκόλιθο κάδοι αποσυνδέονταν από το σύστημα του εναερίου, για να συνεχίσουν την πορεία τους πάνω σε σιδηροτροχιές, αλλά και επανασυνδέονταν άδεια πλέον, για να ακολουθήσουν την αντίστροφη πορεία προς το ορυχείο.
Ενδιάμεσοι και τερματικοί σταθμοί Οι ενδιάμεσοι σταθμοί ήταν εγκαταστάσεις τοποθετημένες μεταξύ του ορυχείου και των τερματικών σταθμών και φαίνεται ότι είχαν δημιουργηθεί για ποικίλους λόγους, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες, που κατά περίπτωση είχε κάθε επιχείρηση. Ενδιάμεσος σταθμός σώζεται στο μεταλλείο Πηλίου, στον οποίο γινόταν η φόρτωση του προερχομένου από το ορυχείο λευκόλιθου, στο εναέριο σύστημα ματαφοράς.
Μετά την εξόρυξη, το ορυκτό ακολουθούσε κάποια στάδια διαλογής και επεξεργασίας, πριν φορτωθεί στα πλοία και αποσταλεί στις ευρωπαϊκές αγορές. Αυτό γινόταν στους τερματικούς σταθμούς, όπου συναντώνται κτήρια διοίκησης, οι φούρνοι, χημεία, λεβητοστάσια, κατοικίες εργατών και διευθυντικού προσωπικού, αντλιοστάσια, αναβατόρια, μηχανισμοί εναέριας μεταφοράς, γερανοί, αποθήκες και προβλήτες φόρτωσης. Οι τερματικοί των βιομηχανιών είναι εγκατεστημένοι δίπλα σε ακτές για λόγους μεταφοράς του προϊόντος.
Ο λευκόλιθος απλωνόταν στις πλατείες συγκέντρωσης, τους ‘ραμπλέδες’ και εργάτριες ή και μικρά παιδιά, άρχιζαν τη χειροδιαλογή σε λευκά και φαιοκίτρινα τεμάχια. Το ψήσιμο γινόταν στους λεγόμενους φούρνους. Οι φρεατοκάμινοι είναι οι πρώτοι φούρνοι που χρησιμοποιήθηκαν στην επεξεργασία αυτού του μεταλλεύματος. Είναι λίθινοι φούρνοι, ελλειπτικής ή κυκλικής διατομής που συναντώνται σε ενιαίο συγκρότημα των δύο ή τεσσάρων, με κοινή όψη. Οι κάθετοι φούρνοι καμίνευσης εμφανίζονται λίγο μεταγενέστερα, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920, τουλάχιστον στην Εύβοια. Πρόκειται για τετραγωνικής περίπου κάτοψης, φούρνο με κάθετα τοιχώματα και πυραμιδοειδή μείωση προς τα πάνω, που καταλήγει σε ορθογωνικής διατομής καμινάδα. Το κυρίως σώμα και η καμινάδα είναι κτισμένα από πυρίμαχα τούβλα.
Μετά το ψήσιμο ακολουθούσε δεύτερη χειροδιαλογή και τοποθέτηση του προϊόντος στις μεγάλες αποθήκες της παραλίας, μέχρι την άφιξη του πλοίου, που τα μετέφερε.
Σκάλες φόρτωσης Το τελικό προϊόν οδηγούνταν στις σκάλες φόρτωσης με ανατρεπόμενα βαγονέτα που σύρονταν σε σιδηροτροχιές και φορτωνόταν σε ‘μαούνες’, οι οποίες το μετέφεραν στα αγκυροβολημένα στον κόλπο ατμόπλοια. Τις μαούνες και απλές βάρκες διαδέχθηκαν οι λεγόμενες ‘λάντζες’. Αυτή ήταν η μέθοδος που ακολουθούνταν για πολλά χρόνια μέχρι το 1960, όταν κατασκευάστηκαν οι σύγχρονες σκάλες φόρτωσης, μέσω της οποίας το προϊόν φορτωνόταν κατευθείαν πάνω στα πλοία.
Οι σκάλες που συναντώνται στα συγκεκριμένα μεταλλεία, στην πλειοψηφία τους ανήκουν κυρίως στον τύπο των μεταλλικών, δικτυωματικών χωρίς πυλώνες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην Εύβοια δεν παρατηρούνται οι μνημειακές σκάλες φόρτωσης, που συναντώνται στα νησιά του Αιγαίου. Σε αυτό θα πρέπει να έπαιξε ρόλο η μορφολογία των ομαλών ακτών, που συναντώνται στις θέσεις της Εύβοιας.
