Η κακή διαχείριση - Τι συμβαίνει στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο - Ελλάδα: ο κακός διαχειριστής
Η ιστορία του ανθρώπου είναι ταυτισμένη με το νερό και τη θάλασσα. Γύρω από αυτό συγκρότησε την κοινωνία του, τον πολιτισμό του, δημιούργησε εμπόριο και επικοινώνησε με ξένους λαούς. Με το νερό ξεδίψασε και πότισε τα χωράφια του προσφέροντάς του τα βασικότερα αγαθά για την ίδια του τη ζωή, την καθημερινή του επιβίωση και το φαγητό του.
Οι περίοδοι ξηρασίας στην ιστορία περιγράφονται πάντα με τα μελανότερα χρώματα στα βιβλία της ιστορίας. Ωστόσο, ενώ ο πολιτισμός έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που θέλει να υπερηφανεύεται ότι μπορεί να προσφέρει τα πάντα και σε αφθονία στον σύγχρονο άνθρωπο, την ίδια στιγμή απειλεί την ίδια την επιβίωση του πλανήτη. Η μόλυνση των υδάτων από τις βιομηχανίες και τους πολέμους, ο περιορισμός του νερού από τη μία πλευρά των συνόρων με το χτίσιμο μεγάλων φραγμάτων, τα καμένα δάση που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το νερό της βροχής και η κακή διαχείριση για τη συλλογή και αποθήκευση του νερού της βροχής είναι τα κύρια αίτια της μεγάλης λειψυδρίας που απειλεί τον πλανήτη.
Η κακή διαχείριση
Η κακή διαχείριση των υδάτινων πόρων όμως αναδεικνύεται στο μείζον ζήτημα που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν κυβερνήσεις και διεθνείς οργανώσεις, καθώς εδώ εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το 1/3 του πλανήτη αντιμετωπίζει έλλειψη νερού λόγω κακής διαχείρισης των υδάτινων πόρων και της εντεινόμενης χρήσης του, κυρίως από τους αγρότες, όπως διαπιστώνει το Διεθνές Ινστιτούτο Διαχείρισης Ύδατος. Το νερό σε όλα σχεδόν τα σημεία του κόσμου δεν αυξάνεται με τον ρυθμό που θα αναμέναμε, ενώ η γεωργία καταναλώνει το 80% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Παγκοσμίως, η χρήση του νερού έχει αυξηθεί κατά έξι φορές τα τελευταία 100 χρόνια, ενώ αναμένεται ότι ο αριθμός αυτός θα διπλασιασθεί έως το 2050, κυρίως λόγω των συστημάτων άρδευσης και της ζήτησης εκ μέρους της γεωργίας. Ήδη όμως δισεκατομμύρια άνθρωποι στην Ασία και την Αφρική αντιμετωπίζουν τη λειψυδρία, λόγω κακής διαχείρισης του νερού.
Το Ινστιτούτο Διαχείρισης Υδατος, το οποίο έχει την έδρα του στη Σρι Λάνκα και χρηματοδοτείται από διεθνείς οργανισμούς έρευνας, πρόκειται να δημοσιοποιήσει επισήμως τα αποτελέσματα της διάσκεψης στη Σουηδία, στα τέλη του 2007.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μελετών του Ινστιτούτου η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στην Ινδία καί στην Κίνα θα οδηγήσει στην αύξηση της ζήτησης για καλύτερης ποιότητας τρόφιμα, η παραγωγή των οποίων θα απαιτήσει περισσότερο νερό. Γι’ αυτό το λόγο η τιμή του νερού θα πρέπει να αυξηθεί ώστε να αντιμετωπισθεί η αναμενόμενη αύξηση κατά 50% του όγκου των τροφίμων που θα χρειασθεί η ανθρωπότητα τα είκοσι προσεχή χρόνια.
Η ανάγκη των ανθρώπων σε νερό, είναι πολύ μεγαλύτερη από την ποσότητα που απαιτείται μόνο για πόσιμο, για πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες. Υπολογίζεται ότι απαιτείται περίπου 70 φορές μεγαλύτερη ποσότητα νερού για την ανάπτυξη της τροφής ενός ατόμου, από εκείνη την ποσότητα η οποία απαιτείται για τις οικιακές ανάγκες.
Τι συμβαίνει στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ευρώπη το βιώνουν οι χώρες στα νότια της ηπείρου, ενώ ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα για τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Η ξηρασία χτυπάει ήδη την πόρτα στις περιοχές αυτές, κάνοντας ολοένα και πιο απειλητική την εμφάνισή της σε περιοχές της Ισπανίας, της Κύπρου, στη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική.
Σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση WWF τα πρόβληματα εντείνονται λόγω της αρδευόμενης γεωργίας, αλλά και από την καταστροφή των παραδοσιακών ξερικών καλλιεργειών, καθώς κοινοτικές και εθνικές επιδοτήσεις ευνοούν σοδειές όπως το καλαμπόκι, το βαμβάκι και τα ζαχαρότευτλα, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα νερού. Η γεωργία αποτελεί το σημαντικότερο χρήστη νερού στη Μεσόγειο με ποσοστό 65% της συνολικής κατανάλωσης. Το ποσοστό αυτό για τη χώρα μας φτάνει το 86%.
Όπως επεσήμανε μάλιστα η WWF στην έκθεση «Ξηρασία στη Μεσόγειο: προτάσεις του WWF», οι αρδευόμενες εκτάσεις στη λεκάνη της Μεσογείου έχουν διπλασιαστεί από το 1960. Με την εντεινόμενη άρδευση – που συχνά γίνεται με ακατάλληλες μεθόδους – οι εκτάσεις αυτές αποδίδουν γρηγορότερα και επεκτείνονται σε ξηρές περιοχές, ακόμη και κατά την πιο ξηρή περίοδο του έτους.
