Ο μύλος Εμπειρίκου είναι ένας ενδιαφέρων συνδυασμός ατμόμυλου και νερόμυλου και ένα σπάνιο κατάλοιπο της πρώτης φάσης εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Για τον υδρατμόμυλο Εμπειρίκου δεν έχει γίνει επίσημα γνωστή μέχρι σήμερα καμία επίσημη μελέτη τεκμηρίωσης ή αποτύπωσης. Η συγκεκριμένη δημοσίευση είναι μέρος μιας πρωτότυπης έρευνας που επιχειρεί να προσεγγίσει το ιστορικό βιομηχανικό συγκρότημα μέσα από αναζήτηση σχετικών με αυτό πηγών και από μαρτυρίες κατοίκων του νησιού.
Η Άνδρος, το βορειότερο νησί των Κυκλάδων, είναι νήσος ορεινή. Όμως αυτό που τη διαφοροποιεί από τα άλλα κυκλαδονήσια είναι το νερό, που αναβλύζει από πηγές και διασχίζει τρεχούμενο τις κοιλάδες.
Η «Φάμπρικα», όπως λέγεται μέχρι και σήμερα το συγκρότημα, είναι χτισμένη στην τοποθεσία Πέρα Πάντα, βόρεια της Χώρας, κάτω από το χωριό Στενιές. Τα πέντε κτήρια είναι διατεταγμένα σε βραχώδες έδαφος με μεγάλη κλίση, δίπλα στην κοίτη του ποταμού, ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση. Δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης πρόσβασης με μεταφορικά μέσα παρά μόνο με ζώα, όπως γίνεται ακόμα και σήμερα. Η προσέγγιση γίνεται από τσιμεντοστρωμένο μονοπάτι το οποίο είναι μέρος της τουριστικής περιπατητικής διαδρομής που ξεκινά από την πηγή Σάριζα και καταλήγει στις αμμουδιές των Γυαλίων.
Ο υδρόμυλος χτίστηκε το 1876 από τον Κων. Εμπειρίκο του Λεονάρδου (1813-1884). Ο εύπορος αυτός οικογενειάρχης έφτιαξε έναν μεγάλο αλευρόμυλο για επεξεργασία σίτου που εισήγαγε με δικά του καράβια από τη Ρουμανία, όπου ζούσαν οι γιοι του. Τα παραγόμενα προϊόντα ήταν αλεύρι και συσκευασμένα προϊόντα από αλεύρι, όμως δεν είναι γνωστό αν διοχετεύονταν μόνο στην εγχώρια αγορά ή αν γινόταν και εξαγωγή τους.
Η επένδυση του Κ. Εμπειρίκου στον τομέα της αλευροβιομηχανίας γίνεται σε μια περίοδο που ο κλάδος αυτός γνωρίζει άνθιση. Εξάλλου η Άνδρος έρχεται μεταξύ των πρώτων στις Κυκλάδες σε βιομηχανική ανάπτυξη, μετά βεβαίως από τη Σύρο.
Ο Νικ. Σίμπουρας, κάτοικος Στενιών, θυμάται ανθρώπους από όλο το νησί να έρχονται για δουλειά στη Φάμπρικα. Υπήρχε και επιστάτης καθώς και σιδεράς για την επισκευή των μηχανημάτων. Οι ναυτικοί του νησιού έρχονταν για δουλειά στο μύλο ως συντηρητές των μηχανημάτων όταν δεν ταξίδευαν. Το εργοστάσιο δούλευε έξι μέρες τη βδομάδα. Μόλις σταματούσε το νερό που κινούσε το μύλο πότιζε τα χωράφια της γειτονιάς.
Ο Μύλος του Εμπειρίκου εισήγαγε τη βιομηχανική παραγωγή προϊόντων σίτου στο νησί με τους πολυάριθμους παραδοσιακούς νερόμυλους. Από τη μια συνέβαλε στη συνολική αύξηση της παραγωγής, από την άλλη όμως έγινε αιτία να εγκαταλειφθούν πολλοί μικροί μύλοι.
Η Φάμπρικα λειτούργησε επιτυχώς μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν μεγάλωσε ο ανταγωνισμός από τους μύλους της Σύρου και του Πειραιά. Επίσης, η απουσία αμαξιτής οδού καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολες τις μεταφορές. Λέγεται ακόμα ότι και το κοκ που έκαιγε για το λέβητα έκανε τη λειτουργία οικονομικά ασύμφορη. Όλα αυτά οδήγησαν στην παρακμή και τελικά στο κλείσιμο του εργοστασίου.
Σε άγνωστη χρονική στιγμή η ιδιοκτησία πέρασε από την οικογένεια Εμπειρίκου στην οικογένεια Γουλανδρή. Σύμφωνα με μαρτυρίες αυτό συνέβη επειδή ο Κ. Εμπειρίκος έβαλε ενέχυρο τη Φάμπρικα για να αγοράσει πλοία, χωρίς να καταφέρει τελικά να πληρώσει το χρέος.
