Διαβάζοντας κανείς τη σχετικά πρόσφατη «Χάρτα της Μόσχας για τη Βιομηχανική Κληρονομιά» (TICCIH, 2003), επισημαίνει ανάμεσα στις πρωταρχικές κατευθύνσεις του αρκούντως αναλυτικού και εκτενούς κειμένου την υποχρέωση κάθε χώρας «να αναγνωρίσει, να καταγράψει και να προστατέψει τα βιομηχανικά κατάλοιπα που επιθυμεί να διατηρήσει για τις μελλοντικές γενεές» (αρ. 3, §Ι). Στον βορειοελλαδικό χώρο τα κατάλοιπα αυτά περιλαμβάνουν σειρά βιομηχανικών συνόλων, απαρτιζόμενων από κτήρια παραγωγής και συμπληρωματικές (χωροταξικά και λειτουργικά) μονάδες, που συγκροτήθηκαν με αφετηρία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μετά από εντατική λειτουργία αδρανοποιήθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια και τελικώς εγκαταλείφθηκαν. Κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, η ελληνική Πολιτεία έχει επιδείξει μέριμνα για τη διαφύλαξη των καταλοίπων αυτών, μέσω του εντοπισμού, της τεκμηρίωσης και της υπαγωγής τους στο καθεστώς προστασίας της αποκαλούμενης αρχαιολογικής νομοθεσίας (νόμος 1469/1950, από το 2002: νόμος 3028/2002). Έργο της αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού (4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων - νυν Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας), ο χαρακτηρισμός των βιομηχανικών συγκροτημάτων του βορειοελλαδικού χώρου ως «μνημείων» προσφέρεται για μια διδακτική επισκόπηση και κυρίως για ορισμένες βασικές διαπιστώσεις αναφορικά με τον τρόπο ανταπόκρισης της Διοίκησης στην προαναφερθείσα σύσταση του Χάρτη της Μόσχας.
Το ενδιαφέρον για τη διαφύλαξη των υλικών καταλοίπων του βιομηχανικού παρελθόντος ανακινείται στον ελλαδικό χώρο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ακολουθεί τις ερευνητικές και σωστικές πρωτοβουλίες που εκδηλώνονται στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο κατά τη δεκαετία του 1970 και εκφράζεται για πρώτη φορά συγκροτημένα μέσω του αφιερώματος που δημοσιεύεται το 1986 στο περιοδικό «Αρχαιολογία» με θέμα τη βιομηχανική κληρονομιά. Στις σελίδες του αφιερώματος, φιλοξενείται μεταξύ άλλων άρθρο για τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας της Έδεσσας, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται το πρώτο βιομηχανικό συγκρότημα του βορειοελλαδικού χώρου το οποίο, ήδη τρία χρόνια πριν, είχε τεθεί υπό το καθεστώς προστασίας της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Πρόκειται για το Κανναβουργείο, το «καλύτερο από τα τέσσερα κανναβουργεία της Ελλάδας» μεταξύ 1928 - 1940, που ιδρύθηκε το 1908/9, έπαψε να λειτουργεί το 1967 και χαρακτηρίστηκε, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο του, ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» το 1983.
Έως την έκδοση του αφιερώματος της «Αρχαιολογίας» το 1986, ο τίτλος του «μνημείου» απονέμεται σε επτά ακόμη βιομηχανικά σύνολα με πρώτο τον μύλο Ματθαίου στη Νάουσα. Σύνθεση κατοικίας του 1909, κυλινδρόμυλου του 1911 και βοηθητικών κτισμάτων, το συγκεκριμένο συγκρότημα χαρακτηρίστηκε το 1984 ως «έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία», ενώ με νεότερη Πράξη (2000) προστατεύτηκε ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» ο γαλλικής προέλευσης μηχανολογικός εξοπλισμός και ορίστηκε ζώνη προστασίας στα όρια του αύλειου χώρου. Επίσης εντός του 1984, χαρακτηρίστηκαν ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» τα κτήρια και ο άμεσος περιβάλλων χώρος του αλευρόμυλου Αλλατίνι στη Θεσσαλονίκη. Βιομηχανικό σύνολο με αφετηρία συγκρότησης το 1854 και κύρια φάση μεταξύ 1900 - 1920, οπότε και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα της νοτιοανατολικής Μεσογείου, το συγκρότημα των μύλων Αλλατίνι επρόκειτο και αυτό με τη σειρά του να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερων πράξεων (1991, 1992, 2001, 2002) οι οποίες, σε ό,τι αφορά στα κτήρια, συρρίκνωσαν το αντικείμενο του αρχικού χαρακτηρισμού.
