MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

H χρήση του νερού στις αρχαίες κυπριακές πόλεις

Φωτογραφίες
H χρήση του - Caption - 001
H χρήση του - Caption - 001
H χρήση του - Caption - 002
H χρήση του - Caption - 002
H χρήση του - Caption - 003
H χρήση του - Caption - 003
H χρήση του - Caption - 004
H χρήση του - Caption - 004
H χρήση του - Caption - 005
H χρήση του - Caption - 005
H χρήση του - Caption - 006
H χρήση του - Caption - 006
H χρήση του - Caption - 007
H χρήση του - Caption - 007
Βάσος Καραγιώργης, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου, διευθυντής Ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης»

Είναι αυτονόητο πως χωρίς το νερό δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, ούτε σαν άτομο ούτε σαν οργανωμένη κοινωνία. Από την αυγή της προϊστορίας οι Κύπριοι της νεολιθικής περιόδου (από την 8η χιλιετηρίδα π.Χ.) έκτιζαν οικισμούς δίπλα σε αέναες πηγές ή ποταμούς, όπως για παράδειγμα τη Χοιροκοιτία. Με την πάροδο του χρόνου αναζητήθηκαν μονιμότερες και προσιτές πηγές υδατοπρομήθειας με την ανόρυξη πηγαδιών μέσα στους ίδιους τους οικισμούς, πράγμα που εξακολούθησε ως την κλασική περίοδο, όταν για πρώτη φορά, στην Κύπρο τουλάχιστο, εμφανίζονται και οι στέρνες ή υδαταποθήκες, πάλι εντός του χώρου των οικισμών, με εσωτερική επάλειψη από αδιάβροχο ασβεστοκονίαμα, όπως για παράδειγμα στο ανάκτορο του Βουνιού (5ος αι. π.Χ).

Η ΄Υστερη Χαλκοκρατία, που καλύπτει χρονολογικά το δεύτερο μισό της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ., είναι περίοδος ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικών ανακατατάξεων. Η εξαγωγή χαλκού στις χώρες της Μέσης Ανατολής, στην Αίγυπτο και στο Αιγαίο, φέρνει πλούτο στο νησί και αναπτύσσονται ραγδαία τα αστικά κέντρα, ιδίως οι παράλιες πόλεις, που διαθέτουν φυσικά λιμάνια για τις εμπορικές συναλλαγές της Κύπρου με το εξωτερικό. Σαν αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης παρατηρείται και ανάλογη αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, όπως φαίνεται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια πρόσφατων ανασκαφών. Οι πολίτες των αστικών κέντρων κάνουν τώρα μεγαλύτερη χρήση νερού, κυρίως στους χώρους που θα αποκαλούσαμε σήμερα «μπάνια και αποχωρητήρια». Τέτοιοι χώροι έχουν βρεθεί στην ΄Εγκωμη, μια πόλη της ΄Υστερης Χαλκορατίας που βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού. Εκτός από τα μνημειώδη δημόσια κτίρια που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη («παλάτια», ναούς, εργαστήρια κατεργασίας χαλκού), έχουν ανακαλυφθεί και οικιστικές μονάδες, εφοδιασμένες με λουτρά και αποχωρητήρια, όπου το νερό διοχετευόταν με πέτρινα αυλάκια. Το δάπεδο των λουτρών είναι συνήθως καλυμμένο με παχύ στρώμα κληρού ασβεστοκονιάματος (το ίδιο παρατηρείται και στον αρχαιολογικό χώρο του Κιτίου, στην νοτιοανατολική ακτή του νησιού). Ιδιαίτερο λουτρό και θραύσματα πήλινης μπανιέρας βρέθηκαν και στον χώρο του «παλατιού» της ΄Αλασσας (θέση Παληοταβέρνα), που βρίσκεται σε αρκετή απόσταση από τη νότια ακτή της Κύπρου.

Γύρω στο 1200 π.Χ. παρατηρούνται έντονες πολιτικές ανακατατάξεις και αναταραχές στο Αιγαίο, σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της μυκηναϊκής «αυτοκρατορίας», που στηριζόταν στο συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα των ανακτόρων. Είναι τότε που παρατηρείται η εγκατάλειψη και η παρακμή των μεγάλων αστικών κέντρων της μυκηναϊκής Ελλάδας και η εγκατάσταση «προσφύγων» σε οχυρωμένες θέσεις στο Αιγαίο (στη θέση «Κουκουναριές» στην Πάρο, στη θέση «Καστροκεφάλα» δυτικά του Ηρακλείου της Κρήτης, στη θέση «Άγιος Στέφανος» στη Σίφνο και αλλού).