Ο Μύλος Εμπειρίκου είναι χαρακτηρισμένος ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το 1991 (ΦΕΚ 495/Β/9-7-1991, Αριθ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/939/27579) σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1469/50, μαζί με τον μηχανικό εξοπλισμό του και ζώνη προστασίας 50μ. περιμετρικά του κτηρίου, ως αξιόλογο δείγμα της πρώτης φάσης εκβιομηχάνισης της Ελλάδας.
Το συνολικό εμβαδόν των κτηρίων είναι 1554 τ.μ. και το μέγιστο ύψος φτάνει τα 19,70 μ.
Οι φάσεις ανάπτυξης του συγκροτήματος σχετίζονται με τον σταδιακό εκσυγχρονισμό του Μύλου και την επέκταση της γραμμής παραγωγής.
Παλαιότερο είναι το μεγάλο πενταόροφο κτήριο με ημερομηνία κατασκευής το 1876. Έχει την τυπολογία μύλου της εποχής: πολυώροφο κτήριο ορθογωνικής κάτοψης με δίρριχτη στέγη και ανοίγματα επαναλαμβανόμενα. Σε αυτό βρίσκεται η μεγάλη όρθια σιδερένια φτερωτή που κινούνταν με υδατόπτωση και ο αλεστικός μηχανισμός με τέσσερα ζεύγη μυλολίθων. Το 1880 ο μύλος γίνεται και ατμοκίνητος. Ο λέβητας και η ατμομηχανή τοποθετούνται σε χωριστά ισόγεια πέτρινα κτίσματα. Η παραγωγή επεκτάθηκε και στα ζυμαρικά σε χρονική στιγμή που δεν έχει προσδιοριστεί. Πάντως σε απογραφή του 1900 αναφέρεται ως ατμόμυλος και μακαρονοποιείο. Το 1912 έγινε ριζική ανακαίνιση κατά την οποία προστέθηκαν κυλινδρομυλικές εγκαταστάσεις και ηλεκτροφωτίστηκε.
Τα κτήρια είναι κατασκευασμένα από ημιλαξευτή πλακοειδή λιθοδομή, κατά το ανδριώτικο πρότυπο. Στις στάθμες των δαπέδων οι τοίχοι ενισχύονται με μεταλλικά αγκύρια. Όλα τα πατώματα των ορόφων ήταν ξύλινα, από κυπαρίσσι. Τα κτήρια καλύπτονταν με ξύλινη στέγη με επικάλυψη κεραμίδια βυζαντινά. Εξωτερικά υπάρχει το παραδοσιακό σαρδελωτό επίχρισμα. Για την κατακόρυφη επικοινωνία των ορόφων υπήρχε μικρή απότομη ξύλινη σκάλα.
Ο μηχανολογικός εξοπλισμός δεν είναι πλήρης. Επειδή όμως τα περισσότερα μέρη είναι από σίδηρο, σώζονται η μεγάλη φτερωτή, το τετράδυμο σύστημα άλεσης με τις μυλόπετρες, τα γρανάζια, οι τροχαλίες καθώς και ο λέβητας με την ατμομηχανή.
Η εγκατάλειψη του Μύλου από το 1940 επέφερε την υποβάθμιση του κτηριακού αποθέματος και του περιβάλλοντος χώρου. Η πυρκαγιά γύρω στο 1970 εξέθεσε στις καιρικές συνθήκες το εσωτερικό των κτηρίων μαζί με τα μηχανήματα, επιταχύνοντας έτσι τη φυσική φθορά και γήρανση των υλικών. Ακολούθησε η λεηλασία από κατοίκους και περαστικούς που σταδιακά απομάκρυναν μέλη των μηχανημάτων. Δεν έχει γίνει ποτέ καμιά προσπάθεια επισκευής ή συντήρησης.
Τα κτήρια δεν αντιμετωπίζουν στατικά προβλήματα που να απειλούν την ευστάθειά τους. Τα οικοδομικά προβλήματα είναι αρκετά και ποικίλουν σε ένταση και σοβαρότητα. Η προβληματική πρόσβαση έχει κρατήσει το συγκρότημα στην αφάνεια. Η απουσία σήμανσης και πληροφόρησης στερεί τόσο από τους κατοίκους όσο και από επισκέπτες τη δυνατότητα ενημέρωσης για την ιστορία, ακόμα και για την ονομασία του μύλου.