Έναν χρόνο μετά τους δύο μύλους, εκδηλώνεται μέριμνα για το μεταξουργείο «Χρυσαλλίς» στη Γουμένισσα και το κεντρικό αντλιοστάσιο της Οθωμανικής Εταιρείας Υδάτων στη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο, κτισμένο μεταξύ 1928-30, με ανοδική πορεία έως το 1937 και οριστική παύση λειτουργίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» με ζώνη προστασίας 20 μ. Το δεύτερο, ένα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα δείγμα προκατασκευής της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, με αδιάλειπτη λειτουργία έως το 1978, χαρακτηρίστηκε επίσης ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο», μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι νεότερη πράξη (2003) τροποποίησε, συμπλήρωσε και επέκτεινε τον παραπάνω χαρακτηρισμό (πρόσθετα κτήρια, ιστορικός - μηχανολογικός εξοπλισμός), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην περίπτωση των μύλων Αλλατίνι.
Την επτάδα της περιόδου 1983 - 1986 κλείνουν δύο συγκροτήματα της Έδεσσας και ένα της γειτονικής Νάουσας. Στην Έδεσσα εντοπίζονται το κλωστοϋφαντουργείο «Άνω Εστία», συγκρότημα του 1926 που επλήγη μεταπολεμικά από πυρκαγιά, και το εριουργείο ΣΕΦΕ.ΚΟ., σύνολο του 1929-30, που υπήρξε το δεύτερο σημαντικότερο εργοστάσιο του είδους στα μεσοπολεμικά Βαλκάνια, με παύση λειτουργίας το 1985. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις αμφότερων, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο, χαρακτηρίστηκαν το 1986 ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο». Την ίδια χρονιά, ο ίδιος τίτλος, συμπληρωμένος με την ιδιότητα «έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία» και συνδυασμένος με ζώνη προστασίας, δόθηκε στο νηματουργείο Λόγγου - Κύρτση - Τουρπάλη στη Νάουσα. Κτισμένη το 1875, η συγκεκριμένη μονάδα υπήρξε το πρώτο «σύγχρονο» εργοστάσιο της Μακεδονίας και ενδεχομένως και ένα από τα πρώτα των Βαλκανίων. Έπαψε να λειτουργεί το 1936, λόγω τμηματικής καταστροφής από πυρκαγιά, ενώ μεταγενέστερα αξιοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος.
Δύο χρόνια μετά τον χαρακτηρισμό του νηματουργείου της Νάουσας, ο ενισχυμένος τίτλος του «ιστορικού διατηρητέου μνημείου και έργου τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία» απονέμεται εκ νέου, αυτή τη φορά στο μεταξουργείο Τζίβρε στο Σουφλί. Το συγκεκριμένο συγκρότημα, το μοναδικό του είδους του που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη, κτίστηκε το 1910 -11 και τερμάτισε τη λειτουργία του κατά τη δεκαετία του 1960. Αξίζει να σημειωθεί ότι, με διαφορά επτά χρόνων, χαρακτηρίστηκε, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο, και ως «διατηρητέο» από το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, εξασφαλίζοντας, έτσι, το ελληνικό παράδοξο της διπλής προστασίας. Επίσης εντός του 1988, τα αρχικά κτήρια, η καμινάδα και ο μαντρότοιχος του μεταξουργείου Μπενοζίλιο στην Πυλαία Θεσσαλονίκης χαρακτηρίστηκαν ως «ιστορικά διατηρητέα μνημεία», με ζώνη προστασίας 25μ. Το συγκεκριμένο βιομηχανικό σύνολο κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, ωστόσο κατά τη διάρκεια του 20ού φιλοξένησε νέες χρήσεις που συμπλήρωσαν τον κτιριακό εξοπλισμό του.
