Στις ψηλές κορφές του Ολύμπου, εκεί που τελειώνουν τα χαλιά από τα φύλλα των δέντρων, πάνω σε ένα βράχο, στεκόταν ένας Κουφαλούπης. Περίμενε το εγγόνι του να φέρει τροφή και να μιλήσουν λίγο. Από ψηλά, ίδιο με το πέταγμα του αετού, κάνοντας ένα κύκλο πάνω από τον βράχο φτάνει ο νεότερος Κουφαλούπης και καθίζει πλάι στον παππού του.
-Καλημέρα παππού
-Καλή σου μέρα γιέ μου
Τα δύο πουλιά αγνάντευαν από ψηλά το μπλε του Αιγαίου, ώσπου κάποια στιγμή λέει ο παππούς στο εγγόνι του:
-Παιδί μου, θυμάσαι που έλεγα ότι η καταγωγή μας βαστάει από την Ουρανιά; Το μόνο που γνωρίζω είναι πως το βουνό αυτό βρίσκεται σε μακρινό νησί. Εκεί έκτισαν την πρώτη τους φωλιά οι μακρινοί μας πρόγονοι.
-Μα είναι δυνατόν να το ξεχάσω! Σχεδόν κάθε μέρα μου το λες.
-Θέλω μια χάρη να σου ζητήσω, να πας να βρεις την Ουρανιά και να ξαναχτίσεις τη φωλιά μας. Εκεί είναι η ιστορία μας.
Ο μικρός Κουφαλούπης δεν αρνήθηκε, όπως και δε ρώτησε που περίπου βρισκόταν το βουνό. Ήταν σίγουρος ότι το ένστικτο του, θα τον οδηγούσε στο πρώτο τους σπίτι.
Τα δέντρα του Ολύμπου άκουσαν τη συζήτηση και ήξεραν που είναι η Ουρανιά. Ο άνεμος τούς είχε μάθει όλα τα ονόματα και τις τοποθεσίες από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό βουνό της Ελλάδας. Ήθελαν να του πουν ότι είναι νότια και κεντρικά της Νάξου, όμως σώπασαν, ήταν σίγουρα για τον Κουφαλούπη τους.
Το επόμενο πρωινό λίγο πριν ξεκινήσει το ταξίδι του για την Ουρανιά ο παππούς του φωνάζει δυνατά:
-Να μην ξεχάσεις, ότι ο Βασιλιάς των πουλιών στο νησί των προγόνων μας είναι ο Κουφαλούπης.
Το πουλί τίναξε τα μεγάλα φτερά του και έφυγε. Έκανε ένα μεγάλο κύκλο πάνω από τις Σποράδες, κανένα βουνό δεν έμοιαζε στην Ουρανιά. Πέταξε πάνω από τη Σκύρο και την Εύβοια, κανένα βουνό δεν ταίριαζε με το όνομα Ουρανιά. Με δυο κύκλους βρέθηκε πάνω από τις Κυκλάδες και η ματιά του καρφώθηκε στο νησί με τα περισσότερα βουνά. Πέταξε χαμηλά και πέρασε σχεδόν από όλες τις βουνοπλαγιές. Ένα βουνό που στη μεγάλη ράχη του έσβηνε ο ουρανός, του έκανε εντύπωση. Κατάλαβε πως ήταν η Ουρανιά μα ήθελε να δει και άλλα σημάδια για να βεβαιωθεί οριστικά.
Λίγο πριν νυχτώσει άφησε τις βουνοπλαγιές και κατέβηκε κάτω στον κάμπο να βρει τροφή, νερό και κάπου να κοιμηθεί. Αφού έφαγε έναν παχύ κόκορα, και ήπιε νερό από την βρύση της Αδυσαρού, κάθισε σε ένα ξερόκλαδο στην κορυφή μιας αιωνόβιας Ελιάς να περάσει τη νύκτα του.
- Καλησπέρα, είπε ο Κουφαλούπης στην Ελιά.
-Καλώς τον, είπε η Ελιά.
-Πώς λέγεται ο τόπος;
-Λαθρήνος ονομάζεται. Σε ευχαριστώ που μου μίλησες. Είχα να μιλήσω 40 χρόνια.
-Τόσο πολύ!
