MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Το μέλλον της αρχιτεκτονικής της περιόδου 1930-1970

Νίκος Βατόπουλος, δημοσιογράφος
Φωτογραφίες
Αθήνα. Οδός Μεγίστης
Αθήνα. Οδός Μεγίστης
Αθήνα. Οδός Κριεζώτου
Αθήνα. Οδός Κριεζώτου
Αθήνα. Οδός Πανεπιστημίου
Αθήνα. Οδός Πανεπιστημίου
Αθήνα. Οδός Σόλωνος και Ασκληπιού
Αθήνα. Οδός Σόλωνος και Ασκληπιού
Αθήνα. Οδός Ομήρου 18
Αθήνα. Οδός Ομήρου 18
Αθήνα. Οδός Σίνα
Αθήνα. Οδός Σίνα

Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη την ωριμότητα
να ξέρει τι θέλει να διατηρήσει και για ποιον λόγο…

Περπατώντας με δύο ξένους φίλους στους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου είχα πρόσφατα την εμπειρία να δανειστώ τη ματιά του «άλλου». Ο ένας φίλος ήταν από το Ρότερνταμ και είχε επισκεφθεί ξανά την Αθήνα το 1989. Ο άλλος φίλος, από το Τελ Αβίβ, ερχόταν για πρώτη φορά. Κατηφορίζαμε τη Βασιλίσσης Σοφίας και όταν περάσαμε την Πρεσβεία της Γαλλίας, σταματώντας αναγκαστικά στο φανάρι, ακούω την εξής παρατήρηση από τα χείλη του Ολλανδού: «Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι η Αθήνα θα είχε αλλάξει τόσο πολύ!» Ελπίζοντας ότι υπονοεί πως η αλλαγή ήταν προς το καλύτερο, έφερνα στο μυαλό όσα μου είχε πει προηγουμένως ο φίλος μου από το Ισραήλ. «Στο Τελ Αβίβ», έλεγε, «είμαστε περήφανοι για τα μοντέρνα κτίρια του ’30. Τώρα, όμως, που είδα την Αθήνα νομίζω ότι πρέπει να χαμηλώσουμε λίγο τους τόνους».

Η φράση αυτή ήθελε πολλή επεξεργασία. Από τη μία, η διαπίστωση ότι η Αθήνα έχει κάνει άλματα, σε υποδομές, σε ευημερία, σε αυτοπεποίθηση, και από την άλλη ότι έχουμε ένα κομμάτι πολιτισμού, του οποίου την αξία και την υπεραξία αγνοούμε.

Δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει διάχυτη άγνοια για τη σημασία της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του Μοντερνισμού. Και αυτό γιατί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει οργανωθεί ένα κύμα πίεσης ώστε να καλλιεργηθεί η κοινή αίσθηση πως η αρχιτεκτονική στην Αθήνα δεν σταματάει με τον θάνατο του νεοκλασικισμού.

Αν κρίνει όμως κανείς από το αποτέλεσμα, εύκολα διαπιστώνει ότι τα βήματα που έχουν γίνει είναι ελάχιστα. Και είναι ελάχιστα γιατί επαναλαμβάνονται διαρκώς τα ίδια λάθη.

Η τύχη των όποιων αξιόλογων κτιρίων του Μοντερνισμού στην Αθήνα από το 1930 ώς τα πρόσφατα χρόνια θα έχει πάντα μία κακή πορεία αν εξακολουθεί να επιβιώνει η λογική του μαυσωλείου. Λογική του μαυσωλείου θα ονομάσουμε την πρακτική εκείνη που θεωρεί ένα αξιόλογο –αντικειμενικά– κτίριο του παρελθόντος ως διασώσιμο και όχι ως αξιοποιήσιμο. Η συκοφάντηση της λέξης «αξιοποίηση» έχει να κάνει όχι μόνο με τον αρνητικό συνειρμό που δημιουργεί (λόγω ασφαλώς των πλείστων όσων παραδειγμάτων στην Ελλάδα) αλλά και με την υποτίμηση σημαντικών παραμέτρων που έχουν να κάνουν με τη βιωσιμότητα ενός κτιρίου. Παράμετροι όπως το κέρδος, η ανταποδοτικότητα, η επανάχρηση ή η υπεραξία θεωρούνται υποδεέστερες όταν κρίνεται η τύχη ενός κτιρίου.

