1. Οι αρχαιολογικοί χώροι στην πόλη. Προβλήματα θεώρησης
Οι αρχαιολογικοί χώροι συνήθως αντιμετωπίζονται ως απλά απομεινάρια από το διαχρονικό παλίμψηστο της σημερινής πόλης, ως υπολείμματα του χτισμένου περιβάλλοντος μιας άλλης εποχής που περιέπεσαν σε αχρησία και ίσως αποτελούν εμπόδιο για την ανάπτυξή της. Μια τέτοια θεώρηση είναι σαφές ότι θέτει ως μόνη προκείμενη τη χρηστική λειτουργία της πόλης και αξιολογεί τον αστικό χώρο ως διαθέσιμη χωρική ποσότητα, αγνοώντας ή σκόπιμα υποτιμώντας την πολιτισμική του διάσταση, αυτήν που μετατρέπει τον ουδέτερο χώρο σε πολιτισμικά φορτισμένο τόπο.
Οι αρχαιολογικοί χώροι βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της προβληματικής αφού δεν προσφέρονται για επανάχρηση με τη στενή λειτουργική έννοια ενώ παράλληλα διεκδικούν το χώρο της πόλης. Η in situ διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων αποτελεί σήμερα το μεγάλο στοίχημα γιατί φανερώνει έμπρακτα περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση διατήρησης της ιστορικής κληρονομιάς τις αξίες που αναγνωρίζουμε στην αρχαιολογική κληρονομιά.
Τα ιστορικά κτήρια, για παράδειγμα τα νεοκλασικά, πολλές φορές τα διατηρούμε με το αζημίωτο αφού τα εντάσσουμε στις επικοινωνιακές και χρηματιστηριακές αξίες της αγοράς και πολλές φορές η ανέγερση μουσείων αποτελεί άλλοθι για την καταστροφή αρχαιολογικών χώρων. Η in situ διατήρηση των μνημείων όμως χρειάζεται χώρο! Οι αρχαιολογικοί χώροι «κοστίζουν» σε γη σε μια εποχή αλματώδους εμπορευματοποίησης των ακινήτων με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δυσχερής η διατήρηση και ανάδειξή τους. Για το λόγο αυτό οι αποφάσεις για τις αναγκαίες απαλλοτριώσεις αποτελούν το μέτρο αποτίμησης της αξίας των αρχαιολογικών χώρων για τις πόλεις και τελικά των σχέσεων μιας κοινωνίας με τα μνημεία της που την χαρακτηρίζουν εξίσου με όλα τα άλλα επιτεύγματά της.
2. Οι αρχαιολογικοί χώροι στην πόλη. Προβλήματα στην πρακτική ανάδειξης
Πέρα από τα παραπάνω προβλήματα στη θεώρηση των αρχαιολογικών χώρων, υπάρχουν προβλήματα στη διαχείρισή τους, η οποία εξαρτάται από το ερμηνευτικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και την τελική πρακτική που εφαρμόζεται. Εντοπίζονται τρεις κατηγορίες προβλημάτων:
α) Τα μνημεία ως μεμονωμένα αντικείμενα. Διατήρηση του μέρους αντί του όλου
Η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως την παραγνώριση της έννοιας του περιβάλλοντος του μνημείου και την απομόνωση του αρχαιολογικού χώρου από το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς του. Σε αυτή την περίπτωση το οσοδήποτε καλά διατηρημένο μνημείο διατηρείται ως ικανοποιητικό/αρκετό δείγμα του συνόλου, αντικαθιστώντας το πλήρες και γινόμενο άλλοθι για την καταστροφή άλλων μνημείων που αποτελούν το ζωτικό χώρο αναφοράς του. Βέβαια το διεθνές θεσμικό πλαίσιο προστασίας μνημείων δίνει έμφαση στην έννοια του περιβάλλοντος ενός μνημείου αλλά τελικά αυτό είναι θέμα ερμηνείας και μερικές φορές σκόπιμης παρερμηνείας.