-Ναι μια μέρα ήρθε ένας γεωργός να κόψει το ξερό μπράτσο μου, αυτό που κάθεσαι τώρα. Του μίλησα παρακαλετά να μην το κόψει διότι σε αυτό κάθονται όλα τα πουλιά της περιοχής. Το Φθινόπωρο κάθονται τα σγαρδέλια, οι καλόγριες, τα φλορίνια. Το χειμώνα οι σπίνοι, οι χιονιταράδες, οι φίστες, οι γερακότσιχλες, ο μοναχικός νερουλάς. Την Άνοιξη οι σιταρήθρες, οι τσαλαπετεινοί, τα κιτρινόπουλα, τα τρυγόνια. Και το καλοκαίρι οι μελισσοφάδες, οι ασπροκόλλες και οι τριγωνάτοι κεφαλάδες.
Αν καμαρώνω για κάτι στη ζωή, είναι ο καρπός μου και το μεγάλο ξερό κλαδί μου.
Η Νύχτα έπεσε για τα καλά στον Λαθρήνο.
-Καλή σου Νύχτα, είπε ο Κουφαλούπης στην Ελιά.
-Καλό σου Βράδυ, είπε η Ελιά.
Ο Κουφαλούπης με στραμμένο το αριστερό του μάτι προς το βουνό που πίστευε πως είναι η Ουρανιά, βλέπει το Φεγγάρι σιγά, σιγά να βγαίνει από την κορυφή του. Μετά από μία ώρα βλέπει τις Πήχες τα τρία γειτονικά αστέρια να ανατέλλουν από το ύψωμα του βουνού. Από πίσω βγήκε ο Σύριος λαμπρός, λαμπρός. Σειρά είχε το τρεμάμενο φως του Μεσανύχτη.
Συλλογίζεται από μέσα του και λέει:
-Όλα τα ουράνια σώματα προβάλουν από το πλάτωμα αυτού του βουνού. Σίγουρα το πρωί θα ακολουθήσουν ο Αυγερινός και ο Ήλιος. Τώρα είμαι σίγουρος πως αυτό το βουνό είναι η Ουρανιά.
Ήρθε η αυγή και ο Κουφαλούπης ξεκίνησε για να βρει την φωλιά των προγόνων του. Καθώς πέταγε βλέπει μια Πέρδικα να αγκαλιάζει με ανοικτές τις φτερούγες της το πλευρό του βουνού προσπαθώντας να αποφύγει την τουφεκιά του κυνηγού. Χωρίς να σκεφτεί βουτάει και πιάνει με τα γερά του πόδια, από τις φτερούγες την πέρδικα, γλυτώνοντας την από τη δεύτερη τουφεκιά. Τα σκάγια θρόισαν στα σκληρά σκούρα καφέ φτερά του Κουφαλούπη χωρίς να του κάνουν κακό. Πήρε το τρομαγμένο πουλί και το πήγε μακριά από τους κυνηγούς.
-Σε ευχαριστώ πολύ. Μου έσωσες τη ζωή, λέει η Πέρδικα.
-Μόνο που σου μάδησα τις φτερούγες από το κράτημα μου. Τώρα θα αργήσεις να ξαναπετάξεις.
-Να μην στεναχωριέσαι εγώ από μικρό παιδί είμαι βαδιστής. Άλλωστε σίγουρα θα έχεις ακούσει για το λεβέντικο περπάτημα μου. Τις φτερούγες τις θέλω μόνο όταν κλωσήσω τα πουλιά μου, για να πετάξω από το Ξέρος στη βρύση του Μερσινού να τους κουβαλήσω νερό με το βελανίδι στο στόμα, και ξανά πάλι μέχρι να ξεδιψάσουν.
-Δηλαδή αν έλειπαν οι άνθρωποι να σε ξεσηκώνουν σπάνια θα σε βλέπαμε να πετάς.
-Αχ αυτοί οι άνθρωποι αν ήξεραν πως για κάθε πέρδικα που σκοτώνουν, περνάνε και μια στεναχώρια στη ζωή τους. Δεν θα μας πείραζαν ποτέ.
-Οι στεναχώριες και οι χαρές της ζωής είναι πολλές και μπερδεύονται μεταξύ τους. Δύσκολα θα το καταλάβουν αυτό οι άνθρωποι.
-Μα είναι στη ζωή οι χαρές πολλές;
-Φυσικά είναι πολλές, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Το ότι εμείς οι δύο, αυτή τη στιγμή μιλάμε ήρεμα, και αυτό χαρά είναι. Πρέπει να σε αφήσω όμως τώρα γιατί ψάχνω τη φωλιά των προγόνων μου.
