Εκτεταμένες επεμβάσεις τα τελευταία χρόνια σε κτίρια της νεώτερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ελλάδα φέρνουν στο προσκήνιο τον προβληματισμό γύρω από τις σχεδιαστικές επιλογές και τις μεθόδους που εφαρμόζονται για την αποκατάσταση και την προσαρμογή τους σε νέες χρήσεις. Επιλογές που υπαγορεύονται συνήθως από τους κανόνες της αγοράς, από τα πρότυπα που δημιουργούνται στο ευρύ κοινό από τη διεθνή εμπειρία, αλλά και από τις απόψεις του κάθε μελετητή. Τα αποτελέσματα είναι ποικίλα, συχνά ιδιαίτερα ελκυστικά από αισθητική άποψη και παράλληλα δηλώνουν τις διαφορετικές απόψεις ως προς τις αξίες των κτιρίων αυτών. Ανάμεσα στους τρόπους επέμβασης και προσαρμογής σε νέες χρήσεις, η διατήρηση των όψεων των κτιρίων και η προσθήκη νέων κατασκευών στο εσωτερικό τους κατακτά έδαφος τα τελευταία χρόνια Είναι μία πρακτική που εφαρμόζεται σε διεθνές επίπεδο, γνωστή με τον όρο “facadism”, μία πρακτική με πολλούς υπέρμαχους, αλλά και πολλούς κατακριτές, που οδήγησε συχνά σε έντονες αντιπαραθέσεις.
Γιατί “facadism”;
Ο όρος “facadism” [1] συνδέεται με τη διατήρηση μιας ή περισσοτέρων όψεων ενός ιστορικού κτιρίου, την ολική καταστροφή του εσωτερικού χώρου και την αντικατάστασή του με νέα σύγχρονη κατασκευή. Συνδέεται ακόμα, σε περίπτωση ολικής καθαίρεσης, με την κατασκευή νέας όψης «σε στυλ» της εποχής του κτιρίου που καθαιρέθηκε ή και γενικότερα σε αρχιτεκτονικές μορφές του παρελθόντος.
Τα επιχειρήματα των υπέρμαχων αυτής της προσέγγισης είναι πολλά. Με τη διατήρηση των όψεων διατηρείται το αστικό τοπίο ή η φυσιογνωμία ενός παραδοσιακού οικισμού, η εικόνα ενός δρόμου, τα σημεία αναφοράς στο χώρο. Με τον τρόπο αυτό, διατηρείται το οικείο περιβάλλον και η πρόσφατη μνήμη, χωρίς να παρεμποδίζεται η αναγκαία προσαρμογή του ιστορικού περιβάλλοντος στις συνθήκες αγοράς που επιβάλλουν τη μέγιστη εκμετάλλευση της αξίας γης και τον εκσυγχρονισμό, σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις διαβίωσης. Στο βωμό της ανάπτυξης, σύμφωνα με την επικρατούσα έννοια του όρου, τα ιστορικά κέντρα, με την κατασκευή νέων κτιρίων πίσω από διατηρημένες όψεις, αναβαθμίζονται. Τέλος, θεωρείται από πολλούς πρόκληση για τον αρχιτέκτονα ο σχεδιασμός και η επιτυχής σύνδεση ενός νέου κτιρίου με μια ιστορική όψη.
Ο αντίλογος
Η προσέγγιση αυτή δίνει έμφαση στη διατήρηση της φυσιογνωμίας του αστικού τοπίου και του παραδοσιακού περιβάλλοντος. Η έννοια όμως του αστικού τοπίου, ο τρόπος που χρησιμοποιείται από τις ποικίλες ομάδες πληθυσμού, ο τρόπος που βιώνεται και αναγιγνώσκεται είναι μια σύνθετη διαδικασία και συνδέεται με πολλούς παράγοντες [2], πέρα από τη μορφολογία και την αισθητική των όψεων. Τα ίδια ισχύουν και για το οικείο περιβάλλον, ενώ η μνήμη, ατομική και συλλογική και οι λειτουργίες της είναι επίσης ένα θέμα με πολλές όψεις. Όλα τα παραπάνω αποτελούν τομείς που αποτελούν αντικείμενο πολλών επιστημών και ξεφεύγουν από τα όρια του παρόντος.
