Το τοπίο
Χρυσαφίνα Γέροντα, αρχιτέκτονας |
Α. Το δίκιο, η φωνή και η αλήθεια του Τοπίου Το τοπίο αποτελεί μια πολυδιάστατη έννοια που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ποικιλία προσεγγίσεων και νοημάτων από διάφορες επιστήμες και χώρες. Ο ορισμός που δίνει η ευρωπαϊκή σύμβαση για το τοπίο (Φλωρεντία, 2000) επιτρέπει να γίνει η απαραίτητη διαφοροποίηση μεταξύ τοπίου και γεωγραφικού χώρου, η οποία βασίζεται κυρίως στη συμμετοχή και την παρουσία ενός αϋλου δομικού στοιχείου του τοπίου που αφορά τις αξίες και τα νοήματα που προσδίδονται σε αυτό από τους ανθρώπους, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον χώρο. Η παρουσία φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων που συνεργούν στην κατασκευή (δημιουργία και αλλαγή) του τοπίου, προσδίδουν στο τοπίο ταυτόχρονα φυσική αλλά και πολιτισμική αξία και το καθιστούν μαρτυρία της αμφίδρομης και αέναης σχέσης επιροής μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος. Σε αυτή την αέναη σχέση οφείλεται και η δυναμικότητα του τοπίου ικανή να εκφράσει και να κάνει αντιληπτές τις κοινωνικοοικονομικές και περιβαλλοντικές αλλαγές και μεταμορφώσεις που εξελίσσονται εντός ενός γεωγραφικού χώρου. Στην ελληνική πραγματικότητα η λέξη τοπίο μοιάζει να απουσιάζει αισθητά από το καθημερινό λεξιλόγιο πολλών Ελλήνων. Την ίδια στιγμή που σε διεθνές επίπεδο γίνεται έως και κατάχρηση του όρου, προσδίδοντας στο τοπίο ποικίλα προσδιοριστικά επίθετα (αστικό, πολιτισμικό, καταναλωτικό, ακραίο, βιώσιμο), στην Ελλάδα το τοπίο συχνά παρερμηνεύεται και ταυτίζεται με το περιβάλλον (μια ανεξάρτητη οντότητα) ή με περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Αντίθετα το τοπίο είναι μια ανθρώπινη επινόηση και υφίσταται οπουδήποτε αρκεί να γίνει αντιληπτό από τον άνθρωπο. Αυτό το γεγονός αντικατοπτρίζεται και στην ελληνική νομοθεσία, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην οικολογική διάσταση του τοπίου, θέτοντας σε δεύτερο και ασαφή επίπεδο την πολιτισμική αλλά κυρίως την κοινωνική διάστασή του. Πιο συγκεκριμένα, παρότι ο Νόμος για την προστασία του περιβάλλοντος (Ν.1650/1986) με τις σχετικές του μεταγενέστερες τροποποιήσεις (2011 – έντεκα χρόνια μετά την υπογραφή της ευρωπαϊκής σύμβασης για το τοπίο) κάνει για πρώτη φορά άμεση αναφορά στο τοπίο, αναγνωρίζοντας τη συνύπαρξη τόσο των φυσικών όσο και των ανθρωπογενών χαρακτηριστικών του, προσδιορίζει και θέτει υπό προστασία αποκλειστικά την υλική διάσταση του τοπίου (προστατευόμενα χαρακτηριστικά τοπίου: αλσύλια, παραδοσιακές καλλιέργειες, αγροικίες, μονοπάτια, πέτρινοι φράχτες, ξερολιθιές και αναβαθμίδες, κρήνες). Είναι προφανές ότι με αυτό τον νόμο έγινε μια προσπάθεια συγχώνευσης ορισμένων προϋπαρχουσών νομοθεσιών (περιβαλλοντική, δασική, αρχαιολογική και αρχιτεκτονική) χωρίς την απαραίτητη επανερμηνεία του όρου και την ανάδειξη της πολυσημαντικότητας του τοπίου. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός συμπλέγματος προστατεύομενων περιοχών που συχνά επικαλύπτονται και καθιστά προβληματική την αξιολόγηση, τη διαχείριση, τον σχεδιασμό και επομένως τη μέλλοντικη εξέλιξη των ελληνικών τοπίων. Σε αυτή την ασαφή και προβληματική κατάσταση του ελληνικού τοπίου εκτός από την απουσία μιας διακριτής πολιτικής για το τοπίο σημαντικό ρόλο έχει και η μη αναγνώριση του τοπίου εκ μέρους των πολιτών ως δημόσιου αγαθού αλλά και ως πηγής αναζήτησης μιας πολιτισμικής συνέχειας και ενός κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού που θα συντελούσαν στην άμεση οικειοποίηση του χώρου και στην ανάπτυξη συνείδησης και αισθήματος για την προστασία του τοπίου από τους ίδιους τους πολίτες. Είναι λοιπόν αισθητή η «έλλειψη μιας, αντίστοιχης προς την ευρωπαϊκή, συνείδησης του τοπίου στη σύγχρονη Ελλάδα» (Terkenli and Pavlis, 2011) Β. Η εκμετάλλευση του τοπίου Η αντιμετώπιση του τοπίου ως πόρου για την τοπική ανάπτυξη, οδηγεί συνήθως σε προτάσεις που κινούνται κυρίως προς την κατεύθυνση της προώθησης του τουρισμού, με όλες τις συνεπαγόμενες αρνητικές αλλαγές στο τοπίο που επιφέρει ένας πιθανά πρόχειρος τουριστικός σχεδιασμός και μια κακή τουριστική διαχείριση (υλικές ζημίες των τοπικών πόρων κ.