Ογκώδες και επιβλητικό, χρωματισμένο εξωτερικά με έντονες αποχρώσεις, το Καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν, επιβάλλεται με την παρουσία του, παραμένοντας σημείο αναφοράς στη νέα εικόνα της περιοχής. Σήμερα στον όροφο και σε τμήμα του ισογείου στεγάζει τη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, ενώ το υπόλοιπο κτήριο με το αίθριο παραμένουν κενά.
Ο επισκέπτης δύσκολα θα μαντέψει διαβαίνοντας τα νέα καλογυαλισμένα μαρμάρινα δάπεδα, την αρχική χρήση και την ιστορία του κτηρίου. Μια ιστορία που διαδραματίστηκε σε δύσκολες περιόδους πολέμου και οικονομικής ανέχειας, γεμάτη από τον ιδρώτα καπνεργατών, τις φωνές στρατιωτών, τον πόνο και το φόβο προσφύγων αλλά και φυλακισμένων.
Σε μια περιπλάνηση όμως στις άδειες και αχανείς αίθουσες που κάποτε έσφυζαν από ζωή, οι μνήμες του κτηρίου επανέρχονται τόσο από τα μηχανήματα και τα διάσπαρτα μικροαντικείμενα, όσο και από την υγρή μυρωδιά του καπνού που έχει νοτίσει τοίχους και πατώματα, κυριαρχώντας ακόμη και σήμερα.
Ανέπαφο έχει παραμείνει το μεγαλύτερο μέρος του ισογείου και των υπόγειων αποθηκών, το αίθριο καθώς και τα γραφεία της Εφορείας Καπνού, κομμάτια του κτηρίου που διατηρούν ακόμη τη γοητεία του και ανασύρουν ιστορίες ξεχασμένες. Εκεί διατηρούνται in situ, στη θέση της λειτουργίας τους, διάφορα μηχανήματα, σαν να τα εγκατέλειψαν ξαφνικά, σχεδόν έτοιμα να ξαναλειτουργήσουν. Ανάμεσα στις διάφορες κοπτικές και σιγαροποιητικές μηχανές, έχουν ανάκατα ριχτεί και ξεχαστεί πλάστιγγες, ξύλινες φόρμες πούρων, αχρησιμοποίητα πακέτα σιγαρέττων, ταινίες φορολογίας και διαφημιστικές αφίσες, κατάλοιπα μιας έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας.
Σε διπλανό χώρο, βρίσκονται στοιβαγμένα και σκεπασμένα από τη σκόνη και τη λήθη τα αρχεία της Α΄ και Β΄ Εφορείας Καπνού, περιμένοντας και αυτά με τη σειρά τους, κάποιος να τα ανακαλύψει. Ίσως δεν είναι ακόμη αργά, στο πλαίσιο της μελλοντικής επανάχρησης του κτηρίου από τη Βουλή των Ελλήνων [1], για τη διαχείριση και την αξιοποίηση των στοιχείων που μαρτυρούν την ιστορία του, ώστε να αναδειχθεί το Καπνεργοστάσιο ως μνημείο της νεότερης βιομηχανικής κληρονομιάς, τεκμήριο της αρχιτεκτονικής μνήμης αλλά και της οικονομικής ιστορίας της πόλης. Άλλωστε, το κτήριο έχει χαρακτηριστεί από το 1989 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο μαζί με τον μηχανολογικό του εξοπλισμό, γιατί «αποτελεί σημαντικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και μαρτυρία που συμβάλλει στην ολοκληρωμένη μελέτη και παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης της καπνοβιομηχανίας στην Ελλάδα ως προς τις συνθήκες παραγωγής, τον τρόπο παραγωγής και επιχειρηματικής οργάνωσης».
Ιστορική διαδρομή κτηρίου Το Καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν, το δεύτερο δημόσιο καπνεργοστάσιο της Αθήνας, κτίστηκε από το Ελληνικό Δημόσιο την εποχή που ανθούσε η βιομηχανία κατασκευής σιγαρέττου, για να στεγάσει επιχειρήσεις επεξεργασίας - συσκευασίας καπνού και αποθήκες καπνεμπόρων, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της φορολογίας καπνού. Ο καπνός αποτέλεσε μία από τις σπουδαιότερες καλλιέργειες της ελληνικής υπαίθρου και από την εποχή που φορολογήθηκε, το 1876, υπήρξε πολύτιμη πηγή εσόδων για το ελληνικό κράτος.
Άρχισε να κτίζεται το 1928 και ολοκληρώθηκε το 1930. Η απόφαση για την κατασκευή του είχε ληφθεί χρόνια πριν, όταν διαπιστώθηκε ότι το Καπνεργοστάσιο της οδού Αριστοτέλους (1883), το πρώτο δημόσιο καπνεργοστάσιο της πόλης, δεν ικανοποιούσε τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της εποχής. Ήδη από το 1902 επιχειρήθηκε η ανέγερση ενός νέου καπνεργοστασίου, το οποίο τελικά δεν κατασκευάστηκε, και η στέγασή του εκτονώθηκε προσωρινά με τις επεκτάσεις του ήδη υπάρχοντος Καπνεργοστασίου.
