Το εργοστάσιο που στέγαζε την Ελληνική Εριουργία κτίστηκε το 1914. Το οικόπεδο βρίσκεται στην περιοχή Αλυσίδα, στο τέλος της Πατησίων. Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης οφείλεται στο ομαλό έδαφος, γεμάτο αμπέλια και κήπους, στο άφθονο νερό από το ρέμα του Ποδονίφτη και στην καταλληλότητα για κάθε είδους εγκατάσταση. Επιπλέον ήταν κοντά η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Κηφισιάς. Μέχρι το 1920 υπήρχαν τρία εργοστάσια εριουργίας, σε απόσταση 500μ. το ένα από το άλλο.
Το εργοστάσιο ξεκίνησε με το κτήριο της κλιμακωτής όψης που παραπέμπει σε μνημειακή αρχιτεκτονική. Αποτελούνταν από έξι πτέρυγες, που εξυπηρετούσαν όλες τις λειτουργίες. Περιλάμβαναν το μηχανοστάσιο, αίθουσα μηχανών για το πρώτο και το τελευταίο ξάσιμο, αίθουσα με κλωστικά μηχανήματα για το πρώτο κλώσιμο, διπλοστρεπτικές μηχανές «τέλειου κλωσίματος», τμήμα παρασκευής στημόνων, φινιστηρίο και αίθουσες γυναικείων και ανδρικών υφασμάτων. Με λίγα λόγια εκεί γινόταν η διαδικασία της κλώσης και της ύφανσης.
Αργότερα κτίστηκαν καινούργιες εγκαταστάσεις ακριβώς δίπλα από το αρχικό εργοστάσιο με παράλληλες πτέρυγες με οδοντωτή οροφή και ανοίγματα προς τον βορρά. Το νέο κτήριο είχε εμβαδόν 1800 τ.μ. και το δομικό του σύστημα αποτελούνταν από μεταλλικές κολώνες τύπου «Τ», ενώ η οροφή του ήταν κατασκευασμένη από στρατζαριστή λαμαρίνα. Οι τοίχοι πλήρωσης ήταν από πέτρα, ενώ οι πλευρικές κολώνες ήταν μπετονένιες. Ήταν ενιαίος
χώρος και χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και ως επέκταση του κλωστηρίου και του υφαντηρίου. Το κτήριο κάηκε μετά από σφοδρή πυρκαγιά που ξέσπασε το 1950.
To 1919 ο Ν. Κυρκίνης, κύριος μέτοχος της εταιρίας, εγκατέστησε στη Ν. Ιωνία το πλυντήριο και το βαφείο της Εριουργίας δίπλα στο ρέμα του Περισσού. Το 1921 κτίστηκε στο κεντρικότερο σημείο του οικοπέδου το νέο υφαντήριο. Πρόκειται για ένα διώροφο κτήριο με μεγάλο βάθος που αύξησε πολύ τον χώρο παραγωγής ενώ παρείχε περισσότερη ευελιξία. Μετά ακολούθησε η κατασκευή του νέου μηχανοστασίου. Το κτήριο κτίστηκε σε άμεση σχέση με το αρχικό εργοστάσιο και αποτελούνταν από τρεις πτέρυγες. Το μηχανοστάσιο αποτελούσε την κοινή πηγή ενέργειας των μηχανημάτων της κλώσης και της ύφανσης. Οι καινούργιες επεκτάσεις του εργοστασίου ήταν στα πλαίσια της ανάπτυξης της εταιρίας και της μετατροπής της σε ανώνυμη εταιρία. Ακολούθησαν τα κτήρια επί της οδού του Αγ. Αντωνίου που κτίστηκαν μετά την αλλαγή της ιδιοκτησίας της εταιρίας και της εποπτείας από την Εθνική Τράπεζα. Πρόκειται για προεκτάσεις της αποθήκης και των κλωστηρίων. Οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου καταλάμβαναν 28.000 τ.μ, ενώ παρήγαγε παντός είδους μάλλινα είδη, υφάσματα ανδρικά και γυναικεία, κουβέρτες κοινές και πολυτελείας, στρατιωτικά είδη κ.τ.λ.
Ημερομηνίες σταθμοί
Αν επιχειρήσουμε να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή θα ξεκινήσουμε με τα επιχειρηματικά σχέδια των αδελφών Κιρκίνη και τη στέγαση της πρώτης εταιρίας τους στην περιοχή «Αλυσίδα» των Πατησίων το 1910. Ακολούθησε η αγορά οικοπέδου στην περιοχή αλλά και η θεμελίωση του πρώτου τους εργοστασίου. Το 1919, ο Νικόλαος Κυρκίνης αγοράζει έκταση στους Ποδαράδες και δυο χρόνια αργότερα παράλληλα με την κατασκευή του νέου υφαντηρίου στο οικόπεδο της εριουργίας ιδρύει την «Ελληνική Μεταξουργία ». Το 1925 ακολουθεί η κατασκευή του εργοστασίου της Ταπητουργίας και ένα χρόνο αργότερα η «Βαμβακουργία».
