Το High Line Park της Νέας Υόρκης είναι αυτό ακριβώς που μαρτυρά το όνομά του: ένα υπερυψωμένο γραμμικό πάρκο στο δυτικό Manhattan. Μία αστική διαδρομή πρασίνου σχεδιασμένη και διαμορφωμένη επάνω στα απομεινάρια ενός εγκαταλελειμμένου σιδηροδρομικού άξονα.
Η γραμμή High Line δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1930 στo πλαίσιο ενός προγράμματος με τον τίτλο West Side Improvement Project και με σκοπό να αντικαταστήσει μία παλαιότερη σιδηροδρομική γραμμή που έτρεχε μέχρι τότε στο επίπεδο του δρόμου. Η γραμμή αυτή εξυπηρετούσε τις μεταφορές εμπορευμάτων της σημαντικότερης βιομηχανικής ζώνης του Manhattan. Η συνύπαρξη όμως της λειτουργίας των τρένων με τα υπόλοιπα οχήματα αλλά και με τις ροές των πεζών δημιουργούσαν συχνά κυκλοφοριακά προβλήματα, καθώς και πλήθος ατυχημάτων με αποτέλεσμα η Δέκατη Λεωφόρος (10th Avenue) να μετονομαστεί άτυπα σε Λεωφόρο του Θανάτου (Death Avenue). Έτσι, το 1929 αποφασίστηκε η δημιουργία ενός νέου υπερυψωμένου σιδηροδρομικού άξονα, σε απόσταση από το επίπεδο του δρόμου, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1934 και εξυπηρετούσε τη διαδρομή από το St John’s Park Terminal έως την 34η Οδό (34th Street). Η διαδρομή αυτή διατρέχει το Meatpacking district, που άλλοτε φιλοξενούσε τα σφαγεία της πόλης, και το West Chelsea για να καταλήξει στα αμαξοστάσια του δυτικού Manhattan (γνωστά ως West Side Rail Yards).
Ο σχεδιασμός της νέας γραμμής επέτρεπε τη διέλευση των τρένων μέσα από βιομηχανικά συγκροτήματα της περιοχής, διευκολύνοντας τη μεταφορά των προϊόντων χωρίς καμία αλληλεπίδραση με την κυκλοφορία στο επίπεδο του δρόμου. Τρόφιμα και άλλα προϊόντα συσκευάζονται, φορτώνονται και μεταφέρονται σε μία συνεχή ροή, καθώς τα τρένα έχουν τη δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας με το εσωτερικό των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και των αποθηκών. Με το πέρασμα του χρόνου, η λειτουργία της γραμμής High Line αρχίζει να υποχωρεί, καθώς ενισχύονται περισσότερο οι υπεραστικές σιδηροδρομικές συνδέσεις της χώρας. Παράλληλα, ξεκινά και η αποβιομηχάνιση της ζώνης του δυτικού Manhattan, με αποτέλεσμα τη δεκαετία του 1980 να επέλθει η οριστική παύση της λειτουργίας της γραμμής, ενώ ήδη από τη δεκαετία του 1960 έχει κατεδαφιστεί το νοτιότερο τμήμα της μέχρι την Gansevoort St.
Από τη χρονική αυτή στιγμή εγκαινιάζεται μία εποχή κατά την οποία ο άξονας της High Line εγκαταλείπεται και παραδίδεται πλήρως στην επίδραση του χρόνου. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο η περίοδος αυτή αποτελεί μία ιδιαίτερα σημαντική φάση της ιστορίας της σιδηροδρομικής γραμμής, καθώς στο χρονικό διάστημα που ξεκινά από τη δεκαετία του 1980, θα καθιερωθεί στη μνήμη των κατοίκων ως αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης, αλλά και ως ένα πολύτιμο τεκμήριο της βιομηχανικής της ιστορίας. Σταδιακά οι κάτοικοι αρχίζουν να αντιδρούν με διάφορους τρόπους στην ολοκληρωτική κατεδάφιση της κατασκευής και να διεκδικούν είτε την επαναλειτουργία είτε την επανάχρησή της. Η δυναμικότερη έκφραση αυτών των διεκδικήσεων ήταν η ίδρυση της ένωσης Friends of the High Line το 1999 από δύο κατοίκους της περιοχής, τους Joshua David και Robert Hammond, με βασικό αίτημα τη διατήρηση του σιδηροδρομικού άξονα και τη μετατροπή του σε ελεύθερο χώρο, ανοικτό στους πολίτες.