Εστιάζοντας στα αρχιτεκτονήματα, διαπιστώνουμε ότι τα επιχειρήματα εξαντλούνται στις όψεις των κτιρίων, ταυτίζουν δηλαδή την αρχιτεκτονική με τη μορφολογία και την οργάνωση των όψεων και περιορίζουν τα κριτήρια διατήρησης κυρίως στις αισθητικές αξίες. Περιορίζουν με τον τρόπο αυτό το ρόλο και την αξία της αρχιτεκτονικής στο περίβλημα, αγνοώντας, ίσως όχι αθώα, ότι η αρχιτεκτονική παράγει κατά κύριο λόγο χώρο. Αγνοούν επίσης ότι η αρχιτεκτονική κληρονομιά, ως υλική μαρτυρία του παρελθόντος, είναι φορέας πολλών πληροφοριών και μηνυμάτων, οι οποίες με την ολική καθαίρεση του κτιρίου, πίσω από τις όψεις του, χάνονται οριστικά. Ποιότητες όπως η διαρρύθμιση, τα υλικά, η κατασκευή, η ατμόσφαιρα, οι φωτοσκιάσεις εξαφανίζονται, καθώς επίσης και πληροφορίες που συνδέονται με τις συνθήκες ζωής.
Ανιχνεύοντας τις αξίες
Τρία στάδια στη ζωή ενός μνημείου αναγνωρίζει ο Cezare Brandi. Το πρώτο στάδιο συνδέεται με τη σύλληψη της ιδέας και την υλοποίησή της, το δεύτερο με το διάστημα που μεσολαβεί από τη δημιουργία μέχρι το παρόν και το τρίτο αφορά το παρόν, την στιγμή δηλαδή της αναγνώρισής του ως μνημείου. Το τελευταίο στάδιο μετακινείται διαρκώς προς τα εμπρός και συνδέεται με το πλαίσιο και τις αξίες της κάθε εποχής [3]. Το πρώτο στάδιο αφορά την αρχική κατασκευή, το δεύτερο την ιστορία του κτηρίου και το τρίτο το πλαίσιο των ιδεών της κάθε εποχής, το οποίο διαρκώς αλλάζει. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε ολική καταστροφή, ως μία μη αντιστρεπτή διαδικασία, στερεί από τις επόμενες γενεές το δικαίωμα της ερμηνείας και της διαχείρισης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Είναι σαφές ότι η θεωρητική αυτή προσέγγιση δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε όλα τα κτίρια της νεώτερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Πρόκειται για μεγάλο αριθμό κτιρίων, τα οποία για να επιβιώσουν θα πρέπει να πάρουν νέες χρήσεις και να προσαρμοσθούν σε αυτές. Θα πρέπει όμως να προηγείται κάθε φορά λεπτομερής τεκμηρίωση και ανίχνευση των αξιών και των μηνυμάτων που φέρουν και στη συνέχεια, με μια κριτική διαδικασία, να καθορίζονται τα σημαντικά στοιχεία που θα πρέπει να διατηρούνται και να προβάλλονται και τα στοιχεία εκείνα που νομιμοποιείται ο μελετητής να απομακρύνει. Με τη μεθοδολογία αυτή ορίζεται και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η νέα σύνθεση, πλαίσιο που μπορεί να οδηγήσει σε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες αρχιτεκτονικές λύσεις.
Νέες χρήσεις και προστασία
Το κτίριο προσαρμόζεται στην χρήση ή η χρήση στο κτίριο; Η απάντηση στην ερώτηση αυτή καθορίζει και την στάση στο στάδιο λήψης των αποφάσεων. Εφόσον το ζητούμενο είναι η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, είναι ευνόητο ότι η δεύτερη περίπτωση θα οδηγήσει σε επιτυχή αποτελέσματα από την σκοπιά της προστασίας. Και επομένως η διερεύνηση των κατάλληλων χρήσεων που μπορεί να φιλοξενήσει ένα ιστορικό κτίριο είναι προαπαιτούμενο. Κατάλληλων χρήσεων και ως προς τις απαιτούμενες επεμβάσεις προσαρμογής και ως προς την εύρυθμη λειτουργία του, ώστε να διασφαλισθεί η καλή διατήρησή του στο μέλλον.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις Συμβάσεις για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις χρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να είναι συμβατές με την πολιτιστική σημασία του μνημείου και να επιβάλλουν ελάχιστες αλλαγές στο κέλυφος, ενώ τροποποιήσεις για την προσαρμογή στη νέα χρήση είναι αποδεκτές όταν έχουν ελάχιστο αντίκτυπο στην πολιτιστική σημασία του και συνεπάγονται ελάχιστες αλλαγές στη δομή του [4].