Ακριβώς στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τον Οκτώβριο του 1989, η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) οργανώνει στη Θεσσαλονίκη έκθεση με θέμα «Θεσσαλονίκη 1912 - 1940. Βιομηχανία και πόλη». Η έκθεση αυτή, σε συνδυασμό με την κατά δύο χρόνια προγενέστερη με τίτλο «Αρχές της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη, 1870 - 1912» (της οποίας αποτέλεσε συνέχεια), φέρνει στο προσκήνιο σειρά βιομηχανικών συγκροτημάτων της συμπρωτεύουσας, έξι από τα οποία υπάγονται στο καθεστώς προστασίας της αρχαιολογικής νομοθεσίας τα αμέσως επόμενα χρόνια. Η αρχή γίνεται με το μεταξουργείο «Ήλιος», συγκρότημα με οικοδομικές φάσεις από το 1931 έως το 1947, που φιλοξένησε πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής μονάδα παραγωγής βελούδων, μεταστεγάστηκε μεταπολεμικά και το 1991 χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο». Ομοίως χαρακτηρίστηκε την αμέσως επόμενη χρονιά το μηχανουργείο - χυτήριο Αξυλιθιώτη, μαζί με τον μηχανολογικό εξοπλισμό του. Το συγκεκριμένο κτιριακό σύνολο αναπτύχθηκε στη θέση οθωμανικής τεχνικής σχολής περί το 1920, ενώ τερμάτισε τη λειτουργία του στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Με διαφορά και πάλι ενός χρόνου, ένα ακόμη συγκρότημα που αναπτύχθηκε στη θέση προγενέστερης βιομηχανικής εγκατάστασης, το κλωστοϋφαντουργείο «ΥΦΑΝΕΤ», χαρακτηρίστηκε, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο του, ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο». Από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες σε πανελλαδική κλίμακα, η «ΥΦΑΝΕΤ» συγκροτήθηκε από το 1921 έως και τα μεταπολεμικά χρόνια, καταλαμβάνοντας τη θέση εργοστασίου της Οθωμανικής Εταιρείας Φεσιών.
Το 1994, ο τίτλος του «ιστορικού διατηρητέου μνημείου» δίνεται σε τρία συγκροτήματα με πρώτο το βυρσοδεψείο των αδελφών Νούσια, μονάδα του 1907 με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική, που έπαψε να λειτουργεί κατά τη δεκαετία του 1990. Ακολουθούν τα τρία αρχικά κτήρια του εργοστασίου παραγωγής φωταερίου (1888), που λειτούργησε από το 1890 έως το 1917 και μεταγενέστερα αξιοποιήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας. Παραδόξως, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός δεν περιέλαβε τα -αρχικώς προταθέντα- νεότερα κτήρια του συγκροτήματος, ανοίγοντας έτσι σε ανύποπτο χρόνο τον δρόμο για την πρόσφατη κατεδάφισή τους. Η ομπρέλα της κρατικής προστασίας επεκτείνεται κατά τρίτο λόγο ακριβώς απέναντι από τα κτήρια του φωταερίου, καλύπτοντας τις εγκαταστάσεις ενός μείζονος σημασίας σε πανελλαδική κλίμακα συγκροτήματος. Πρόκειται για το ζυθοποιείο «ΦΙΞ», που λειτούργησε στη θέση προγενέστερου οινοπνευματοποιείου (1888) από το 1893 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με διαδοχικές επεκτάσεις. Το σύνολο σχεδόν των κτιριακών του εγκαταστάσεων, καθώς και ο τεχνολογικός