«Το τοπίο που ξετυλίγεται πέρα από τα παράθυρα αυτού του σπιτιού είναι αποκλειστικά υδάτινο. Κτίρια δεν υπάρχουν. Κι εγώ φαντάζομαι αυτή τη μάζα νερού, που από τη μεριά του Λίντο μπαίνει στη λιμνοθάλασσα, να ανακατεύεται ύπουλα με το νερό που υπάρχει ήδη και σιγά σιγά να πλησιάζει την πόλη, να γλιστράει μέσα στα κανάλια και τις κατοικίες της κι ίσως αύριο ή απόψε, εάν την αφήσουμε να προχωρήσει, θα τα πνίξει όλα. Ένα φλας πανικού με καταλαμβάνει σ’ αυτή την ιδέα. Κάτι παρόμοιο θα πρέπει να ένιωθαν και οι πρωτόγονοι, τότε που οι άνθρωποι δεν ήσαν ακόμα άνθρωποι, ούτε το νερό ήταν ακόμα νερό, αλλά ένα μυστήριο, όπως ο ήλιος, το φεγγάρι, η βροχή, οι βροντές και οι κεραυνοί.»
Μικελάντζελο Αντονιόνι (Corriere della Sera, 1986)
Η Βενετία, πόλη – πλανεύτρα, τόπος μνήμης κι επιθυμιών, διαφέρει από τις άλλες κινηματογραφημένες πόλεις, καθώς η ιδιαιτερότητα του τοπίου της καθοδηγεί τους δημιουργούς, αντί αυτοί να καθοδηγούν την εικόνα, εναρμονίζονται στα ακραία «θέλω» της.
Τα θέματα των ταινιών που αφορούν την πόλη δεν αναφέρονται σε δυσκολίες συνύπαρξης των ηρώων εντός πόλεως, αλλά είναι ετερογενή, προέρχονται εκτός πόλεως, εκτός καθημερινότητας. Σε αυτό το τοπίο μνήμης η φύση ανάγεται σε στοιχείο κυρίαρχο, όπου η ατμόσφαιρα αντανακλά την ίδια τη ζωή των ηρώων, σ’ ένα τοπίο συναισθημάτων. Η Βενετία, υγρή, σιωπηλή και γκρίζα, είτε σκορπίζει θάνατο όπως στον Βισκόντι, είτε κτίζει παλάτια του έρωτα όπως στην «Εύα» του Λόουζι (1962). Η ίδια είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο του πόθου. Πόλη υδρόφιλη που απλώνει τα υδάτινα πλοκάμια της και εγκλωβίζει τους ήρωες στην υγρή σαγήνη της. Η υγρασία διαβρώνει τα πάντα. Η φυσική διάβρωση ενός τόπου είναι λογικό να επιτείνει και την εσωτερική διάβρωση των ανθρώπων.
Ο Βισκόντι στον «Θάνατο στη Βενετία» (1970) μεταφέρει υποδειγματικά στην οθόνη ένα φιλοσοφικό κείμενο, του Τόμας Μαν (1912) μια αινιγματική επιθυμία ταξιδιού στα όρια του πάθους, με ιδιαίτερες αφηγηματικές δυσκολίες και έντονα δραματικά στοιχεία. Το όλο έργο έχει μια στοχαστική διάθεση. Τα συμβάντα που παρακολουθεί είναι ως το πλείστον εσωτερικά. Ο ήρωας δεν επιλέγει τη Βενετία, αλλά καταλήγει σ’ αυτήν για να εκτροχιαστεί, να αυτοεγκλωβιστεί και να προκαλέσει, τελικά, το θάνατό του. Μια αίσθηση ηρωισμού της αδυναμίας αναπαράγεται μέσα από αντιθέσεις μεταξύ νεότητας και γήρατος, ακμής και παρακμής, σε μια πόλη υγρή και πνιγηρή, που στα κανάλια της κυλά θανατικό. Μια πόλη – πρόξενος θανάτου, που εγκλωβίζει τα θύματά της στην ίδια της τη φθορά, στην ίδια της τη λήθη, αναμένοντας καρτερικά τον δικό της θάνατο. Σιγά σιγά η υγρασία την αγκαλιάζει και τη βουλιάζει. Η θάλασσα σαπίζει τα ξύλα της και τους σοβάδες.