-Στάσου για να σε ευχαριστήσω θα σου μιλήσω για τον τόπο μου.
Τα πουλιά καθόντουσαν στην Βόρια πλευρά του Βουνού και ο αέρας τα κτυπούσε στο πρόσωπο και το απολάμβαναν. Αν ξαφνικά άλλαζε ο καιρός σίγουρα θα πήγαιναν στη νότια πλευρά του βουνού να βάλουν τα στηθούρια τους μπροστά στον άνεμο.
Η Πέρδικα γέρνει το κεφάλι της προς το Κουφαλούπη και άρχισε να λέει για τα βουνά της περιοχής:
Δεξιά μας είναι ο Ζας εδώ μεγάλωσε ο Δίας. Μπροστά μας είναι ο Άη Μπαμπάς, το όνομα του το πήρε από μια παλιά εκκλησία που λεγόταν Άγιος Μπαμπάς σήμερα έχει το όνομα Άη Λευτέρης. Το βουνό απέναντι ονομάζεται Άη Λιάς. Στην κορυφή του βρίσκεται ο Προφήτης Ηλίας και στη μέση η Καλορίτσα. Είναι ένα σπήλαιο με μικρούς σταλακτήτες αφιερωμένο στην Παναγιά. Δίπλα μας το Ξέρος. Ψηλά βρίσκεται ένα απότομο γκρεμνό. Μόλις οι ακτίνες του ήλιου κτυπήσουν σε αυτό τότε αρχίζει το μεσημέρι. Είναι το ρολόι των βοσκών και των γεωργών.
Δυτικά βλέπουμε το Πάνω Νίπος και το Κάτω Νίπος. Το κάτω Νίπος έχει μια σπηλιά όπου στη βαρυχειμωνιά μέσα γεννάνε οι κατσίκες και τα πρόβατα. Όμως αν υπάρχει στην περιοχή άρρωστο ζώο πάει στη σπηλιά και πεθαίνει. Απέναντι το Κάστρο του Απαλίρου. Τα τείχη και οι εκκλησιές του προστάτευαν τους ανθρώπους της γύρω περιοχής. Γύρω γύρω από το βουνό σε κάθε ανέβασμα υπάρχουν σωροί από πέτρες και μικρά χαλίκια. Μόλις ανέβαιναν οι Πειρατές υποχρεωτικά τα πατούσαν και ακουγόταν τα βήματα τους. Ονομάζεται του Απαλίρου από τις απαλιριές που έχουν φυτρώσει στο βουνό.
Στα πόδια του Κάστρου βρίσκονται τρεις πλαγιές το Σπαθόγκρεμο από του πολλούς ασπαλάρθους, το Λιόγκρεμο από τις πολλές ελιές και ο Μπαλοματάρης, όπου οι άνθρωποι λένε ότι ίσως κάποτε να ζούσε στον λόφο αυτό ένας μπαλωματής. Εμείς οι πέρδικες πιστεύουμε ότι το όνομα του βγαίνει από ένα μικρό δάσος από φίδες που μοιάζει σαν μπάλωμα στη κορυφή του.
Οι τέσσερις λόφοι που βλέπεις πίσω μας είναι το Ζάδι, το Άσπρο Κορφάρι, το Λιοβούνι, και το Κατσοπούλι. Το Ζάδι πήρε το όνομα του από τα ζα που βόσκουν πάνω του, το Άσπρο Κορφάρι από τα κατάλευκα μάρμαρα του, το Λιοβούνι από τις αγριλιές και το Κατσοπούλι από τις μπεκάτσες, τα πουλιά που τους αρέσει να κρύβονται στα πυκνά φιδωπά του.
Πιο κάτω οι τέσσερις πυκνές πλαγιές που βλέπεις είναι η Μέλισσα, ο Καβαλάρης, το Κύλος και το Πλάτωμα. Ο Καβαλάρης πήρε το όνομα του από ένα γενναίο παλικάρι που κάθε νύχτα καβάλα στο άλογο του πρόσεχε τον τόπο από τους πειρατές. Το Κύλος γιατί είναι στρογγυλό ενώ το Πλάτωμα λένε ότι το όνομα το έδωσε ο ίδιος ο Θεός. Μόλις έπλασε αυτό το πλατύ στερέωμα το περπάτησε και καθώς αγνάντευε τα δημιουργήματα του το βάπτισε Πλάτωμα.