Στις 24 Νοεμβρίου του 1926 οι τρεις ανεξάρτητες επιχειρήσεις , «Ελληνική Μεταξουργία Α.Ε.», «Ηλεκτροβιομηχανική Α.Ε.» συγχωνεύονται με την επωνυμία «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.» δημιουργώντας έναν επιχειρηματικό κολοσσό. Το 1927 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ελέγχει τη διαχείριση και γίνεται κύριος μέτοχος της εταιρίας λόγω οικονομικών ατασθαλιών εκ μέρους της διοίκησης. Το 1935 η εταιρία και το εργοστάσιο πέρασαν στην ιδιοκτησία του Αθανάσιου Μποδοσάκη εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο άνθησης του εργοστάσιου με την αναβάθμιση της παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής το εργοστάσιο ανέλαβε γερμανική διοίκηση που λογοδοτούσε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις.
Με την απελευθέρωση η διοίκηση ξαναπέρασε σε ελληνικά χέρια, όμως το 1945 η εταιρία κατηγορείται ως συνεργάτης του εχθρού και η Εθνική Τράπεζα αρνείται να της χορηγήσει δάνειο. Παρ’όλα αυτά η παραγωγή παρουσιάζει άνοδο προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, η οποία ανακόπηκε από την τεράστια πυρκαγιά του 1950 στο κλωστήριο της Εριουργίας. Επίσης το ίδιο έτος διεξήχθη μεγάλη εργατική απεργία διάρκειας ενός και μισού μήνα. To 1953 η Εριουργία διέκοψε τη λειτουργία της για έναν χρόνο περίπου, ενώ το 1956 το εργοστάσιο της Μεταξουργίας σταμaτάει οριστικά τη λειτουργία του. Δύο χρόνια αργότερα αποφασίζεται η εκποίηση όλης της ακίνητης περιουσίας και των μηχανημάτων πλην του εργοστασίου των Πατησίων και του Φινιστηρίου στη Ν. Ιωνία. Η Εριουργία αναστέλλει τη λειτουργία της για δύο χρόνια (1959-1961), ενώ το 1960 η Βαμβακουργία πουλιέται στην «ΑΕ Κλωστήρια Αττικής». Το εργοστάσιο της Εριουργίας επαναλειτουργεί μέχρι το 1979 όπου με διακοπή δύο χρόνων συνεχίζει να υφίσταται από το 1981 μέχρι το 1986, όταν διακόπτεται οριστικά η λειτουργία της. Στο μεσοδιάστημα και συγκεκριμένα το 1983 η Εριουργία παρασυρόμενη από την Πυρκάλ -εταιρία συμφερόντων του Α. Μποδοσάκη- στην οποία ανήκει το σύνολο των μετοχών της, κρατικοποιείται.
Το 1999 το επίμηκες κτήριο του υφαντηρίου, η υψικάμινος καθώς και η πρόσοψη του πρώτου εργοστασίου της Εριουργίας κηρύσσονται διατηρητέα μνημεία και αγοράζεται η μισή έκταση του οικοπέδου από τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων για την κατασκευή σχολείου που θα στεγάσει το 68ο Γυμνάσιο Αθηνών. Η υπόλοιπη έκταση ανήκει στην Πυρκάλ και ενοικιάζεται ως βιομηχανικός χώρος.
Τελικά ο Ο.Σ.Κ δεν προχώρησε στην ανέγερση σχολείου για αδιευκρίνιστους λόγους και κατασκευάζει στον υπαίθριο χώρο μπροστά από το εργοστάσιο, πάρκο και γήπεδο μπάσκετ ενώ νοικιάζει την υπόλοιπη έκταση σε ιδιωτικό παρκινγκ. Το 2010 πληθαίνουν οι φωνές για την αξιοποίηση του εργοστασίου της Εριουργίας και τη δημιουργία σχολείου και χώρου πρασίνου.