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και προστασία
Με την ολική ανακατασκευή του εσωτερικού και τη διατήρηση μόνο των όψεων οδηγούμαστε συνήθως σε κτίρια στα οποία δεν υπάρχει καμία σχέση των όψεων με τον εσωτερικό χώρο, είτε αυτό αφορά το αρχιτεκτονικό στυλ, είτε τις αναλογίες και την κατασκευή. Σε παράφραση ρήσης του Jonathan Richards, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι πίσω από τις όψεις, το αρχιτεκτονικό στυλ εξατμίζεται και ο χώρος είναι παρόμοιος με εκείνους των σύγχρονων κτιρίων [5]. Επομένως, στο εσωτερικό ενός τέτοιου κτιρίου δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να το διαφοροποιεί από τα σύγχρονα κτίρια.
Η διατήρηση όμως σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό, ανάλογα με τα συγκεκριμένα δεδομένα, του εσωτερικού χώρου και η προσθήκη νέων στοιχείων με σύγχρονη αισθητική και υλικά αυξάνει το βαθμό δυσκολίας στον σχεδιασμό, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικά αποτελέσματα, σε κτίρια με ταυτότητα. Είναι κατά συνέπεια πρόκληση όχι μόνο για τον αρχιτέκτονα το εγχείρημα αυτό, αλλά και για τον χρήστη ή τον επενδυτή. Με την οπτική αυτή, υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο για αρχιτεκτονική δημιουργία με «τόλμη και αναμφισβήτητη δημιουργικότητα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ripellin [6].
Επίλογος
Κάθε πράξη αποκατάστασης ενέχει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό απώλειες. Ενέχει όμως και μια δυναμική που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά έργα, να αποτρέψει την τυποποίηση και την ομογενοποίηση του χώρου και παράλληλα να προστατέψει την ταυτότητα και την ιστορία των κτιρίων και όσα μηνύματα αυτά μπορεί να φέρουν. Η διατήρηση μόνο των όψεων μπορεί να είναι μία πράξη κατ’ εξαίρεση, ένα σκηνικό, τεκμήριο ενός αρχιτεκτονήματος που υπήρξε στη θέση αυτή, δύσκολα όμως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη προστασίας της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς.
1. Richards, J. Facadism, Routledge, 1994
2. Λεοντίδου, Λ. Αστικά τοπία του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού: «αναγνώσεις» και αναδιαρθρώσεις, στο «Το Ελληνικό Τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου», Εστία, Αθήνα 2005, σσ. 387-405
3. Ο Cezare Brandi στη θεωρία του για τη συντήρηση αναφέρεται σε έργα τέχνης, στα οποία εντάσσει και τα αρχιτεκτονήματα. Δίνει έμφαση στις αισθητικές και τις ιστορικές αξίες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες και προτείνει τη λεπτομερή τεκμηρίωση και την κριτική διαδικασία, ως το μόνο μέσο για τις επιλογές κατά το στάδιο της αποκατάστασης. Ο Brandi αναφέρεται βέβαια σε αρχιτεκτονήματα με υψηλή αισθητική αξία, ενώ στη σύντομη αναφορά του για τα υπόλοιπα, θεωρεί ότι θα πρέπει να αποκατασταθεί η λειτουργικότητά τους. Θεωρήσαμε όμως χρήσιμο να αναφερθούμε σε αυτόν γιατί η φιλοσοφία της θεωρίας του, με τις κατάλληλες προεκτάσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία για την προσέγγιση και της νεώτερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Brandi, C. Η Θεωρία της Συντήρησης,2001
4. Θεολογίδου, Κ. «Ο εσωτερικός χώρος στην αποκατάσταση μνημείων της νεώτερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς», 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αναστηλώσεων, Τόμος Περιλήψεων, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 184
5. “Behind the façade classicism evaporates and the apartments are similar to the most others found around western Europe that were built at the same time”, Richards, ό.π, σ. 11
6. Ripellin, D. Esprit nouveau et formes anciennes, στο “Créer dans le cree. L’architecture contemporaine dans les bâtiments anciens”, Section française de l’Icomos, Electa Moniteur, Paris, 1986, σ. 17
theolkal@otenet.gr