Βασιλική Κινστέρνα - Κινστέρνα Χιλίων και Ενός Κιόνων
Οι κινστέρνες, τα υπόγεια οικοδομήματα που σε παλαιότερες εποχές χρησιμοποιούνταν για την αποταμίευση νερού, διαθέτουν χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούν την επανάχρησή τους ιδιότυπο εγχείρημα. Το γεγονός, καταρχήν, ότι αποτελούν κατασκευές σκαμμένες εξολοκλήρου στο έδαφος, με ελάχιστα ανοίγματα φωτισμού - αερισμού και ενδεχομένως ένα μόλις σημείο εισόδου, συνεπάγεται περιορισμένη διείσδυση φυσικού φωτός και αέρα στο εσωτερικό τους, καθώς και επίσης περιορισμένες δυνατότητες πρόσβασης. Ο ίδιος ο εσωτερικός χώρος προβάλλει μεν ενιαίος από την άποψη της ανυπαρξίας κατακόρυφων διαχωριστικών επιπέδων, ωστόσο, λόγω της διασποράς συστοιχιών υποστυλωμάτων για τη στήριξη της θολωτής οροφής, καταλήγει να επιμερίζεται σε ελεύθερες επιφάνειες με ανασταλτικό για πολλές χρήσεις μέγεθος και σχήμα. Επιπλέον, στη διόλου σπάνια περίπτωση της εξακολούθησης της συγκέντρωσης νερού, αποδεικνύεται ουσιαστικά αδιάβατος.
Απέναντι σε αυτές τις ιδιομορφίες, η επανάχρηση δύο προβεβλημένων κινστερνών της Κωνσταντινούπολης, της Βασιλικής Κινστέρνας (Yerebatan Sarnıcı) και της Κινστέρνας των Χιλίων και Ενός Κιόνων (Binbirdirek Sarnıcı), έρχεται να δώσει απαντήσεις με διδακτικό για την ελληνική πραγματικότητα περιεχόμενο. Στη χώρα μας, αντίστοιχες παρεμβάσεις σπανίζουν, την ίδια στιγμή που το ζεύγος των επιλεγμένων σκιαγραφεί δύο βασικές κατευθύνσεις για την επανάχρηση της συγκεκριμένης κατηγορίας αρχιτεκτονικών έργων.
Βασιλική Κινστέρνα
Η Βασιλική Κινστέρνα, έργο του 6ου αιώνα μ.Χ., χαρακτηρίζεται από ορθογώνια κάτοψη (143 x 65 μ.) με εσωτερικά εγγεγραμμένο κάνναβο 336 κιόνων. Από το 1987, αποτελεί επισκέψιμο μνημείο με μια και μόνο μόνιμη λειτουργία: να παρέχει τη δυνατότητα μιας διδακτικής περιδιάβασης στο εσωτερικό της. Συμπληρωματικά, στεγάζει κυλικείο, που ουσιαστικά υπάγεται στην κυρίαρχη χρήση, καθώς λειτουργεί αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Επιπλέον, φιλοξενεί κατά καιρούς πολιτιστικές εκδηλώσεις, που ως περιοδικά γεγονότα με ασταθή συχνότητα δεν αναιρούν την ύπαρξη μιας και μόνο μόνιμης λειτουργίας.
Ο επισκέπτης εισέρχεται στον κιονοστήρικτο αποταμιευτή μέσω επαρκώς διακριτικού υπέργειου οικίσκου, που ενσωματώνει το κλιμακοστάσιο καθόδου. Το τελευταίο καταλήγει σε ελαφρά υπερυψωμένο από τον πυθμένα επίπεδο κίνησης το οποίο καταλαμβάνει όλο το πλάτος της κινστέρνας, σε επαφή με το νοτιοανατολικό άκρο της. Από το επίπεδο αυτό ξεκινά και σε αυτό πάλι καταλήγει μια κλειστή διαδρομή περιήγησης, αποτελούμενη από ισόπεδους υπερυψωμένους διαδρόμους (εικ. 1). Στο σημείο κατάληξης, βρίσκει κανείς το κυλικείο, καθώς και το κλιμακοστάσιο ανόδου στη θύρα εξόδου.
Η περιήγηση γίνεται χωρίς αμφιβολία σε έναν χώρο που αναδεικνύεται στο έπακρο. Το γεγονός οφείλεται καταρχήν στον τρόπο χειρισμού των βασικών υφιστάμενων μερών της κινστέρνας, δομικών και μη. Το νερό, το πλέον χαρακτηριστικό για το συγκεκριμένο οικοδόμημα στοιχείο, διατηρείται -έστω και σε χαμηλή στάθμη- σε ολόκληρη σχεδόν την έκταση του πυθμένα, με μοναδική εξαίρεση τη συγκράτησή του με τοιχίο γύρω από δύο βάσεις στήριξης κιόνων με μορφή κεφαλιού μέδουσας. Ο σημειακός αυτός χειρισμός κρίνεται επιτυχημένος, καθώς, χωρίς να επηρεάζει τη συνολική εικόνα του χώρου, επιτρέπει στον επισκέπτη να θαυμάσει από κοντά τα περίτεχνα δομικά στοιχεία, αλλά και να αντιληφθεί το πλήρες ύψος του υπόγειου θαλάμου. Μαζί με το νερό, το εξίσου χαρακτηριστικό πλέγμα των κιόνων στήριξης της οροφής, καθώς και τα θολωτά πεδία από τα οποία αυτή συγκροτείται, διατηρούνται ακέραια και από παντού ορατά.