εξοπλισμός, χαρακτηρίστηκαν ως «ιστορικά διατηρητέα μνημεία», με ζώνη προστασίας στα όρια του οικοπεδικού χώρου. Μεταγενέστερα (2003), επιχειρήθηκε και εδώ συρρίκνωση του φυσικού αντικειμένου της προστασίας, η οποία σε αντίθεση, όμως, με την περίπτωση των μύλων Αλλατίνι, δεν τελεσφόρησε, λόγω ακύρωσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Νεότερες πρωτοβουλίες χαρακτηρισμού καταγράφονται μόνον κατά τη δεκαετία του 2000 και αφού έχει προηγηθεί η ανανέωση της αρχαιολογικής νομοθεσίας μέσω του νόμου 3028/2002, που θεσπίζει τον χαρακτηρισμό των νεότερων ακινήτων ως «μνημείων» και μόνο. Στο πλαίσιο αυτό, ο συγκεκριμένος τίτλος αποδόθηκε καταρχήν το 2003 στα κελύφη του εδεσσαϊκού νηματουργείου «Κάτω Εστία», του εργοστασίου που κτίστηκε το 1907 ως πρωταρχική επιχειρηματική κίνηση των δημιουργών της ήδη χαρακτηρισμένης «Άνω Εστίας» και έπαψε να λειτουργεί το 1981. Ακολουθεί ο χαρακτηρισμός του αλευρόμυλου Χατζηγιαννάκη - Αλτιναλμάζη στη Θεσσαλονίκη. Το συγκεκριμένο βιομηχανικό σύνολο, κτισμένο το 1924, με συνεχή λειτουργία έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, είχε από παλαιότερα αποκατασταθεί και αξιοποιηθεί με δόκιμο τρόπο, που επιδοκιμάστηκε με δίπλωμα της Europa Nostra (1993). Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός του έλαβε χώρα μόνον το 2005 και αφού είχε προηγηθεί πυρκαγιά που έπληξε καίρια το κεντρικό κτήριο. Η συγκεκριμένη πράξη κάλυψε, μάλιστα, μόνον τέσσερα από τα αρχικώς προταθέντα δέκα κτήρια του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να αφεθούν, κατ΄ αναλογία με το γειτονικό εργοστάσιο φωταερίου, δυσανάλογα μεγάλα περιθώρια παρέμβασης στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του.
Έναν χρόνο μετά τον αλευρόμυλο Χατζηγιαννάκη - Αλτιναλμάζη, η κρατική μέριμνα καλύπτει ένα ακόμη βιομηχανικό σύνολο της Θεσσαλονίκης, αυτή τη φορά στην ανατολική πλευρά της πόλης. Τα κεραμεία Αλλατίνι ιδρύθηκαν το 1939, υιοθετώντας πρωτοποριακές για την εποχή κατασκευαστικές μεθόδους με υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, τέθηκαν σε μερική λειτουργία, λόγω μετεγκατάστασης. Παρά τις αρχικές προτάσεις, ο χαρακτηρισμός τους κάλυψε δυσανάλογα μικρό μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων του συγκροτήματος, δυσχεραίνοντας, έτσι, σημαντικά την ολοκληρωμένη προστασία του. Επίσης εντός του 2006, χαρακτηρίστηκαν ως «ιστορικός τόπος» τα μεταλλεία στη θέση Βούβες, ανατολικά των Λιμεναρίων Θάσου, από κοινού με το συγκρότημα επεξεργασίας του εξορυσσόμενου μεταλλεύματος πλησίον του ίδιου οικισμού. Με αφετηρία συγκρότησης το 1903 και συνεχή εξόρυξη μετάλλου μέχρι τη δεκαετία του 1960, το συγκεκριμένο σύνολο αποτελεί εξαιρετικό δείγμα προσαρμογής της βιομηχανικής δραστηριότητας στο φυσικό περιβάλλον και ταυτόχρονα ανεκτίμητο μάρτυρα του μεταλλευτικού παρελθόντος της Θάσου, αλλά και της ανατολικής Μακεδονίας γενικότερα.