Συμπεράσματα – Σημερινή κατάσταση
Το εργοστάσιο της Εριουργίας των Πατησίων αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας καθώς προμήθευε τον ελληνικό στρατό με παντός είδους μάλλινα προϊόντα από κουβέρτες μέχρι ρουχισμό. Από πολεοδομικής και χωροταξικής άποψης η ιδιαιτερότητα του έγκειται στην απομακρυσμένη θέση του από τη βιομηχανική ζώνη της Νέας Ιωνίας που χαρακτηριστικά αποκαλούνταν μικρό «Μάντσεστερ» με πλειάδα εργοστασίων και εργατικών κατοικιών που φιλοξένησαν τους Πρόσφυγες. Τα λίγα εργοστάσια των Πατησίων αποτελούσαν ένα δεύτερο περιορισμένο πόλο βιομηχανικής ανάπτυξης που εκμεταλλεύτηκαν τις ευνοϊκές γεωγραφικές συνθήκες που ίσχυαν τότε στην περιοχή. Από αρχιτεκτονικής απόψεως η όλη εξέλιξη των κτηρίων του εργοστασίου εκτός από τον καταμερισμό της εργασίας μαρτυρεί και την εξέλιξη της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής. Από τους ιστορικούς ρυθμούς του 19ου αιώνα, περνάμε στις νέες κατασκευές με τις πριονωτές στέγες με τα μεγάλα τους ανοίγματα , αλλά και στις μεταγενέστερες από οπλισμένο σκυρόδεμα και πλίνθους.
Σήμερα το οικόπεδο της Εριουργίας αποτελεί ένα μεγάλο αστικό κενό. Η μία του πλευρά τοποθετημένη στις ράγες του τραίνου και οι υπόλοιπες περιτριγυρισμένες από πολυκατοικίες. Η κατάσταση των κτηρίων του οικοπέδου ποικίλλει. Η κατάσταση του φέροντος οργανισμού του υφαντηρίου - κτηρίου διατηρητέου- είναι πολύ καλή όμως η παρατεταμένη φάση ερημοποίησης έχει επίπτωση στα στοιχεία πλήρωσής του. Περιορισμένο κομμάτι του ισογείου λειτουργεί σαν αποθήκη. Το πρώτο χρονικά εργοστάσιο με τη διατηρητέα πρόσοψη, χρησιμοποιείται μερικώς ως ξυλουργείο όμως η κατάσταση των ζευκτών και η αντικατάσταση κομματιών της στέγης με λαμαρίνες υποδηλώνουν μία προβληματική κατάσταση. Τα κτήρια επί της οδού της Αγ. Αντωνίου βρίσκονται σε μέτρια κατάσταση και είναι εγκαταλειμμένα, ενώ πριν μερικά χρόνια είχε καταρρεύσει η στέγη σε ένα από αυτά. Το κτήριο του μηχανοστασίου βρίσκεται σε καλή κατάσταση και δεν φιλοξενεί κάποια χρήση. Οι εναπομείναντες αποθηκευτικοί χώροι βρίσκονται σε καλή κατάσταση πέρα κάποιων αυτοσχέδιων μικρών κατασκευών από ευτελή υλικά που σαφώς δεν σχετίζονται με την παλιά λειτουργία του εργοστασίου. Στους ελεύθερους χώρους του οικοπέδου πέρα από την παρέμβαση του Ο.Σ.Κ. με τη δημιουργία γηπέδου μπάσκετ και πάρκου που δεν είναι προσβάσιμα από το εργοστάσιο, υπάρχει ένας γυμνός φέρων οργανισμός που είναι τοποθετημένος στη θέση της παλιάς προέκτασης του εργοστασίου που κάηκε το 1950 και επιτρέπει το κρέμασμα πανιών για την προστασία των αυτοκίνητων του παρκινγκ. Επιπλέον άναρχη φύτευση καλύπτει σε πολλά σημεία τον υπαίθριο χώρο.
Η ύπαρξη χώρων πρασίνου αλλά και η έλλειψη εκπαιδευτικών και πολιτιστικών υποδομών της περιοχής, κάνουν αναγκαία την επανάχρηση του εργοστασίου ως βιομηχανικού πάρκου που θα εξυπηρετήσει τις προαναφερθείσες ανλαγκες σε τοπική ή υπερτοπική κλίμακα. Η δεσπόζουσα επιμήκης μορφή του παλιού υφαντηρίου και τα υπόλοιπα κτήρια προσφέρουν πλειάδα αρχιτεκτονικών επιλογών με την ταυτόχρονη ανάδειξη τους ως κατασκευές του βιομηχανικού παρελθόντος του τόπου μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Kωνσταντίνα Δεμίρη, «Τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία», ΕΤΒΑ, 1991
• Ελένη Μαϊστρου, Όλγα Βογιατζόγλου, Έφη Καραθανάση, Μαρία Καρατζίδου, «Η βιομηχανική κληρονομιά της Νέας Ιωνίας», ΕΤΒΑ, 2002
• Επιστημονικό Συμπόσιο, «Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα - Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα», Σχολή Μωραϊτη, 1999
Το άρθρο συντάχθηκε με αφορμή τη διπλωματική εργασία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., «Πειραματικό Εκπαιδευτικό κέντρο στο εργοστάσιο της Ελληνικής Εριουργίας» που πραγματοποιήθηκε από τον υπογράφοντα και την Κωννσταντίνα Σταμπούλογλου.
nistam@hotmail.com