Ελλάδα: ο κακός διαχειριστής
Το πρόβλημα της λειψυδρίας δεν είναι ακόμη έντονο στην Ελλάδα. Η απουσία περιβαλλοντικής πολιτικής και πολιτικής διαχείρισης του νερού όμως αναδεικνύουν σιγά σιγά το ζήτημα, καθώς τα στοιχεία δείχνουν την ελάττωση ή τη μόλυνση των αποθεματικών σε όλη τη χώρα.
Οι περιπτώσεις της Κορώνειας στη Μακεδονία, του Ασωπού και των νησιών του Αιγαίου είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η έλλειψη συντονισμένης και υπεύθυνης πολιτικής σε όλες τις βαθμίδες του κράτους και της κοινωνίας, σε συνδυασμό με την αδιαφορία των αρμόδιων φορέων, απλά μεταθέτει το πρόβλημα στο μέλλον, όταν θα είναι πιο δύσκολο να λυθεί και το κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Σύμφωνα με τη WWF η Ελλάδα είναι μια μάλλον πλούσια σε νερό μεσογειακή χώρα, αφού η μέση ετήσια βροχόπτωση φτάνει τα 700mm/χρόνο, μεγαλύτερη από ότι στην Ισπανία (636 mm/έτος) ή την Κύπρο (498mm/έτος). Το νούμερο αυτό κρύβει, ωστόσο, τις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται τοπικά, καθώς το κύριο χαρακτηριστικό των υδάτινων πόρων στην Ελλάδα είναι η άνιση κατανομή τους στο χώρο και το χρόνο. Το έντονο ανάγλυφο, οι πολλές και σχετικά μικρές λεκάνες απορροής, η άνιση κατανομή των βροχοπτώσεων σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση του πληθυσμού και των κυριότερων δραστηριοτήτων (μεγάλες πόλεις, γεωργία, τουρισμός) στα ξηρότερα μέρη της χώρας, προκαλούν τελικά προβλήματα διαθεσιμότητας και κάνουν δύσκολη τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το 20% των επιφανειακών νερών της χώρας είναι εισαγόμενο, αφού τα μεγαλύτερα ποτάμια φτάνουν στην Ελλάδα από γειτονικές χώρες.
Όσον αφορά τις χρήσεις του νερού στη χώρα μας, η γεωργία καταναλώνει το 87%, τα νοικοκυριά (αστική χρήση) και ο τουρισμός το 10% και η βιομηχανία το 3%. Οι υψηλές αρδευτικές ανάγκες, ο τουρισμός που αυξάνεται την ξηρή καλοκαιρινή περίοδο, και οι οικιακές ανάγκες ασκούν σημαντική πίεση στα αποθέματα γλυκού νερού.
Τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίζονται στα νησιά των Κυκλάδων στα οποία η λειψυδρία είναι ένα χρόνιο φαινόμενο. Ωστόσο, με την τουριστική ανάπτυξη το πρόβλημα μεγεθύνεται.
Για παράδειγμα η Ηρακλειά στις Κυκλάδες κάθε χειμωνιάτικη μέρα χρειάζεται περίπου 30 κυβικά νερού, αλλά το καλοκαίρι η κατανάλωση φθάνει τα 150 κυβικά. Η πλειονότητα της ποσότητας του νερού, σχεδόν όλο, έρχεται με υδροφόρα πλοία, όπως στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Κοστίζει 10 ευρώ το κυβικό (το πετρέλαιο παραμένει κοντά στο ένα ευρώ το λίτρο).
Ήταν προφανής λοιπόν η αιτία του ενθουσιασμού στο νησάκι όταν πληροφορήθηκαν πως μία πρότυπη πλωτή μονάδα αφαλάτωσης θα εφοδίαζε καθημερινά την Ηρακλειά με 70 κυβικά μέτρα νεράκι και μάλιστα δωρεάν από την αφαλάτωση της πεντακάθαρης θάλασσάς τους. Ωστόσο, μετά την κατασκευή της μονάδας παρατηρήθηκαν τα πρώτα προβλήματα. Καθώς η αφαλάτωση γινόταν, δεν υπήρχε όμως σωλήνας για τη διασύνδεση της μονάδας με το νησί.
Το παράδειγμα της Ηρακλειάς δεν είναι μεμονωμένο. Σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίζεται ότι το πρόβλημα προκύπτει από την κακοδιαχείριση των υδάτινων πόρων και την κακή αξιολόγηση των αναγκών, και όχι από την πραγματική του ανεπάρκεια. Απαιτείται άμεσα ο εκσυγχρονισμός των δικτύων άρδευσης, ώστε να μειωθούν οι σημερινές απαράδεκτες απώλειες που φτάνουν ως και το 50%. Η επιλογή των βέλτιστων μεθόδων άρδευσης ανά καλλιέργεια, αλλά τελικά και η σωστή επιλογή των καλλιεργειών ανάλογα με την περιοχή και το υδατικό δυναμικό της είναι τα πλέον προφανή μέτρα ώστε να γίνει ορθολογική διαχείριση του νερού από τη γεωργία.
Αλλά και η εξοικονόμηση ενέργειας στην οικιακή χρήση μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην επίλυση του προβλήματος, αν αναλογιστεί κανείς τον πληθυσμό της Αττικής (μιας σχετικά άνυδρης περιοχής) ή τον πολλαπλασιασμό του πληθυσμού στα νησιά, λόγω τουρισμού το καλοκαίρι (το 2006 για τις ανάγκες των άνυδρων νησιών των Δωδεκανήσων χρειάστηκε η μεταφορά 655.311 κυβικών νερού).
nitsines@kathimerini.gr
LINKS