Από την άλλη σε τούτο το σταθμό θαλάσσιας διαδρομής, λιμάνι μυθικό του εμπορίου, με του χρόνου τη συνενοχή, τα ταπεινότερα κίνητρα εναλλάσσονται με τα μεγαλοπρεπέστερα συναισθήματα. Η «Εύα» (Ζαν Μορώ) είναι μια πόρνη πολυτελείας μια ξεπεσμένη καλλονή, όπως και η Βενετία του Τόμας Μαν, μια μοιραία γυναίκα, εξαρτημένη απ’ το χρήμα, όπως και η Βενετία, ανά τους αιώνες. Απαστράπτουσα και θλιβερή, ντεκόρ θεατρικού έργου που μόλις τέλειωσε. Είναι αυτή η σκοτεινή και μελαγχολική όψη της πόλης που τονίζεται στις ταινίες που υποδέχτηκε.
Το νερό, κύριο γνώρισμα της πόλης, λειτουργεί ως καθρέφτης που αντανακλά τον ψυχισμό των ηρώων. Είναι θεματικός καταλύτης, παράγει προβληματισμό, είναι «γη» - φορέας του οδικού δικτύου της πόλης, παραδοξότητα που ενώνει, αντί να απομακρύνει, όπως συνήθως η θάλασσα. Το μακρόστενο νησάκι του Λίντο, ο φυσικός κυματοθραύστης της, χωρίζει τη λιμνοθάλασσα από την Αδριατική. Είναι ένα σφιχτό και πλήρως εικονογραφημένο αστικό τοπίο. Σκιές και όγκοι κτιρίων παλαιών κυριαρχούν, χωρίς καμιά αίσθηση μέτρου και κλίμακας και υδάτινες αρτηρίες το διασχίζουν. Τα στοιχεία αντίληψης του χώρου είναι πολλά, άπειρα τα τοπόσημα, πολλοί οι υδάτινοι άξονες που χαράζουν πορείες, κανάλια νερού - φυσικά όρια οικοδομικών τετραγώνων, που τα ανάγουν σε αστικές οντότητες άκρως ομοιογενείς. Η αρχιτεκτονική, το πυκνό δίκτυο των δημοσίων χώρων και κτιρίων, αλλά και το τοπίο της λιμνοθάλασσας, το φυσικό ντεκόρ της Βενετίας, ορίζουν μια σύνθεση από κανάλια, όχθες, στενά δρομάκια, πλατείες και γέφυρες, που κινηματογραφούνται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να αποτελούν το σκηνικό μιας επιπλέουσας σκηνής θεάτρου που φιλοξενεί το δράμα των προσώπων, μια υδατογραφία ψυχής.
Σκηνή θεάτρου που μεταλλάσσεται σε σκηνή όπερας για την αναπαράσταση της «Γαληνοτάτης» του 18ου αιώνα στην ταινία “Senso” του Βισκόντι (1954). Η πόλη έλκει τους κινηματογραφιστές, καθώς το ιστορικής αξίας οικιστικό απόθεμα φιλοξενεί τα εσωτερικά γυρίσματα, ενώ τα εξωτερικά και γενικά πλάνα διαθέτουν το ιδανικό σκηνικό. Οι αισθητικές δυνατότητες ενισχύονται με συνδυασμό αρχιτεκτονικών και ανθρώπινων μορφών, ενώ το φως και οι σκιές επιτείνουν τη δραματική κορύφωση. Η συγκίνηση της ανθρώπινης ψυχής εναρμονίζεται με την ατμοσφαιρική, σχεδόν μεταφυσική, πραγματικότητα της λιμνοθάλασσας. Τόσο ο Μαν, όσο και ο Βισκόντι, πέρασαν στον κόσμο της Βενετίας από το δρόμο της θάλασσας. Με μια τέτοια μεγαλοπρεπή άφιξη στο μυθικό λιμάνι ο ταξιδιώτης χάνει τη συνοχή του χρόνου και βουλιάζει σε ένα σύμπαν μυστηριακό.
Στον αντίποδα ο Αντονιόνι στην ταινία «Κυρία χωρίς καμέλιες» (1953) κινηματογραφεί την ακινησία της πόλης ως στιβαρό σκηνικό και τελματικό φόντο μέσα στο οποίο μπορούν να ξετυλιχθούν τα τοπία της ανθρώπινης ψυχής, σε μια δραματουργία του ασταθούς και του αβέβαιου, που δε δίνει τις απαντήσεις, αλλά θέτει τα ερωτήματα. Κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα, σε μια πόλη μελαγχολική, σε ένα κόσμο χαοτικό και μπερδεμένο, που δυσκολεύει ή αποκλείει την ανθρώπινη επαφή. Ο πραγματισμός αντικαθιστά τον ρομαντισμό του παρελθόντος της πόλης, αδιαφορώντας πλήρως για τις προσωπικές ιδιαιτερότητες των πολιτών της. Η εποχή της αλλοτρίωσης, της απομάκρυνσης από την αληθινή τους ατομικότητα έχει εκκινήσει ήδη, γεγονός ιδιαίτερα φανερό στο μυθικό σκηνικό της Βενετίας, αλλά και στη μυθοποιημένη αντανάκλαση του στον κινηματογράφο.