Το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο το 1925 με την ψήφιση σχετικού Νομοθετικού Διατάγματος [2]. Το οικόπεδο, συνολικού εμβαδού 9.085 τ.μ., αγοράστηκε στη συνοικία της Κολοκυνθούς το 1927 και ανατέθηκε στους πολιτικούς μηχανικούς Παύλο Αθανασάκη [3] και Αντώνη Λιγδόπουλο [4] η εκπόνηση των σχεδίων του. Η έκταση αυτή βρισκόταν στην τότε οδό Κηφισσού, πρώην Κολοκυνθούς και σημερινή Λένορμαν, στη συνοικία της Κολοκυνθού, και σήμερα καταλαμβάνει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Λένορμαν, Αμφιαράου, Λεάνδρου και Κρέοντος. Η ανάγκη για την κατασκευή του έγινε επιτακτική το 1928, μετά την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο καπνεργοστάσιο της οδού Αριστοτέλους η οποία και το κατάστρεψε ολοκληρωτικά. Η εργολαβία του νέου κτηρίου ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Ν. Γαβαλά [5].
Το κτίσμα αποτελείται από τέσσερις πτέρυγες που κατασκευάστηκαν η κάθε μια ξεχωριστά με ενδιάμεσους αρμούς, είναι διώροφο με ημιυπόγειο και στεγάζεται με δώμα. Αναπτύσσεται σε τετράγωνη κάτοψη, διαστάσεων 84,20Χ87,15μ. περιμετρικά γύρω από ένα αίθριο εμβαδού 1100μ2 που καλύπτεται από ένα τζαμωτό στέγαστρο με μεταλλικό σκελετό κατασκευασμένο από την τότε Ελληνική Εταιρία Β.Ι.Ο. Η κάτοψη του κτηρίου σχεδιάστηκε σε απόλυτη συμμετρία, με τους εσωτερικούς κύριους χώρους ενιαίους. Τόσο το ισόγειο, όσο και ο όροφος διέθεταν πατάρια. Ο κατασκευαστικός κάνναβος που πραγματοποιήθηκε, επέτρεψε τις ευέλικτες τροποποιήσεις του κτηρίου ανάλογα με τις διάφορες χρήσεις που φιλοξένησε διαχρονικά.
Μορφολογικά διαμορφώθηκε κάτω από το πνεύμα του μοντερνισμού που εκφράστηκε μέσα από μια «πουριστική» φυσιογνωμία και λιτό διάκοσμο. Οι όψεις του οργανώνονται με γραμμική συνέχεια των ανοιγμάτων, στα περισσότερα των οποίων χρησιμοποιήθηκε η χαρακτηριστική για την εποχή τριπλή διάταξη. Ενδιάμεσα των ανοιγμάτων, οι παραστάδες που διατρέχουν αδιάσπαστες τους ορόφους τονίζουν την κατακόρυφη ανάπτυξη. Η στέψη του κτηρίου διαμορφώνεται με φαρδύ γείσο και στηθαίο. Κατασκευαστικά, το κτήριο ακολούθησε το πνεύμα της εποχής με τη χρησιμοποίηση σκελετού από οπλισμένο σκυρόδεμα γεγονός που επέτρεψε την υπεροχή των ανοιγμάτων σε βάρος της τοιχοποιίας.
Στο ισόγειο εγκαταστάθηκαν βιομηχανίες κοπής και συσκευασίας καπνού, η διεύθυνση και το τελωνείο. Στον όροφο τοποθετήθηκαν βιομηχανίες παραγωγής τσιγάρων και πούρων, ενώ λειτουργούσαν παράλληλα δύο αίθουσες εστιατορίου για τους εργαζόμενους. Το υπόγειο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος αποθήκευσης καπνού, με τη διαμόρφωση 14 ανεξάρτητων αποθηκών που είχαν πρόσβαση από τον περιφερειακό περίβολο του κτηρίου. Στο δώμα είχε προβλεφθεί κατοικία για τον φύλακα του κτηρίου, στην οποία εγκαταστάθηκαν τελικά από το 1951 οι οικογένειες των διευθυντών της Εφορίας Καπνού.
Στο χώρο του Καπνεργοστασίου Αθηνών συστεγάστηκαν με την έναρξη της λειτουργίας του το 1930, περί τις 25 συνολικά μικρές καπνοβιομηχανίες, οι τελευταίες από τις οποίες αποχώρησαν στις αρχές του δεκαετίας του 1990.