τ.λ.) αλλά και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις της «πώλησης» της εικόνας του τόπου που δεν αποτελεί αναγνώριση και εκτίμηση της ταυτότητας του, αλλά εργαλείο για την προώθηση του στην αγορά με μοναδικό στόχο την επίτευξη μιας οικονομικής «βιωσιμότητας» εις βάρος των ανθρώπινων πόρων της τοπικής κοινότητας. (Castiglioni, B. 2007) Όταν το τοπίο αντιμετωπίζεται ως έσοδο ή ως επένδυση, επομένως ως εμπορεύσιμος πόρος, η αξιολόγηση του συχνά συνδέεται με την ποσοτική του διάσταση. Αντίθετα, η αξιολόγηση του τοπίου ως πόρου ποιοτικής διαβίωσης απαιτεί πολυσύνθετα κριτήρια με τα οποία το τοπίο θα όφειλε να αξιολογείται σαν ένα στοιχείο που συντελεί στην ευημερία αυτών που το ζουν ή το επισκέπτονται. Ειδικότερα για τον τουρισμό το τοπίο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία και σημασία λόγω της αδιάρρηκτης σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ τοπίου και παρατηρητή, μέσα από τις εμπειρίες της περιήγησης, της γνωριμίας, της ανάπαυσης, της ψυχικής ανάτασης, της έμπνευσης, της απόλαυσης κ.λπ. του επισκεπτόμενου χώρου (Terkenli, 2004) Γ. Η αλλαγή και η αξιολόγηση του τοπίου Η αλλαγή όμως θα έπρεπε να αναλύεται με βάση το τι άλλαξε στο τοπίο στο σύνολο του, την ένταση με την οποία έγινε η αλλαγή και φυσικά το πότε (ο χρονικός παράγοντας). Αν θεωρήσουμε το τοπίο ως σύστημα διαφόρων στοιχείων που χαρακτηρίζεται από νοήματα και σχέσεις μεταξύ αυτών των στοιχείων, η ανάγνωση της αλλαγής του βασίζεται στον εντοπισμό των λειτουργικών και οικολογικών στοιχείων, νοημάτων (σύμβολα και αξίες), αρμονικών σχέσεων που χάθηκαν, αυτών που μετατράπηκαν και αυτών των νέων που προστέθηκαν και δημιούργησαν το νέο τοπίο. Η παρατήρηση των νέων στοιχείων κυρίως κρίνεται απαραίτητη για την αποφυγή νοσταλγικών προσεγγίσεων που εμμένουν στις απώλειες, αγνοώντας τα κέρδη που αποκομίσθηκαν από την αλλαγή του τοπίου. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την αξιολόγηση της αλλαγής υπό τους όρους της βιωσιμότητας θα μπορούσε να είναι αυτός της αναστρεψιμότητας της, τουλάχιστον για ορισμένες οπτικές αξιολόγησης (λειτουργική, οικολογική κ.τ.λ.) καθώς δεδομένης της δυναμικής φύσης του τοπίου, μια ολιστική θεώρηση της αναστρεψιμότητας του θα ήταν παράδοξη. Στον εντοπισμό των στοιχείων ή των χαρακτηριστικών ενός τοπίου που κρίνονται ως διατηρητέα είναι απαραίτητη φυσικά η εκτίμηση των ειδικών αλλά και η σύγκλιση της με τη γνώμη των ανθρώπων που έχουν άμεση καθημερινή επαφή και επιρροή στο τοπίο μέσω συμμετοχικής διαδικασίας, όπως προτείνεται από την ευρωπαϊκή Σύμβαση. Η πολυπλοκότητα που προκύπτει από την ανάγνωση των αλλαγών στο τοπίο λόγω των ποικίλων προσεγγίσεων μπορεί να δημιουργήσει αναμφίβολα σύγχυση. Ωστόσο, μπορεί επίσης να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το ίδιο το τοπίο είναι ένα δυνατό σημείο συνάντησης μεταξύ διαφόρων επιστημών, διαφορετικών στοιχείων, μεταξύ φύσης και πολιτισμού, υποκειμενικής και αντικειμενικής προσέγγισης, μεταξύ υλικού και το άυλου. Αν το τοπίο θεωρηθεί λοιπόν ως μια ολιστική έννοια, τότε όσον αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης, αυτή η διάσταση του μπορεί να φανεί σημαντική και ουσιαστική. Με αυτή την έννοια, αν το τοπίο διηγείται τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και γεωγραφικού χώρου, μπορεί να αποτελέσει ένα σύνθετο δείκτη ικανό να αναδείξει μια τέτοια ευρεία ποικιλία θεμάτων. Η ζωντάνια με την οποία σήμερα, σε διεθνές επίπεδο, ακούγονται πολλές φωνές που μιλούν για το τοπίο (παρά το γεγονός ότι αποτελεί κίνδυνο υποτίμησής του) μπορεί να αναδειχθεί σε μια αξιοποιήσιμη ευκαιρία για την αντιμετώπιση σύνθετων ζητημάτων όπως αυτού της βιωσιμότητας. (Castiglioni, B. 2007)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
|
28/12/2012 |