Την ίδια ακριβώς περίοδο εμφανίζονται δυο νέοι οχυρωμένοι οικισμοί στην Κύπρο, στη Μάα-Παλαιόκαστρο, στη δυτική ακτή του νησιού, και στην Πύλα-Κοκκινόκρεμο, κοντά στη νοτιο-ανατολική ακτή. Και στις δυο αυτές θέσεις αξιοσημείωτος είναι ο οχυρωματικός χαρακτήρας των οικισμών, με τείχος που περιβάλλει ολόκληρη την έκτασή του. Στην περίπτωση της Μάας-Παλαιόκαστρο το τείχος είναι «κυκλώπειο», με τεράστιους ογκόλιθους στη βάση και πλίνθους στο άνω μέρος. Η επιλογή των χώρων και για τους δυο οικισμούς έγινε με κριτήριο τη δυνατότητα αποτελεσματικής οχύρωσής τους. Στη Μάα-Παλαιόκαστρο ο οικισμός εκτίσθη σε μακρόστενη χερσόνησο με απόκρημνες πλευρές, που εύκολα μπορούσε να οχυρωθεί, με την κατασκευή τείχους στον «λαιμό» της χερσονήσου που την απέκοπτε από την ενδοχώρα. Στην περίπτωση της Πύλας-Κοκκινόκρεμου το οχυρωματικό τείχος εκτίσθη κατά μήκος της περιμέτρου στενόμακρου οροπεδίου, που ένα μέρος του εβρέχετο από έλος, ένα στοιχείο οχύρωσης που παρατηρείται και στη μυκηναϊκή Ελλάδα, όπως για παράδειγμα στο «Δυμαίων Τείχος» στη βορειοδυτική γωνιά της Πελοποννήσου.

Και στους δυο οχυρωματικούς οικισμούς που αναφέραμε πιο πάνω σημαντικό σημείο επιβίωσης ήταν και η υδατοπρομήθεια. Στην περίπτωση της Μάας-Παλαιόκαστρο πολύ κοντά υπήρχε αέναη πηγή (που υπάρχει ως σήμερα). Οι κάτοικοι ήσαν υποχρεωμένοι να αναζητούν νερό εκτός των τειχών (δεν υπήρχαν πηγάδια) και να το αποθηκεύουν σε τεράστια πήλινα πιθάρια. Η πληθώρα θραυσμάτων τέτοιων πιθαριών που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών μαρτυρούν τη συχνότητα τους σε κάθε οικιστική μονάδα, ιδίως στα κοινόχρηστα «μέγαρα» όπου σύχναζαν οι άρρενες κάτοικοι του οικισμού. Το ίδιο και στην Πύλα- Κοκκινόκρεμο. Δεν υπήρχαν πηγάδια, αλλά ούτε έχει ως τώρα ανακαλυφθεί πηγή, όπως στη Μάα-Παλαιόκαστρο. Αποθήκευαν νερό σε μεγάλα πήλινα πιθάρια, που είτε ήταν το όμβριο νερό που μάζευαν από τις οροφές των σπιτιών, είτε προέρχονταν και από πηγή που δεν έχει ακόμη εντοπισθεί.

Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι αυτοί που κατοίκησαν στους δυο προαναφερθέντες οχυρωματικούς οικισμούς ήσαν έποικοι από το Αιγαίο, που κατοίκησαν προσωρινά (για μερικές μόνο δεκαετίες) στους «πρόχειρους» αυτούς οικισμούς και τους εγκατέλειψαν αργότερα, όταν οι συνθήκες τούς επέτρεψαν να μετοικήσουν σε κοντινά αστικά κέντρα. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν μπανιέρες (ασάμινθους), από πηλό, ένα στοιχείο που συνδέεται με την καθημερινή ζωή και που εμφανίζεται στο νησί γύρω στα 1200 π.Χ., με την άφιξη των πρώτων εποίκων από το Αιγαίο. Πήλινες μπανιέρες βρέθηκαν και στην ΄Εγκωμη, όπου μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις είναι λαξευμένες σε ασβεστόλιθο.

Εκτός από την καθημερινή χρήση στους λουτήρες των σπιτιών, μπανιέρες από πηλό και ασβεστόλιθο βρέθηκαν επίσης και σε ιερά (όπως στο ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, του 12ου αι. π.Χ.) και σε θαλαμοειδείς τάφους του 11ου αιώνα π.Χ. Και στις δυο περιπτώσεις η παρουσία τους συνδέεται με θρησκευτικές τελετουργίες καθαρμού.