Κοίταξε προς τη θάλασσα και θα δεις τον Πύργο, το Κουμαρό, το Αβάνι, και την Βρεγμένη. Σήμερα στα δύο πρώτα βουνά, πύργος και κουμαριές δεν υπάρχουν, μα οι ονομασίες τους φανερώνουν την ιστορία τους. Το Αβάνι πήρε το όνομα του από την Βάνα ένα μικρό πηγαδάκι που βρίσκεται στα πλευρά του, από την μεριά του Καλαντού. Ενώ η ράχη της Βρεγμένης είναι το νοτιότερο βουνό της Νάξου που βρέχεται από τη Θάλασσα.
Τέλος προς τη Δύση αυτή η μεγάλη πλαγιά που βλέπουμε είναι η Ράχη. Στη Ράχη όταν δύει ο Ήλιος τέρμα αριστερά, έχουμε την μικρότερη μέρα του χρόνου, ενώ όταν δύει τέρμα δεξιά της έχουμε την μεγαλύτερη.
-Θα σου μιλήσω και για τα μνημεία του τόπου μου. Θα ξεκινήσω από το Βορρά προς το Νότο. Κάτω μας είναι ο Άη Γιώργης. Δίπλα του είναι η Βρύση του Μερσινού. Στις πρόποδες του Άη Λια υπάρχει ο Τίμιος Σταυρός και ο Άγιος Νικήτας. Μέσα στο ρέμα βρίσκεται η Παναγιά της Σπηλιάς, πιο πάνω η Παναγιά η Αρκουλού, ακολουθούν ο Άη Γιάννης, ο Άη Νικόλας, ο Χριστός και ο Άη Βλάσης.
Βλέπεις λίγο άσπρο πάνω στον λόφο είναι τα μάρμαρα του ναού της Δήμητρας. Πιο πάνω είναι ο Άη Γιώργης κι ο Άη Νικόλας οι Λαθρηνιώτες, ο Άη Θωμάς, ο Άη Γιάννης ο Θεολόγος, ο Άη Επιφάνης, ο Άη Γιάννης ο Πρόδρομος, η Αγιά Μαρίνα στο Μπαούζι, η Αγιά Μαρίνα στον κάμπο του Φονιά, η Θεοσκέπαστη στο Καστρο, o Άη Γιώργης στην Κρήνη, ο Άη Γιώργης κι ο Άη Στέφανος στον Μαραθό, ο Άη Ισίδωρος στην βρύση Αδυσαρού, ο Άη Γαλάτης, ο Άη Γιάννης στον Αρχατό, η Παναγιά του Αρχατού, η Παναγιά της Γιαλούς, ο Άη Σώζος της Γιαλούς.
Το τελευταίο εκκλησάκι που βλέπεις δίπλα στη θάλασσα είναι ο Άη Σώζος της Αγιασσού. Η λάσπη για να κτιστεί δεν έγινε με νερό αλλά με λάδι και κρασί. Γιατί ένα βράδυ με μεγάλη θαλασσοταραχή, ναυάγησε ένας έμπορος που στο καράβι είχε μεθύρια με λάδι και κρασί. Ο έμπορος καθώς πάλευε με τα κύματα είπε στον Θεό, πως αν σωθεί θα χτίσει ένα εκκλησάκι με λάδι και κρασί.
Ο Κουφαλούπης μαγεύτηκε από τα λόγια και τις εικόνες. Σιγανά, σιγανά επανέλαβε:
- Αβάνι, Πλάτωμα, Απαλίρου, Σπαθόγκρεμο, Άγιος Επιφάνης, Άγιος Σώζος, Μερσινός, Άγιος Γαλάτης, Καλαντός, Κρήνη μα τι όμορφα ονόματα έχει αυτός εδώ ο τόπος!
Η Πέρδικα τον διέκοψε και είπε βιαστικά:
- Ω μα την πιο όμορφη ονομασία έχει η κορυφή που βρισκόμαστε τώρα.
-Ξέχασα να σου πω ότι το βουνό που πατάμε λέγεται Ουρανιά, έχει το πιο ωραίο και πιο λεβέντικο όνομα.