β) Τα μνημεία ως ερείπια. Μια αισθητική κατηγορία
Η περίπτωση αφορά στην αντιμετώπιση του αρχαιολογικού χώρου ως χώρου ρομαντικών ερειπίων που αδρανοποιεί την αυθεντική και ενεργό παρουσία του και την εν δυνάμει πολιτισμική οντότητά του μετατρέποντάς τον αυτόματα σε γραφικό (picturesque) χώρο περιορίζοντας τη δυναμική του στη σημερινή αποσπασματική του μορφή και αφαιρώντας το διαχρονικό δυναμικό του.
γ) Ο αρχιτεκτονικός υπερσχεδιασμός της ανάδειξης των μνημείων
Η περίπτωση αφορά την αντιμετώπιση του αρχαιολογικού χώρου ως πεδίου ασκήσεων αρχιτεκτονικού ύφους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο αρχιτεκτονικός υπερσχεδιασμός του αρχαιολογικού χώρου με σύγχρονες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις έχει σαν αποτέλεσμα την υποβάθμισή του. Βέβαια ο σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με σημερινούς όρους και να εκφράζει τη σημερινή εποχή αλλά υπάρχει ένα όριο πέραν του οποίου ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του μνημείου δεν συσχετίζεται με τους λόγους διατήρησης του μνημείου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πολλές πραγματοποιημένες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις συνήθως αποτελούν επιφανειακούς εξωραϊσμούς ή υπερβολικές σε μέγεθος και χαρακτήρα κατασκευές-υπερκατασκευές που αδρανοποιούν, επισκιάζουν ή ακόμα και εκμηδενίζουν τις αρχαιότητες τις οποίες υποτίθεται ότι στοχεύουν να αναδείξουν. Συνοπτικά το πρόβλημα μπορεί να διατυπωθεί ως πρόβλημα συμβατότητας και καταλληλότητας των νέων μορφών-κατασκευών και των νέων χρήσεων στον αρχαιολογικό χώρο και το περιβάλλον του.
3. Η ανάδειξη των αρχαιοτήτων ως δημιουργία
Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής πρέπει να εντάσσεται και τελικά να παίρνει θέση κάθε πρόταση για την ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων στον ιστό της σημερινής πόλης ερμηνεύοντας το διεθνές θεσμικό πλαίσιο για την αρχαιολογική κληρονομιά όπως αυτό στοιχειοθετείται τόσο από τα άρθρα 7, 8 και 15 της Χάρτας της Βενετίας, όπως αυτά οριστικοποιήθηκαν στα διεθνή συνέδρια του ICOMOS στη Λωζάνη (1990) και στη Σόφια (1996), όσο και από τη χάρτα της αυθεντικότητας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στα συνέδρια της Νάπολης, του Μπέργκεν (Νορβηγία) και της Νάρα (Ιαπωνία).
Σύμφωνα με αυτό το θεσμικό πλαίσιο, ο αρχαιολογικός χώρος δεν αποτελεί μεμονωμένο μνημείο αλλά υλικό και νοηματικό φορέα ενός ευρύτερου χωρικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος.
Η έννοια της κλιμακούμενης σχέσης-συνάφειας των μνημείων με την καθημερινή ζωή είναι καθοριστική ώστε ο αρχαιολογικός χώρος να μην αποτελέσει ένα απομεινάρι του παρελθόντος που εξαιρείται από τη σημερινή πόλη αλλά αντίθετα ένα ιδιόμορφο, ιδιαίτερο μέλος της.
Τα ιστορικά «στρώματα» της πόλης δεν αποτελούν απλά σημειακές εμφανίσεις στο σημερινό σώμα της πόλης αλλά μάλλον ακολουθούν βίους παράλληλους με αυτή σε όλες τις ιστορικές της φάσεις. Η διαχρονική διαστρωμάτωση της πόλης διεκδικεί κάθε φορά και σε κάθε ιστορική στιγμή μια συγχρονική παρουσία, τη σημερινή κατανόηση, ερμηνεία και αξιολόγησή της.