Μπανιέρες από πηλό βρέθηκαν επίσης στην Παλαιστίνη, σε οικισμούς του 12ου αι. π.Χ., που παρουσιάζουν έντονες αιγαιακές επιδράσεις, όπως και οι κυπριακοί οικισμοί. Μπανιέρες (ασάμινθοι) από πηλό είναι γνωστοί κατά την ίδια περίοδο στη μυκηναϊκή Ελλάδα καθώς και στη μινωϊκή Κρήτη, και συνδέονται κυρίως με ανάκτορα ή επαύλεις.

Πολύ λίγα γνωρίζουμε για τους οικισμούς και τις οικιστικές μονάδες του πρώτου μισού της πρώτης χιλιετηρίδας π.Χ. Υπάρχουν όμως πληροφορίες για την αρχαϊκή και κλασική περίοδο του 6ου και του 5ου αι. π.Χ. αντίστοιχα. Πήλινες μικρογραφίες που παρουσιάζουν σκηνή λουτρού, με λουόμενο σε μπανιέρα, βρέθηκαν σε τάφους του 6ου αι. π.Χ. Αναφερθήκαμε ήδη στο ανάκτορο του Βουνιού, κοντά στη βορειοδυτική ακτή της Κύπρου, όπου ανακαλύφθηκαν στέρνες αποθήκευσης νερού. Στον χώρο του παλατιού οι Σουηδοί αρχαιολόγοι έφεραν στο φως, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, λουτρά όπου γινόταν χρήση ζεστού νερού (με υπόκαυστα), κάτι ανάλογο με τα caldaria των ρωμαϊκών χρόνων. Παρόμοιο φαινόμενο είναι σπάνιο στον μεσογειακό χώρο, και εισήχθηκε στην Κύπρο προφανώς από την Ανατολή.

Δεν θα αναφερθώ στα λουτρά (caldaria, sudatoria, frigitaria), ούτε στις δεξαμενές, στις στέρνες και στα υδραγωγεία των ρωμαϊκών χρόνων, όπου το νερό αποτελούσε σημαντικότατο στοιχείο της καθημερινής ζωής των πολιτών. Τέτοιες εγκαταστάσεις είναι γνωστές από όλα τα μέρη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο για την Κύπρο είναι η εμφάνιση των λουτρών και των ασαμίνθων κατα την ίδια περίοδο (γύρω στο 1200 π.Χ.) που εμφανίζονται και στο Αιγαίο, γεγονός που μαρτυρεί τις στενές σχέσεις του νησιού με τον αιγαιακό χώρο, που είναι εξ’ άλλου γνωστές και από πολλές άλλες μαρτυρίες. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι λουτρά με ζεστό νερό εμφανίζονται στο νησί από τον 5ον αι. π.Χ., ένα φαινόμενο που σ’ άλλα μέρη της Μεσογείου χρονολογείται πολύ αργότερα και αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής των ρωμαϊκών χρόνων. Τα θερμά λουτρά στην Κύπρο ίσως να εισήχθησαν από την Ανατολή, πολύ πριν εμφανισθούν σε άλλους χώρους της Μεσογείου.

Η Κύπρος σήμερα έχει σοβαρό πρόβλημα υδατοπρομήθειας, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες. Τα τελευταία χρόνια η βροχόπτωση των χειμερινών μηνών ήταν πολύ φτωχή. Παρ’ όλον ότι μετά την Ανεξαρτησία (1960) δημιουργήθηκαν αρκετοί υδατοφράκτες, σήμερα η στάθμη τους βρίσκεται πολύ χαμηλά και άρχισαν ήδη να λειτουργούν σταθμοί αφαλάτωσης. Στα μεσαιωνικά χρόνια γνωρίζουμε για μακροχρόνιες ανομβρίες που οδήγησαν μάλιστα και στη σημαντική μείωση του πληθυσμού. Ποια ήταν η κατάσταση στα αρχαία χρόνια που περιγράψαμε πιο πάνω; Ασφαλώς καλύτερη από τη σημερινή. Η χρήση του νερού έστω και με τους λουτήρες των παλατιών και των πλούσιων σπιτιών, θα ήταν λιγότερη από τη σημερινή, που μεγάλες ποσότητες νερού καταναλίσκονται στα τουριστικά καταλύματα, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες.

leventcy@zenon.logos.cy.net


BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • E. GjerstadThe Swedish Cyprus Expedition vol. IV. Part 2. The Cypro-Geometric, Cypro-Archaic and Cypro-Classical periods. Stockholm 1948, σελ. 25-27, 230.
  • V. Karageorghis, “Cultural innovations in Cyprus relating to the Sea Peoples” 257-279 in E.D. Oren (ed), The Sea Peoples and their world: a reassessment. Philadelphia 2000.
21/11/2007