Επιπλέον, η μορφή που θα πάρει η σιδηροδρομική γραμμή λόγω της εγκατάλειψης κατά το διάστημα αυτό θα αποτελέσει βασικό στοιχείο του μελλοντικού σχεδιασμού του πάρκου, όπως περιγράφεται και παρακάτω. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και για 20 περίπου χρόνια το κατάστρωμα του σιδηροδρόμου θα κατακλυστεί από αυτοφυή βλάστηση και θα καταστεί σχεδόν απροσπέλαστο. Αυτή την εικόνα της εγκαταλελειμμένης γραμμής θα συγκρατήσει στη μνήμη της η τοπική κοινωνία και την ίδια εικόνα θα επιδιώξει να αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό η ομάδα σχεδιασμού του μελλοντικού πάρκου.
Το 2002 ο Δήμος της Νέας Υόρκης αποφασίζει την διατήρηση και επανάχρηση του εγκαταλελειμμένου σιδηρόδρομου και το 2004 σε συνεργασία με την ένωση Friends of the High Line επιλέγει την ομάδα που θα αναλάβει τον σχεδιασμό του νέου πάρκου. Η ομάδα αυτή αποτελείται από τα αρχιτεκτονικά γραφεία james Corner Field Operations και Diller Scofidio+Renfro, αλλά και από τον σχεδιαστή κήπων Piet Oudolf. Μέχρι στιγμής έχουν παραδοθεί στο κοινό τα δύο από τα τρία τμήματα που αποτελούν το High Line Park, από την Gansevoort Street έως την 30η Οδό (30th Street), ενώ το τελευταίο τμήμα μέχρι το West Rail Yards βρίσκεται σε διαδικασία διαπραγματεύσεων προκειμένου να περιέλθει στην ιδιοκτησία του δήμου της Νέας Υόρκης και να ξεκινήσει η φάση της κατασκευής.
Το πάρκο που δημιουργήθηκε οργανώνεται μέσα από μία συνεχή πορεία, στην οποία παρεμβάλλονται επιλεγμένα σημεία στάσης, ενώ αναδιατυπώνεται διαρκώς η σχέση της φυτεμένης επιφάνειας με την σκληρή επιφάνεια που προορίζεται για τη διέλευση των πεζών. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μία διαδικασία ψηφιοποίησης (pixelization) του δαπέδου που διαμορφώνεται στο πάρκο, με βασική μονάδα ένα είδος προκατασκευασμένης «σανίδας» από τσιμέντο. Το στοιχείο αυτό αποτελεί την ψηφίδα για τη συγκρότηση του χώρου, καθώς τοποθετείται παρατακτικά συνθέτοντας το δάπεδο κίνησης των πεζών και αφήνοντας ταυτόχρονα ελεύθερες τις επιφάνειες πρασίνου. Η συνολική εικόνα είναι αυτή ενός πλακοστρωμένου δαπέδου το οποίο έχει κατά τόπους ξηλωθεί επιτρέποντας στην έντονη βλάστηση να αναπτυχθεί, στοιχείο που παραπέμπει έντονα στον τρόπο με τον οποίο η φύση διεκδίκησε τον χώρο της επάνω σε αυτό το βιομηχανικό κατάλοιπο.
Οι προκατασκευασμένες «σανίδες» τοποθετούνται με τρόπο που να δημιουργούνται ανοικτοί αρμοί στο δάπεδο, ώστε στα σημεία αυτά να ευνοείται η εμφάνιση αυτοφυούς χλόης. Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σημεία συνάντησης των φυτεμένων επιφανειών με το δάπεδο από μπετόν, όπου τα στοιχεία του δαπέδου διεισδύουν με τα αιχμηρά άκρα τους μέσα στις επιφάνειες πρασίνου και ταυτόχρονα επιτρέπουν στο πράσινο να εισχωρεί μέσα στο σκληρό δάπεδο. Η ίδια η ομάδα σχεδιασμού αποκαλεί τη διαδικασία αυτή «αγρο-τεκτονική» agritecture), κάνοντας ένα σαφές λογοπαίγνιο ανάμεσα στους όρους agriculture και architecture. Με αυτούς του ευρηματικούς χειρισμούς δημιουργείται ένα τοπίο που δίνει μεγάλη έμφαση στην αυτοφυή βλάστηση και το οποίο μεταλλάσσεται διαρκώς με την εναλλαγή των εποχών.