Τα κτίρια του μοντέρνου κινήματος της δεκαετίας του 1930 ή τα μεταπολεμικά κτίρια των μεταγενέστερων εκφράσεων πολλών εκδοχών του Μοντερνισμού –αυτά που εντυπωσίασαν τους ξένους φίλους μου– αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση και συχνά απαξιωτικά. Τα περισσότερα είναι κτίρια πολλαπλών ιδιοκτησιών (αστικές πολυκατοικίες) και λιγότερα είναι μονοκατοικίες ή δημόσια κτίρια. Δεκάδες προαστιακές βίλες της δεκαετίας του ’30 έχουν ήδη κατεδαφιστεί (π.χ. στη Νέα Σμύρνη) και πολλές ακόμη της ίδιας περιόδου ή μεταπολεμικές έχουν αλλοιωθεί από ατυχείς εκσυγχρονισμούς. Υπάρχει ένα ζήτημα. Πρώτα από όλα, αναγνώρισης της αξίας μίας ολόκληρης περιόδου, που εκσυγχρόνισε το αστικό τοπίο στην Ελλάδα με έργα επώνυμων αρχιτεκτόνων, και δεύτερον θέσπισης κινήτρων για τη διατήρησή τους και την ένταξή τους στη σύγχρονη ζωή. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι μία μονοκατοικία του 1938, π.χ., μπορεί να είναι βιώσιμη σήμερα αν δεν υποστεί μία εκ βάθρων δαπανηρότατη ανακαίνιση. Όπως κανείς δεν μπορεί να αντιτάξει επιχειρήματα στους ιδιοκτήτες εκείνων των διαμερισμάτων που λόγω παλαιότητας χάνουν αξία. Πολυκατοικίες ολόκληρες της δεκαετίας του ’30, αλλά και του ’50 και του ’60, πρέπει να ανακαινιστούν για να αντισταθμίσουν τα πλεονεκτήματα της ωραίας αρχιτεκτονικής ή της πλεονεκτικής τους θέσης.

Αλλά πώς θα γίνει αυτό, αν μείνουμε στην περίπτωση των αστικών πολυκατοικιών; Μόνο με την ενθάρρυνση ενός ευρύτερου κλίματος οικονομίας, μέσα στο οποίο ιδιωτικές εταιρείες θα έχουν συμφέρον να αναλαμβάνουν ολόκληρα κτίρια για τον πλήρη εκσυγχρονισμό τους. Δεδομένου όμως του αναιμικού πλαισίου κινήτρων και της ασταθούς σύνδεσης του real estate με τις ανακαινίσεις κτιρίων, που δεν είναι μνημεία αλλά που συμβάλουν σε μία ορισμένη ατμόσφαιρα αστικού πολιτισμού, λίγα έχει να περιμένει κανείς.

Διαφορετική, όμως, μπορεί να είναι η τύχη δημοσίων κτιρίων, όπου συχνά ιδιοκτήτης είναι ένας φορέας και όχι πολλά φυσικά πρόσωπα. Μετά κόπου, η ελληνική πολιτεία έχει κηρύξει ως διατηρητέα μνημεία ένα μικρό αριθμό μεσοπολεμικών κτισμάτων (όπως π.χ. το Χρηματιστήριο) αλλά εκφράζει αδυναμία ή ανικανότητα να χαρτογραφήσει τη μεσοπολεμική και μεταπολεμική μοντέρνα αρχιτεκτονική (στην οποία περιλαμβάνονται και τα «Ξενία») και να προτείνει δράσεις και λύσεις. Δεν είμαστε στην εποχή που τα περιμένουμε όλα από το κράτος. Οι πολίτες έχουν ευθύνες (άλλωστε, το μεγαλύτερο κομμάτι της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ελλάδα έχει κατεδαφιστεί με πρωτοβουλία ιδιωτών) αλλά το κράτος οφείλει να ρυθμίσει ένα σύστημα κινήτρων και αντικινήτρων μέσα από σαφείς και σύγχρονες θέσεις.