Καθοριστική αποδεικνύεται και η συμβολή των σύγχρονων κατασκευών. Η συνολική συγκράτησή τους στις απαραίτητες για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών (κλιμακοστάσια, αρχικό επίπεδο κίνησης, διάδρομοι), σε συνδυασμό με την ευδιάκριτη φυσική αυτονόμησή τους από τα προϋπάρχοντα δομικά στοιχεία, αφήνει να διαγραφεί ανεμπόδιστα η αρχική μορφή του χώρου, καθώς και ο σύγχρονος χαρακτήρας των προσθηκών που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του κοινού.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει, τέλος, στην παράλληλη εισαγωγή φωτιστικών σωμάτων, που αναδεικνύουν τόσο την οροφή, όσο και τους κίονες στήριξής της. Μάλιστα, χάρη στη χαμηλή ένταση του παραγόμενου φωτός και την τοποθέτηση των φωτιστικών εστιών σε επιλεγμένες θέσεις, προκύπτουν ενδιαφέρουσες διαβαθμίσεις που φτάνουν μέχρι το σχεδόν πλήρες σκοτάδι, επιδέξια υπενθύμιση της αρχικής κατάστασης στο εσωτερικό της κινστέρνας.
Κάτω από τον ήχο κλασικής μουσικής και τρεχούμενου νερού, οι φωτιστικές διαβαθμίσεις, σε συνδυασμό με την υποβλητικότητα του χώρου και το μικροκλίμα που συνεπάγεται η διατήρηση ύδατος στο σύνολο σχεδόν του πυθμένα, παράγουν τελικά ένα όχι απλά διδακτικό, αλλά σαγηνευτικό περιβάλλον, η περιήγηση του οποίου αποδεικνύεται αλησμόνητη εμπειρία για το σύνολο των επισκεπτών του (εικ. 2).
Η μόνη πλευρά του όλου εγχειρήματος για την οποία θα μπορούσαν να διατυπωθούν επιφυλάξεις είναι η μορφολογία των σύγχρονων κατασκευών. Τα ελάχιστα επιμελημένα από αισθητική άποψη, σκληρά στην υφή και κάθε άλλο παρά ανάλαφρα στην όψη κλιμακοστάσια και επίπεδα κίνησης, όλα κατασκευασμένα από μπετόν, μεταφράζονται σε μια όχι απόλυτα ικανοποιητική παρουσία για το καινούργιο (εικ 3). Περισσότερο ανάλαφρες οπτικά κατασκευές, με χρήση μεταλλικών στοιχείων για τον φέροντα σκελετό και ξύλου για τα δάπεδα, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποιοτικά ανώτερες, τόσο από κατασκευαστική, όσο και αισθητική άποψη, προσθήκες, οι οποίες, χωρίς να παίρνουν τον πρώτο λόγο, θα έδιναν ουσιαστικό παρόν και, μάλιστα, με εντονότερα αντιστρέψιμο χαρακτήρα.
Κινστέρνα Χιλίων και Ενός Κιόνων
Η δεύτερη κινστέρνα για την επανάχρηση της οποίας θα γίνει λόγος, η αποκαλούμενη των Χιλίων και Ενός Κιόνων, διαφέρει από την πρώτη, τόσο στη χρονολόγηση (4ο αι. μ.Χ.), όσο και στο μέγεθος (64 x 56 μ., εγγεγραμμένος κάνναβος 264 κιόνων). Χαρακτηρίζεται, ακόμη, από την απουσία νερού. Το χαρακτηριστικό φυσικό στοιχείο δεν εκτείνεται αυτή τη φορά στο σύνολο σχεδόν του πυθμένα, καθώς ο τελευταίος δεν είναι καν ορατός, λόγω παλαιότερης εσωτερικής επίχωσης. Από τη δραστική αυτή παρέμβαση εξαιρέθηκε μόνο ένα μικρό τμήμα του χώρου, που λειτουργεί ως μάρτυρας των αρχικών του διαστάσεων στον κατακόρυφο άξονα.
Εξαιτίας της επίχωσης, η κινστέρνα παρουσιάζει σήμερα ενιαίο δάπεδο το οποίο προσφέρει πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια προς χρήση σε σύγκριση με τα υπερυψωμένα επίπεδα της Βασιλικής Κινστέρνας (εικ. 4). Το πλεόνασμα αυτό επιτρέπει με τη σειρά του μια απόκλιση στη λειτουργία των δύο μνημείων. Αντί να προσφέρει απλώς μια διδακτική επίσκεψη, σε συνδυασμό με το γνώριμο κυλικείο, η Κινστέρνα των Χιλίων και Ενός Κιόνων στεγάζει επιπλέον σε μόνιμη βάση έκθεση για την ιστορία της Κωνσταντινούπολης, καθώς και μικρά εμπορικά καταστήματα. Κατά περιόδους, μάλιστα, το λειτουργικό σχήμα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο, χάρη στη φιλοξενία καλλιτεχνικών και κοινωνικών εκδηλώσεων.