Ένα εξίσου ιδιαίτερο από άποψη φυσιογνωμίας και σχέσης με το φυσικό περιβάλλον σύνολο συνιστά το πλέον πρόσφατο και για τον λόγο αυτό τελευταίο δείγμα χαρακτηρισμού στο οποίο θα αναφερθούμε. Πρόκειται για το συγκρότημα του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Αγίου Ιωάννη Σερρών, επιλεγμένες εγκαταστάσεις του οποίου χαρακτηρίστηκαν ως «μνημεία», το δε σύνολο της έκτασής του ως «ιστορικός τόπος», το 2008. Το εν λόγω συγκρότημα κατασκευάστηκε το 1928. Αποτέλεσε ένα από τα πρώτα υδροηλεκτρικά έργα σε πανελλαδική κλίμακα, με διαρκή μετεξέλιξη έως τη δεκαετία του 1980, σύμφωνα με τις τεχνικές επιταγές των καιρών.
Η επισκόπηση που στο σημείο αυτό φτάνει στο τέλος της επιτρέπει ορισμένες βασικές διαπιστώσεις αναφορικά με τον χαρακτηρισμό των βιομηχανικών συγκροτημάτων της βόρειας Ελλάδας ως «μνημείων». Η δραστηριότητα της Διοίκησης στον συγκεκριμένο τομέα καλύπτει διάστημα 25 χρόνων με ενδιάμεση απουσία χαρακτηρισμών από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Στο διάστημα των 25 χρόνων, τέθηκε κάτω από την ομπρέλα της αρχαιολογικής νομοθεσίας ένα ευρύ σύνολο συνεκτικών ως προς τον τρόπο ανάπτυξης συγκροτημάτων, που μόλις πρόσφατα εμπλουτίστηκε και από μονάδες με διασπορά στο φυσικό τοπίο. Από τα 21 συγκροτήματα που έχουν χαρακτηριστεί μέχρι σήμερα, τα μισά εντοπίζονται στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε τοποθεσίες της Μακεδονίας, με την εξαίρεση ενός στη Θράκη. Η συγκεκριμένη γεωγραφική κατανομή, αναμενόμενη έως έναν βαθμό εξαιτίας της βαρύνουσας θέσης της Θεσσαλονίκης στο βιομηχανικό παρελθόν του βορειοελλαδικού χώρου, αλλά και της εναπόθεσης της προστασίας του μνημειακού αποθέματος του τελευταίου σε μια και μόνο περιφερειακή Υπηρεσία του αρμόδιου Υπουργείου Πολιτισμού με έδρα τη Θεσσαλονίκη, δε θα θεωρούσαμε, ωστόσο, ότι ανταποκρίνεται πλήρως στον χάρτη των ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ένα δεύτερο στοιχείο που αξίζει να προσεχθεί είναι ότι το αντικείμενο του συνόλου σχεδόν των μέχρι σήμερα χαρακτηρισμών καλύπτει ονομαστικά όχι μόνο το δομημένο, αλλά και το αδόμητο τμήμα των επιμέρους συγκροτημάτων, γεγονός καθοριστικό για τη διαφύλαξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας τους. Την ίδια στιγμή, όμως, καταγράφονται και προσπάθειες συρρίκνωσης του φυσικού αντικειμένου της προστασίας, είτε κατά τη διαδικασία χαρακτηρισμού, είτε μεταγενέστερα, με αρνητικό πάντοτε αντίκτυπο στην παραπάνω φυσιογνωμία. Το ζήτημα του χαρακτηρισμού των βιομηχανικών συγκροτημάτων της βόρειας Ελλάδας παραμένει κατά συνέπεια ανοικτό, εν αναμονή, αφενός πρόσθετων πρωτοβουλιών χαρακτηρισμού, και αφετέρου, ουσιαστικών αξιολογήσεων των προτεινόμενων για χαρακτηρισμό συνόλων, αξιολογήσεων που θα έχουν ως βασικό άξονα τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης και τη βιώσιμη εξέλιξη των συγκροτημάτων, χωρίς ελεύθερες εκπτώσεις στον βωμό ενός προδιαγραφόμενου αναπτυξιακού οφέλους.