Δυστυχώς, η Αθήνα παλεύει ακόμη, σε επίπεδο δικής της συνείδησης, να κατανοήσει τη δεκαετία του 1930. Αυτό ακούγεται εξωφρενικό αν σκεφτεί κανείς τι γίνεται σε άλλες μεγαλουπόλεις της Δύσης, όπου η συζήτηση αφορά πλέον τη δεκαετία του 1970. Και επιπλέον, πέρα από εξωφρενικό είναι και κοντόφθαλμο, διότι η Αθήνα έχει τα φόντα να πλασαριστεί ως μία αρ ντεκό πρωτεύουσα της Μεσογείου, αν επιστρατεύσει τα όπλα του τουριστικού μάνατζμεντ. Το Τελ Αβίβ έχει αυτο-διαφημιστεί ως η «Λευκή Πολιτεία» για τα άσπρα μπαουχάουζ σπίτια του. Θα μου πείτε το Τελ Αβίβ άρχισε τη ζωή του πριν από εκατό χρόνια, αλλά έστω και έτσι, η Αθήνα έχει πολλά να διδαχθεί από μία νεαρότερη πόλη. Το πρόβλημα στην Ελλάδα έχει να κάνει με ένα ολόκληρο πλέγμα νοοτροπίας που είναι βαθύτατα συντηρητικό και αντι-φιλελεύθερο, δυσκίνητο και φοβισμένο, με φυσικές αντιδράσεις κατά κάθε είδους νέων ιδεών. Η αδιαφορία για τη Μοντέρνα Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα σχετίζεται με την αδιαφορία για το νέο, όσο παράλογο κι αν είναι αυτό, αν σκεφτεί κανείς ότι το Μοντέρνο Κίνημα ήταν πρωτοπορία στην εποχή των παππούδων μας. Αλλά στην Ελλάδα, τα πράγματα προχωρούν αργά και διοικούνται από ανθρώπους που δεν ελκύονται από την ταχύτητα των προηγμένων κοινωνιών. Σε δέκα-είκοσι χρόνια, όταν η αρχιτεκτονική του ’30 θα είναι λαϊκά κατοχυρωμένη, κάτι θα αρχίσει να κινείται. Αλλά τότε πολλά αξιόλογα κτίρια θα έχουν χαθεί.

Το πώς επεμβαίνει κανείς σε ένα δομημένο ιστό με εκατομμύρια μικρο-ιδιοκτησίες είναι ένα σύνθετο θέμα αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχουν διεθνείς πρακτικές και διεθνή συνέδρια. Στην Ελλάδα, ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι πολλοί από τους ικανούς και ενημερωμένους ανθρώπους δεν αξιοποιούνται ή οι ίδιοι δεν θέλουν να εμπλακούν σε ένα δυσκίνητο και διαβόητο δημόσιο μηχανισμό. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, στον οποίον οι λίγοι ικανοί έχουν να διοικήσουν υπαλλήλους με χαμηλή εκπαίδευση μίας άλλης εποχής.

Η Αθήνα έχει αρκετά αξιόλογα κτίρια της περιόδου 1930-1970 και μία πρώτη χαρτογράφηση θα ήταν μία πρώτη ύλη για παραγωγή ιδεών και προτάσεων θέσπισης κινήτρων και δημιουργίας παρεμβάσεων. Όμως, πρώτα οφείλει κανείς να ξέρει τι θέλει να διατηρήσει, για ποιον λόγο και με ποιο όφελος. Υλικό κέρδος και άυλη υπεραξία. Δεν ωφελεί σε τίποτε να διατηρούνται κτίρια για τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται να προτείνει μία χρήση. Οι κοινωνίες έχουν ένα σύστημα φυσικής επιλογής και οι πολιτείες οφείλουν να είναι ενήμεροι και έγκαιροι ρυθμιστές.

nvatopoulos@kathimerini.gr

23/02/2007