«Είναι μια πόλη σαν υπολείμματα από πάρτι που όλοι οι καλεσμένοι πέθαναν ή έφυγαν» λέει η Τζούλι Κρίστι στην ταινία του Νίκολας Ρεγκ «Μετά τα μεσάνυχτα» (1973). Η ταινία είναι δομημένη πλάνο – πλάνο πάνω στη Βενετία, κι αν προσπαθήσεις να την μεταφέρεις σε άλλη πόλη, θα είναι μια άλλη ταινία. Αφορά μονάχα την πόλη – αίνιγμα που κάθε γωνιά της, κάθε κανάλι της, είναι ένα κομμάτι στο παζλ της πλοκής. Οι ήρωες όσο κι αν περιπλανώνται, καταλήγουν στο αρχικό σημείο εκκίνησής τους, σε μια πόλη – λαβύρινθο που τους κυκλώνει και τους πνίγει. Το ίδιο σκοτεινό και αδιέξοδο σκηνικό, με μια μεταφυσική αύρα, αναδύεται και στην ταινία «Ξένοι στη Βενετία» του Πολ Σρέιντερ (1990), που βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Ιάν Μακ Γιούαν (“The comfort strangers”, 1981). Η ατμόσφαιρα είναι υπαινικτική και η αναζήτηση εσωτερική. Η κλειστοφοβία της πόλης (υπονοείται η Βενετία), η υστερία του τουριστικού πλήθους, η σκοτεινιά των χαρακτήρων είναι το πλαίσιο όπου θα διεξαχθεί μία από τις πιο λαβυρινθώδεις και μελαγχολικές ιστορίες.
Η πόλη, όπως κινηματογραφήθηκε, με τη μυστηριακή της όψη, τις σκιές και τους όγκους των παλαιών της κτιρίων, πνίγει κάθε αθώα ύπαρξη που τυλίγεται στα πέπλα της υδάτινης σιωπής της. Εδώ οι άνθρωποι συνειδητά θυσιάζονται «μετά τα μεσάνυχτα» στην απόλυτη γοητεία του βλέμματος. Οι εικόνες με τη δική τους δύναμη συνθέτουν αυτή τη μυσταγωγία με απαράμιλλου κάλλους αποτυπώσεις.
konhatzi@mail.ntua.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βαλούκος Στάθης, «Ιστορία του Κινηματογράφου», Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2003
- Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης – Διευθυντής Καθηγητής Στεφάνου Ιωσήφ, «Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις της Πόλης: συλλογή κειμένων μεταπτυχιακών εργασιών έτους 1998 / 99 και άλλων συνεργατών», Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2001
- Mazierska Ewa, Rascaroli Laura, «From Moscow to Madrid: postmodern cities, European cinema», Εκδόσεις I. B. Tauris
- Sorlin Pierre, «Ευρωπαϊκός Κινηματογράφος / Ευρωπαϊκές Κοινωνίες (1939 – 1990)», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2004
- Τριανταφύλλου Σώτη, «Κινηματογραφημένες Πόλεις», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1990
- Τριανταφύλλου Σώτη, «Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου (1975 – 1992)», Εκδόσεις Αιγόκερως
- Σταυρίδης Σταύρος, «Από την πόλη Οθόνη στην πόλη Σκηνή», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002
- Σωτηροπούλου Χρυσάνθη, «Κινούμενα Τοπία – Κινηματογραφικές αποτυπώσεις του Ελληνικού Χώρου», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2001
- Χατζηγώγας Γιάννης, «Το σινεμά του αρχιτέκτονα», Εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004
- Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, «Κινηματογραφημένες Πόλεις: Η Πόλη στον Κινηματογράφο και την Λογοτεχνία», Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2002
Ημερίδες / Festivals - Εθνικό πολιτιστικό δίκτυο πόλεων, Υπουργείο Πολιτισμού, Δήμος Χανίων, «Η διάσταση του Χώρου στον Κινηματογράφο – πόλη και κινηματογράφος», Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, Χανιά 1998
- Εθνικό πολιτιστικό δίκτυο πόλεων, Υπουργείο Πολιτισμού, Δήμος Χανίων, «Η διάσταση του Χώρου στον Κινηματογράφο – κινηματογράφος και πόλη», Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, Χανιά 2002
- Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Πρακτικά Ημερίδας: «Η Πόλη στη Λογοτεχνία και τον κινηματογράφο», Αθήνα 2002
Περιοδικά ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ, Αρχιτέκτονες, τεύχος 53 – περίοδος Β, «αφιέρωμα: Αρχιτεκτονική – Χώρος Κινηματογράφος», Αθήνα Οκτώβριος 2005
|