Η καρδιά του Κουφαλούπη σκίρτησε μόλις άκουσε το όνομα Ουρανιά. Είπε ευχαριστώ στην Πέρδικα, τίναξε τα φτερά του και έφυγε να ψάξει στα γκρεμνά για την φωλιά. Έκανε το γύρω του βουνού πέρασε από τη Μουσκουλιά, από τα Πατήματα, χαμήλωσε στα Κουτσούρια, έστριψε στο πέρασμα του Χαλτσά, γύρισε από τη Σκάλα του Μαραθού και πάνω από την Πιάσα αντίκρισε τα πιο απότομα γκρεμνάρια.
-Σίγουρα η φωλιά μας είναι εδώ.
Χωρίς κόπο πολύ την βρήκε. Ήταν το μοναδικό δύσβατο σημείο στο βουνό που το πρωί φαινόταν η Ανατολή και το απόγευμα η Δύση. Αρέσει αυτό σε όλα τα πουλιά το πρωί να βλέπουν το λευκό χάραμα, και λίγο πριν το βράδυ να αγναντεύουν μακριά την κόκκινη Δύση.
Μοναδικά κομμάτια που θύμιζαν την φωλιά ήταν κάτι ασπρισμένα από τον ήλιο, ξεφλουδισμένα κομμάτια από ξύλο φίδας.
Αμέσως ξεκίνησε το έργο του. Κουβάλησε φίδες από την Πιάσα, σκοινιά από το Μαραθό, αγριλιά από το Λιοβούνι, θύμια από το Κάστρο, ασπαρθιές από την Φοινικιά, αέλαμοι από τον Κάμπο του Θεού, κληματόβεργες από το Μπαούζι, κατσοπυρνιά από τα Ροαλίδια, αξαριές από τις Βούβες, αγιόκλημα από το κορφάρι του Ψαρογιάννη. Ήθελε όλη η φωλιά να είναι ο γύρω τόπος. Κάθε φορά που έβαζε και ένα κλαδί και πετούσε να φέρει ένα άλλο, πάντα γυρνούσε τη ματιά του προς τη φωλιά και καμάρωνε το έργο του από μακριά.
Η Ουρανιά και τα γκρεμνά ήταν περήφανα για τον Κουφαλούπη.
Η φωλιά τελείωσε κάθισε δίπλα της και κοίταζε το δειλινό. Η Δύση φαινόταν καθαρή, αύριο θα είναι καλοσύνη συλλογίστηκε, θα μπορέσω να ταξιδέψω και να μεταφέρω το ευχάριστο νέο στον Παππού μου.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου πέρασαν πάνω από την Ουρανιά και έπεσαν στην πεδιάδα του Μπαούζι. Ο Βασιλιάς των πουλιών της Νάξου έκανε ένα μικρό κύκλο πάνω από τη φωλιά και στη συνέχεια κάνοντας έναν μεγαλύτερο πέρασε πάνω από τα ερείπια του Άη Γιώργη, είδε το Κάστρο του Απαλίρου γκρεμισμένο, την Καλορίτσα και την Αγιά Μαρίνα βουλισμένες, τον Άγιο Επιφάνη κατεστραμμένο, τον Άη Σώζο χωρίς σκεπή και είπε από ψηλά:
-Αν γινόμουν βασιλιάς των ανθρώπων από την πρώτη μέρα θα ξαναέκτιζα όλα τα Βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας.
Άφησε την Ουρανιά και τη Νάξο και με ένα μεγάλο κύκλο έφτασε στον Όλυμπο.
…
Ο χειμώνας έφυγε και οι πρώτες ανοιξιάτικες ημέρες έκαναν την εμφάνιση τους.
Η Νύχτα στο Μπαούζι προετοίμαζε την αυριανή ηλιόλουστη ημέρα.
Οι Κουκουβάγιες που έμεναν στα χαλάσματα των εκκλησιών λίγο πριν τα μεσάνυχτα βγήκαν και είπαν στη Νύχτα:
-Αύριο θα έχουμε λιακάδα.
-Ευχαριστώ είπε η Νύχτα.
-Έχουμε και ένα νέο να σου πούμε.
-Θέλω να το ακούσω.
-Πριν δύο μήνες ένας Κουφαλούπης πέρασε από πάνω μας. Καθώς πετούσε μέσα από τα θεμέλια των εκκλησιών ακουγόταν ο Ακάθιστος Ύμνος.
-Κάποτε η ανάγκη και η πίστη έκανε τους ανθρώπους να τα κτίσουν. Έρχονται δύσκολες μέρες. Οι Έλληνες όμως, σύντομα θα τα ξανακτίσουν όπως παλιά.
iservos@gmail.com