Οι αρχαιολογικοί χώροι θεωρούνται ως ενεργοί τόποι της πόλης όχι μόνο για επίσκεψη αλλά ως ζωντανοί χώροι αναφοράς στη συλλογική μνήμη των κατοίκων και στην καθημερινή τους ζωή. Με αυτούς τους όρους η αρχαιολογία δεν είναι η επιστήμη των πολύτιμων ευρημάτων αλλά μέρος μιας πολιτισμικής ανθρωπολογίας, που διατηρεί, ερμηνεύει και αναδεικνύει τις αξίες ενός ενεργού παρελθόντος.
Το παρελθόν διεκδικεί το χώρο της πόλης όχι επειδή είναι παρελθόν αλλά επειδή είναι ενεργό με σημερινούς όρους και οι αρχαιολογικοί χώροι δεν πρέπει να διατηρούνται ως «μουσειακά» αντι-κείμενα αλλά ενεργά συν-κείμενα στην καθημερινή ζωή της πόλης.
Οι γενικότερες αξιωματικές προθέσεις που διατυπώθηκαν προηγούμενα και αφορούν τόσο τον τρόπο ερμηνείας του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τα μνημεία όσο και τα λάθη που πρέπει να αποφευχθούν, ουσιαστικά μπορούν να στοιχειοθετήσουν και στη συνέχεια να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο θεώρησης σύμφωνα με το οποίο θα είναι δυνατό να ιεραρχηθούν οι αξίες του αρχαιολογικού χώρου, όπως αυτές θα προκύψουν από την ιστορική τεκμηρίωση και ερμηνεία, ώστε να κατευθύνουν στη συνέχεια τις αρχιτεκτονικές επεμβάσεις κάθε κλίμακας που θα επιχειρηθούν στο πλαίσιο της πρότασης.
Σταθερό κριτήριο νομιμοποίησης της όποιας αρχιτεκτονικής επέμβασης πρέπει να παραμένει ο αρχαιολογικός χώρος και όχι κάποιος στυλιστικός-αισθητικός αυτοσκοπός. Οι χωρικές και νοηματικές αξίες του αρχαιολογικού χώρου δεν αποτελούν αφορμή για αυθαίρετες ερμηνείες αλλά αρχή και τέλος για τη νοηματική υπόσταση οποιασδήποτε πρότασης για την προστασία και ανάδειξή της.
Ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, σε όλες τις κλίμακες αναφοράς του, από τη μεμονωμένη αναστύλωση μέχρι τη δημιουργία αρχαιολογικών πάρκων, πρέπει να στοχεύει και τελικά να επιτυγχάνει τη διατήρηση και ανάδειξη της αυθεντικότητας του μνημείου στις υλικές, μορφολογικές, νοηματικές και πολιτισμικές του διαστάσεις.
Οι θέσεις απέναντι σε συνήθη και σοβαρά προβλήματα που αφορούν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των αρχαιολογικών χώρων δεν οδηγούν αυτόματα σε μια δημιουργική επίλυση αλλά μάλλον λειτουργούν ως σημεία ελέγχου για μια πρόταση αφού αυτή έχει πρώτα συγκροτηθεί.
Οι γενεσιουργοί παράγοντες μιας συνθετικής πρότασης σχεδιασμού για την προστασία και ανάδειξη ενός αρχαιολογικού χώρου πρέπει να προκύψουν από την προσεκτική τεκμηρίωση, ανάγνωση, κατανόηση και κυρίως από τη δημιουργική ερμηνεία του συγκεκριμένου κάθε φορά μνημείου στις πολύπλευρες χωρικές και νοηματικές του διαστάσεις αλλά τελικά αποτελεί ζήτημα δημιουργικού σχεδιασμού ο συγκεκριμένος τρόπος υλοποίησης των όποιων θεωρητικών αναλύσεων, ερμηνειών και προθέσεων.
vgan@central.ntua.gr