Η ίδια η γεωμετρία της σιδηροδρομικής τροχιάς σε υπερυψωμένο επίπεδο από τη στάθμη του δρόμου προσφέρει μία σειρά από ιδιαίτερα χωρικά χαρακτηριστικά τόσο για το ίδιο το πάρκο, όσο και για τη σχέση του με το αστικό περιβάλλον. Τα χωρικά αυτά χαρακτηριστικά αξιοποιούνται στο σχεδιασμό της νέας χρήσης με ποικίλους τρόπους. Έτσι, η υψομετρική διαφορά των δύο επιπέδων αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ισχυρό φίλτρο προστασίας από τον έντονο θόρυβο της πόλης και τις συνθήκες που επικρατούν στο επίπεδο του δρόμου. Επιπλέον, επιτρέπει τη θέαση της πόλης από ένα υπερυψωμένο και κατά συνέπεια αποστασιοποιημένο επίπεδο, καθιστώντας τον επισκέπτη έναν παρατηρητή που εποπτεύει το αστικό σκηνικό που εκτυλίσσεται μπροστά του. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στο ύψος της 10ης Λεωφόρου, όπου διαμορφώνεται ένα είδος πλατείας με αμφιθεατρική διάταξη, η οποία καταλήγει σε ένα μέτωπο με υαλοστάσια που ανοίγεται στην πόλη.
Η διαφορά στάθμης του σιδηροδρομικού καταστρώματος δημιουργεί και ενδιαφέρουσες συνθήκες κάτω από αυτό, με το σχηματισμό στεγασμένων δημόσιων χώρων, πολλοί από τους οποίους αποτέλεσαν αντικείμενο σχεδιασμού στο πλαίσιο της δημιουργίας του High Line Park. Κάτι τέτοιο συμβαίνει για παράδειγμα στην Gansevoort Street, όπου ο χώρος κάτω από το κατάστρωμα μετατρέπεται σε στεγασμένη πλατεία από την οποία ξεκινούν και οι κλίμακες ανόδου στην υπερυψωμένη στάθμη. Τέλος, ο διαχωρισμός των δύο επιπέδων εμποδίζει και την ορατότητα ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα ο χώρος του πάρκου να αποκαλύπτεται στον επισκέπτη μόνο όταν αυτός βρεθεί στο ανώτερο επίπεδο. Το χαρακτηριστικό αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η βαριά μεταλλική κατασκευή διατηρεί εξωτερικά την αρχική της υλικότητα και μορφή με τους πυκνούς μεταλλικούς ήλους. Έτσι, τα σημεία μετάβασης από το ένα επίπεδο στο άλλο αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελούν τις εισόδους από τις οποίες αναδύεται κανείς σε ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό.
Το πάρκο διαθέτει μία σειρά από σημεία στάσης τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα σημεία αυτά επιλέγονται με βασικό κριτήριο τη σχέση τους με τον αστικό ιστό αλλά και τις θεάσεις και τις οπτικές φυγές που προσφέρουν. Εξοπλίζονται με υπαίθρια καθιστικά και άλλες διαμορφώσεις που επιτρέπουν την οικειοποίηση του φυσικού στοιχείου αλλά και την εποπτεία τμημάτων της πόλης. Ο σχεδιασμός της διαδρομής επιδιώκει την εναλλαγή ανάμεσα στην πορεία μέσα από την πυκνή βλάστηση και τη στάση σε σημεία που ανοίγονται στην πόλη. Με τον τρόπο αυτό αποκόπτεται και επαναφέρεται διαρκώς η σύνδεση με τον αστικό ιστό και τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτόν.
Ο σχεδιασμός του High Line Park είναι μία προσπάθεια ερμηνείας ενός βιομηχανικού κατάλοιπου ως ένα ερείπιο της μεταβιομηχανικής εποχής. Εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τη μελαγχολία της εγκαταλελειμμένης υποδομής, η οποία στη μνήμη των κατοίκων έχει παγιωθεί ως αστικό κενό, καθώς και από τον άναρχο τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται και μεταλλάσσεται το φυσικό τοπίο αναιρώντας τις αρχές του δομημένου χώρου. Αντιθέτως, ο βιομηχανικός χαρακτήρας της αρχικής κατασκευής σχεδόν απουσιάζει. Με λίγα λόγια, το High Line Park αποτελεί ένα ευφυές σχόλιο αναφορικά με το τι θεωρούμε σήμερα ιστορική μνήμη στην αρχιτεκτονική και στην πόλη.
ΠΗΓΕΣ
High Line Design Video
http://www.thehighline.org
http://www.fieldoperations.net [James Corner Field Operation]
http://www.dsrny.com [Diller Scofidio + Renfro]
http://www.oudolf.com/piet-oudolf [Piet Oudolf]
dafni.papadopoulou@gmail.com