Από τα παραπάνω σωζόμενα μεταλλεία μόνο οι τερματικοί του Πηλίου και της Λίμνης έχουν χαρακτηριστεί με υπουργικές αποφάσεις ως διατηρητέα μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς, ενώ δεν προβλέπεται καμία θεσμοθέτηση για τους υπόλοιπους δύο και ακόμη για την προστασία των κινητών εξοπλισμών, του σωζόμενου εναερίου συστήματος μεταφοράς στο Πήλι και του ενδιάμεσου σταθμού. Επεμβάσεις συντήρησης και αποκατάστασης έχουν δεχθεί μόνον η αποθήκη και ο φούρνος του μεταλλείου Λίμνης, προκειμένου να ενταχθούν σε μία σύγχρονη τουριστική επιχείρηση.
Χωρίς να αναφερθώ στα επιμέρους προβλήματα που προέκυψαν κατά την εφαρμογή, η επανάχρηση αυτής της θέσης αποτελεί ένα καλό παράδειγμα ένταξης και προστασίας του συγκεκριμένου μνημείου. Αντίθετα, οι χαρακτηρισμένες αλλά “αναξιοποίητες” εγκαταστάσεις του Πηλίου, που στέκουν ερειπωμένες στην παραθαλάσσια, ζωτικής σημασίας για τον οικισμό ζώνη, επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο χαρακτηρισμός δεν αποτελεί το κλειδί για την προστασία των βιομηχανικών μνημείων.
Κατά την εκπόνηση της συγκεκριμένης εργασίας, ανέκυψε ένα εύλογο ερώτημα πάνω στο ζήτημα της διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς· ‘’ποιών την κληρονομιά’’ προσπαθούμε να διατηρήσουμε και ποιους αφορά αυτή η κληρονομιά τελικά;
Είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της βορειοκεντρικής Εύβοιας δεν έχει καμιά ιστορική, συναισθηματική ή άλλου είδους ανάμειξη με τα μεταλλεία, ενώ αντίθετα έβλεπε πάντα τις άσχημες επιπτώσεις της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην περιοχή του. Παράλληλα, μεγάλη μερίδα της τοπικής κοινωνίας βίωσε και ακόμα βιώνει τις επιπτώσεις, οικονομικές και κοινωνικές, από το κλείσιμο των νεότερων μεταλλείων. Όταν λοιπόν συζητούμε για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης του βιομηχανικού παρελθόντος, πιθανόν, οι μνήμες αυτές να αφορούν μόνο στη ρομαντική διάθεση της νέα γενιάς που δεν βίωσε τους χώρους αυτούς στη σκληρή, πραγματιστική τους διάσταση.
Χωρίς να υπάρχει η πρόθεση να δοθεί απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, ίσως οι βιομηχανικοί τόποι να αποτελέσουν χώρους περίσκεψης για τον προσδιορισμό της ιστορικής και πολιτιστικής μας ταυτότητας, χωρίς να παραλείπεται καμία διάσταση από τη ζωή του αιώνα μας. Ακόμη, μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για την αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, ένα ζήτημα ιδιαίτερα επίκαιρο στην εποχή μας, που απαιτεί άμεσα λύση. a.chrysanthi@gmail.com
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - Παπαβασιλείου, Α.Σωκρ., «Η εν Ελλάδι Μεταλλευτική Βιομηχανία», Δελτίον της Βιομηχανικής και Εμπορικής Ακαδημίας, τ.Δ΄, τευχ.11, 1899-1900.
- Πάπυρος Larousse Britannica, τ.38, Αθήνα 1989
- Φαφούτης, Γ., «Οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας λευκολίθου της Εταιρείας ‘Anglo-Greek’ στη θέση Κατούνια του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου», Επιστημονικό Συνέδριο, Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο (19ος-20ος αι.), Μήλος 2003
- Χρυσάνθη, Α., Οι πρώτες βιομηχανίες επεξεργασίας λευκόλιθου στη βορειοκεντρική Εύβοια(1890-1940), αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, ΕΜΠ, Αθήνα.
|