Το διευρυμένο λειτουργικό πλαίσιο δε δρα εις βάρος της ανάδειξης του μνημείου. Αν και το νερό απουσιάζει, το εξίσου χαρακτηριστικό πυκνό πλέγμα των κιόνων και ο κάνναβος των θολίσκων της οροφής παραμένουν και εξακολουθούν να παρατηρούνται από παντού. Εντούτοις, ενώ η υποβλητική κατασκευή διαγράφεται πλήρως, δε φτάνει μέχρι το σημείο να αναδειχθεί σε ένα εξαιρετικά σαγηνευτικό περιβάλλον. Στη σχετική απόσταση από τη Βασιλική Κινστέρνα συμβάλλει, εκτός από την απουσία του νερού, η απουσία της χαρακτηριστικής καθόδου, καθώς η πρόσβαση γίνεται μέσω ισόπεδης σήραγγας, σκαμμένης στο πρανές του λόφου στον οποίο είναι εγκιβωτισμένη η κινστέρνα. Επιπλέον, ο τεχνητός φωτισμός αναδεικνύει μεν τα προϋπάρχοντα δομικά στοιχεία, ωστόσο αδυνατεί να παρουσιάσει τις διαβαθμίσεις της Βασιλικής Κινστέρνας, εξαιτίας των φωτιστικών αναγκών των επιμέρους στεγαζόμενων χρήσεων.
Εάν θα μπορούσε να διατυπωθεί μια επιφύλαξη για τον συγκεκριμένο τρόπο επανάχρησης, αυτή θα αφορούσε και πάλι τη μορφή των σύγχρονων κατασκευών και ειδικότερα των κουβουκλίων που στεγάζουν κατά μήκος των πλευρών του μνημείου τις ενότητες της μόνιμης έκθεσης και τα εμπορικά καταστήματα (εικ. 5). Οι εν λόγω χώροι εγγράφονται στα μεσοδιαστήματα των δύο ακραίων κιονοστοιχιών, τηρώντας αποστάσεις από τα υφιστάμενα δομικά στοιχεία οι οποίες αφήνουν να διαγραφεί ξεκάθαρα, τόσο η συνέχειά τους, όσο και ο σύγχρονος χαρακτήρας των νέων στοιχείων. Εντούτοις, η κάλυψη των επιμέρους κουβουκλίων με ψευδοροφές και πρακτικά αδιαφανείς γυάλινες στέγες προβάλλει ακατανόητη μέσα σε έναν χώρο το ανώτερο τμήμα του οποίου παρουσιάζει αυξημένο κατασκευαστικό και αισθητικό ενδιαφέρον. Η χρήση απόλυτα διάφανων ή διάτρητων έστω κατασκευών επικάλυψης θα έπρεπε να είχε προτιμηθεί, ενώ αναφορικά με την απόκρυψη των αισθητικά ενοχλητικών εγκαταστάσεων, που αυτή τη στιγμή αναπτύσσονται ακατάστατα επάνω στις επικαλύψεις (εικ. 6), τα συγκεκριμένα στοιχεία θα μπορούσαν να είχαν τοποθετηθεί μέσα σε μεταλλικά κανάλια, αναρτημένα επίσης στο μεσοδιάστημα των κιονοστοιχιών.
Αντίστοιχα άσκοπη κρίνεται η συμπληρωματική ανάρτηση ενιαίων υφασμάτων από την οροφή της κινστέρνας μέχρι το ύψος των ψευδοροφών. Τα συγκεκριμένα στοιχεία απλώς αποκρύπτουν περαιτέρω τα όρια και τα μορφολογικά στοιχεία του μνημείου. Τέλος, ο ολόλευκος χρωματισμός των κουβουκλίων δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο καταλληλότερος για τον συγκεκριμένο χώρο.
Συμπερασματικά, η επανάχρηση των δύο προβεβλημένων κινστερνών της Κωνσταντινούπολης διαγράφει δύο βασικές κατευθύνσεις για την αξιοποίηση της συγκεκριμένης κατηγορίας οικοδομημάτων: τη μετατροπή τους σε χώρους διδακτικής περιδιάβασης μέχρι σημείου βίωσης μιας αλησμόνητης εμπειρίας και τη μετατροπή τους σε χώρους διδακτικής περιδιάβασης και παράλληλης φιλοξενίας πολιτιστικών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Οι επιλογές αυτές ενδέχεται να συμπληρωθούν στο άμεσο μέλλον. Προς το παρόν, όμως, αποτελούν, μαζί με τις αντίστοιχες εφαρμογές, έναν χρήσιμο οδηγό από τον οποίο δεν πρέπει να εξαιρεθούν οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν νωρίτερα σχετικά με τη μορφή των σύγχρονων προσθηκών στους υποβλητικούς κιονοστήρικτους θαλάμους.
jim_zs@yahoo.com
LINKS