Σχετικά γρήγορα όμως, με την επικράτηση των ιδιωτικών καπνεργοστασίων και του μηχανοποίητου σιγαρέττου, μειώθηκε η ζήτηση των χώρων του κτηρίου, γεγονός που οδήγησε στην υπολειτουργία του και στην εισαγωγή νέων χρήσεων. Από το χώρο του Καπνεργοστασίου, σχεδόν το ¼ του κτηρίου, παραχωρήθηκε από το 1938 και επί σειρά ετών στη Στρατιωτική Υπηρεσία Αθηνών, η οποία στέγασε ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής την Υγειονομική Υπηρεσία Στρατού, τη Στρατιωτική Καπνοβιομηχανία, στρατιωτικές φυλακές (1945-46), κατοικίες προσφύγων από τη Ρουμανία (1952) κ.ά.
Η Στρατιωτική Υπηρεσία θα αποχωρήσει οριστικά τον Ιούλιο του 1963, αλλά και πάλι μεγάλο μέρος του κτηρίου θα διατεθεί σε διάφορες υπηρεσίες του Δημοσίου, άσχετες με την καπνική χρήση, όπως υπηρεσίες της Προεδρίας της Κυβερνήσεως, του Υπουργείου Οικονομικών και της Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος.
Το κτήριο διατηρήθηκε διαχρονικά σε καλή κατάσταση. Οι φθορές που προκλήθηκαν από τη λεηλασία του μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, από τους εξαγριωμένους πολίτες καθώς και από το βομβαρδισμό του από την εγγλέζικη αεροπορία κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ήταν σχετικά μικρές και αποκαταστάθηκαν γρήγορα. Σταδιακή ανακαίνιση του κτηρίου πραγματοποιήθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων το 2000, στην οποία περιλαμβάνονταν εργασίες ενίσχυσης του φέροντος οργανισμού, αποκατάστασης των όψεων και των εσωτερικών χώρων των ορόφων.
mardaniil@yahoo.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - Αναστασόπουλου Γ., Ιστορία της Ελληνικής Βιομηχανίας 1840-1940, τ. Α, Β, Ελληνική Εκδοτική Εταιρία ΑΕ, 1947
- Δρανδάκη Π., Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1930, τ. 13
- Μπίρη Κ., Αι Αθήναι. Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα, Γ΄ έκδοση, 1996
- Σιδέρη Ν., Η Ελληνική βιομηχανία: βιομηχανική παραγωγή και αξία αυτής κατά τα έτη 1953 και 1954, Αθήναι, 1955
- Χαριτάτου Μ., Γιακουμάκη Π., Η ιστορία του Ελληνικού Τσιγάρου, Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 1997
ΠΗΓΕΣ 1. Δ/νση Δημόσιας Περιουσίας Υπουργείου Οικονομικών 2. Δ/νση Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, ΥΠΠΟ 3. Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών και Στέγασης Υπουργείου Οικονομικών 4. Κτηματική Υπηρεσία Αθηνών (Κ.Υ.Α) Υπουργείου Οικονομικών 5. Κτηματική Υπηρεσία Δημοσίου (ΚΕΔ) Υπουργείου Οικονομικών 6. Τεχνική Υπηρεσία Βουλής
[1] Το χρονικό διάστημα 2008-2009 εκπονήθηκε, κατ’ ανάθεση της Βουλής των Ελλήνων, ερευνητικό πρόγραμμα από τις σχολές Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ σχετικά με την αποκατάσταση και την ένταξη νέας χρήσης. Τμήμα του συγκεκριμένου άρθρου αποτελεί η ιστορική τεκμηρίωση του κτηρίου που συνέταξε η συγγραφέας, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος.
[2] Νομοθετικό Δ/γμα «περί παρακρατήσεως ποσοστού επί του επιβεβλημένου φόρου επί του καταναλισκομένου καπνού κ.λπ. υπέρ των Εθνικών Ορφανοτροφείων, Οικοτροφείων και Παιδικών Σταθμών και περί ανεγέρσεως και επισκευής Δημοσίων Καπνοκοπτηρίων» ΦΕΚ 233/Α/2-9-1925
[3] Ο Παύλος Αθανασάκης, πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ (1914), υπήρξε επιμελητής της έδρας Παραστατικής Γεωμετρίας στο ΕΜΠ (1919-1921), νομομηχανικός του Υπ. Συγκοινωνιών (1915-1920) και εργολήπτης δημοσίων έργων από το 1920. «Μητρώον μελών του ΤΕΕ», Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος τ.Β΄, Αθήνα 1934
[4] Ο Αντώνης Λιγδόπουλος, πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ (1914), υπήρξε στρατιωτικός μηχανικός (1919-1921), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με εταιρίες οικοδομικών εργασιών. «Μητρώον μελών του ΤΕΕ», Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος τ.Β΄, Αθήνα 1934
[5] Ο Νίκος Γαβαλάς, πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ (1918), υπήρξε ιδιοκτήτης εργοστασίου κουφωμάτων και από το 1920 εργολήπτης μεγάλων οικοδομικών έργων, οδοποιίας, μεταλλικών κατασκευών κ.λπ. «Μητρώον μελών του ΤΕΕ», Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος τ.Β΄, Αθήνα 1934
|