jim_zs@yahoo.com
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. Υπουργικές Αποφάσεις χαρακτηρισμού
Β. Επιλεγμένες πηγές
- Δήμος Σουφλίου, Ανακατασκευή - ανάδειξη διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος επεξεργασίας μετάξης Τζίβρε Σουφλίου & δημιουργία πολύ-πολιτισμικού διαβαλκανικού κέντρου, Μελέτη ILFOUS P&D, Development & Promotion, Σουφλί: 1999.
- Ζαρκάδα-Πιτσιόλη, Χ., «Εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Έδεσσα», Αρχαιολογία 18 (Φεβ. 1986), σ. 37-47.
- Κακάγια, Κ. - Σχοινά, Ε.- Τζάκου, Α., «Μεταξουργείο “Η Χρυσαλλίς” στη Γουμένισσα - αποκατάσταση και επανάχρηση», Το αίθριον. Επιστημονική Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ ΙΖ΄ (1999-2000), Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, 2001, σ. 183-194.
- Κολώνας, Β. - Τραγανού-Δεληγιάννη, Ο., Αρχές της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη (1870-1912), Κατάλογος έκθεσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, 4-20 Σεπτεμβρίου 1987, Θεσσαλονίκη: ΕΤΒΑ, 1987.
- Κολώνας, Β. - Τραγανού-Δεληγιάννη, Ο., Θεσσαλονίκη 1912 - 1940. Βιομηχανία και Πόλη, Κατάλογος έκθεσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, 1-29 Οκτωβρίου 1989, Θεσσαλονίκη: ΕΤΒΑ, 1989.
- Μαυρουδή, Ε., «Εργασίες για την άρση της επικινδυνότητας και την επισκευή, ενίσχυση και ανακατασκευή του β΄ ορόφου της Αποθήκης του Μύλου, της διατηρητέας κτιριακής ενότητας «κατοικία - κυλινδρόμυλος» ιδιοκτησίας κληρ. Ματθαίου, στην οδό Σωφρονίου 14 στη Νάουσα», Αποσπάσματα από το έργο της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας 2 (2002 - 2003), επιμ. Ε. Καμπούρη, Θεσσαλονίκη: ΕΝΜΚΜ, 2006-2007, σ. 109-116.
- Μέντζα, Α., «Το οικοδομικό συγκρότημα μεταλλουργίας στα Λιμενάρια Θάσου», Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου «Θάσος: Πρώτες ύλες και τεχνολογία από τους προϊστορικούς χρόνους ως σήμερα», Λιμενάρια Θάσου, 26-29 Σεπτεμβρίου 1995, επιμ. Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη - A. Muller - Σ. Παπαδόπουλος, Καβάλα - Αθήνα: ΙΗ΄ ΕΠΚΑ - Γαλλική Σχολή Αθηνών, 1999, σ. 213-222.
- Οικονόμου, Α. Γ., «Το παλιό βιομηχανικό συγκρότημα Λόγγου - Κύρτση - Τουρπάλη στη Νάουσα. Ιστορική - αρχιτεκτονική προσέγγιση», Μνημείο & Περιβάλλον 2 (1994), σ. 65-82.
- Παντελάκης, Ν. Σ., Ο εξηλεκτρισμός της Ελλάδας. Από την ιδιωτική πρωτοβουλία στο κρατικό μονοπώλιο (1889-1956), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991.
- Τραγανού-Δεληγιάννη, Ο. - Δούση, Μ. - Νομικός, Μ. Ε. (επιμ.), Η Βιομηχανική Κληρονομιά της Θεσσαλονίκης, Ημερολόγιο έτους 2004, Θεσσαλονίκη: Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης, 2004.
|