Στη διαδικασία αναζήτησης βιώσιμων λειτουργιών για την επανάχρηση τέτοιων μνημείων πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες: η τοποθεσία, οι παροχές και τα εμπόδια, οι προδιαγραφές λειτουργίας ανάλογα με τη νέα χρήση. Από την άλλη, έχει διαπιστωθεί ως τώρα ότι οι επιτυχημένες προτάσεις αποκατάστασης μνημείων είναι γενικά αυτές που εμπλέκουν την τοπική κοινωνία στη λήψη των αποφάσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις, όπως η επιθυμία για ένα συνεδριακό κέντρο ή ένα εκθετήριο, χωρίς να εξασφαλίζεται όμως η βιωσιμότητα ενός τέτοιου χώρου. Μια πρόταση επανάχρησης και πλήρους αξιοποίησης του Μύλου θα μπορούσε να είναι η λειτουργία ενός μουσείου αλευροποιίας: ένα κέντρο που θα προβάλλει την ίδια την ιστορία της Φάμπρικας, με εκθέματα τα ίδια τα μηχανήματα και το χώρο που τα περιέχει. Εξάλλου είναι κοντά στη Χώρα του νησιού, η οποία διαθέτει μουσεία και χώρους πολιτισμού. Όμως το ιδιοκτησιακό καθεστώς παραμένει πολύπλοκο. Οι τοπικές αρχές δεν έχουν κατορθώσει να βρουν επιχορήγηση για ένα τόσο μεγάλο έργο και το αποκατεστημένο μνημείο πιθανόν να μην καταφέρει να καλύψει τις απαιτήσεις ασφάλειας και λειτουργίας καταρχήν λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε αυτό.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια ήπια και εφικτή λύση: η ένταξη του βιομηχανικού μνημείου στο πλούσιο πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον του νησιού. Η συντήρηση του σωζόμενου κτηριακού και μηχανολογικού αποθέματος, η ήπια διαμόρφωση του περιβάλλοντος και η εγκατάσταση μιας ενημερωτικής έκθεσης θα μπορούσαν να μετατρέψουν το Μύλο σε προορισμό και σημαντικό σταθμό της περιπατητικής διαδρομής που διέρχεται από εκεί, συνεισφέροντας στην περαιτέρω ανάπτυξη του οικοτουρισμού στο νησί. Μαζί με την ποταμιά και τα ερείπια των παραδοσιακών προβιομηχανικών νερόμυλων μπορεί να εξελιχθεί σε προορισμό για ενηλίκους και παιδιά: ένα μέρος για επιμόρφωση και ψυχαγωγία. Και γιατί όχι, να συμβάλλει μακροπρόθεσμα στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής.
maro_tsi@yahoo.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Lepel Andrienn, Changing the fuction of industrial buildings - survey, Budapest University of Technology & Economics
• Les enjeux du tourisme industriel, Actes du Colloque National, 14-15 novembre 1985.
• Moraitinis P., La Grèce telle qu’ elle est, Paris, Firmin Didot, 1877, ανατύπωση: Αθήνα, εκδ. Καραβίας Δ.–Ν., 1987
• Société Biotechnique Hellénique/ La Grèce industrielle et commerciale en 1900, Athènes, Imprimerie Hestia, 1900
• Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα, Εμπορική Τράπεζα, 1986
• Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – Σχολή Αρχιτεκτόνων, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ιστορικός βιομηχανικός εξοπλισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., 1998
• Εμπειρίκος Αυγ., Η ιστορία της οικογένειας των Εμπειρίκων: ρίζες, δράση, βιογραφία διακριθέντων, γενεαλογικό δέντρο 1765-1996, Αθήνα, εκδ. Γιώργος Δαρδανός, 1998
• Κυριάκου Δ., Άνδρος: ιστορία και πολιτισμός, Αθήνα, 1966
• Μάλλιος Ο., Πίστης Δ., Περιγραφή της νήσου Άνδρου, Ερμούπολη, 1881
• Μανσόλας Α., Απογραφικαί πληροφορίαι περί των εν Ελλάδι ατμοκίνητων βιομηχανικών καταστημάτων, Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1876
• Μηλιαράκης Α., Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων νήσων κατά μέρος: Άνδρος - Κέως, Αθήνα, εκδ. Ελληνικής Ανεξαρτησίας - Αφοί Περρή, 1880
• Μισταρδής Γ., Η νήσος Άνδρος υπό έποψιν γεωοικονομικήν, Αθήνα
• Μουστάκας Δ., Αι πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις της νήσου Άνδρου, Αθήνα, Ελληνική Γεωγραφική Εταιρία, 1924
• Μπούκας Μ.. Οδηγός Εμπορικός, Γεωγραφικός και Ιστορικός των πλείστων κυριωτέρων πόλεων της Ελλάδος του έτους 1875 διαιρούμενος εις μέρη δύο, Αθήνα, εκδ. Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1875
• Νομικός Σ., Τσενόγλου Ε., Διποτάματα Άνδρου: πρόταση για ένα Οικομουσείο Υδροκίνησης, 1989
• Νομικός Σ., Τσενόγλου Ν., «Οι υδροκίνητοι αλευρόμυλοι στις Κυκλάδες», εις: Τεχνολογία, τεύχος 1, 1987
• Νομικός Σ., Η υδροκίνηση στην προβιομηχανική Ελλάδα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα Ε.Τ.Β.Α., Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Πελοποννήσου, Αθήνα, 1997
• Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Εμπορίου και Βιομηχανίας, Η Ελληνική Βιομηχανία: Εκθέσεις και πορίσματα, Αθήνα, εκδ. Σ. Κ. Βλαστός, 1931
• Χαριτωνίδου Α., Άνδρος - Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 2001