MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Ο Αριστοτέλης δίδαξε, η πλατεία Αριστοτέλους διδάσκει;

Δημήτρης Ζυγομαλάς, αρχιτέκτων μηχανικός, διπλωματούχος συντήρησης ιστορικών κτηρίων και συνόλων
Φωτογραφίες
Εικ.1 Πλατεία Αριστοτέλους. Άποψη από την πλευρά της θάλασσας, αρχές δεκαετίας 1990 (ταχυδρομικό δελτάριο εκδόσεων Τούμπη).
Εικ.1 Πλατεία Αριστοτέλους. Άποψη από την πλευρά της θάλασσας, αρχές δεκαετίας 1990 (ταχυδρομικό δελτάριο εκδόσεων Τούμπη).
Εικ.2 Πλατεία Αριστοτέλους. Σημερινή άποψη από την πλευρά της πόλης (φωτ. Α. Αβραμίδη - πηγή: Δ. Ρηγόπουλος, «Πλατεία Αριστο-τέλος;», Κ, ένθετο περιοδικό εφημερίδας «Η Καθημερινή», 153, 7 Μαΐου 2006, σ. 32-33).
Εικ.2 Πλατεία Αριστοτέλους. Σημερινή άποψη από την πλευρά της πόλης (φωτ. Α. Αβραμίδη - πηγή: Δ. Ρηγόπουλος, «Πλατεία Αριστο-τέλος;», Κ, ένθετο περιοδικό εφημερίδας «Η Καθημερινή», 153, 7 Μαΐου 2006, σ. 32-33).
Εικ.3 Αναπαράσταση της πλατείας Αριστοτέλους από την πλευρά της θάλασσας, σχεδιασμένη από τον δημιουργό της πλατείας, E. Hébrard. Διακρίνεται η ειδική διαμόρφωση της προκυμαίας (πηγή: A. Yerolympos, Urban Transformations in the Balkans (1820 - 1920), Thessaloniki: University Studio Press, 1996, σ. 112).
Εικ.3 Αναπαράσταση της πλατείας Αριστοτέλους από την πλευρά της θάλασσας, σχεδιασμένη από τον δημιουργό της πλατείας, E. Hébrard. Διακρίνεται η ειδική διαμόρφωση της προκυμαίας (πηγή: A. Yerolympos, Urban Transformations in the Balkans (1820 - 1920), Thessaloniki: University Studio Press, 1996, σ. 112).
Εικ.4 Νικηφορίδης, Κουόμο, Ταράνη. Α΄ βραβείο Διεθνούς Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για τον Ανασχεδιασμό του Μνημειακού Άξονα της Αριστοτέλους (1997). Άποψη της πλατείας από τον αέρα με τις προτεινόμενες παρεμβάσεις (ευγενική παραχώρηση Π. Νικηφορίδη).
Εικ.4 Νικηφορίδης, Κουόμο, Ταράνη. Α΄ βραβείο Διεθνούς Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για τον Ανασχεδιασμό του Μνημειακού Άξονα της Αριστοτέλους (1997). Άποψη της πλατείας από τον αέρα με τις προτεινόμενες παρεμβάσεις (ευγενική παραχώρηση Π. Νικηφορίδη).
Εικ.5 Κάτοψη πρότασης ανασχεδιασμού της πλατείας Αριστοτέλους από τον Δήμο Θεσσαλονίκης (2006). Διακρίνονται οι ζώνες πρασίνου με πράσινο χρώμα και οι χώροι τραπεζοκαθισμάτων με μοβ (πηγή: Τμήμα Αρχιτεκτονικών Μελετών Δήμου Θεσσαλονίκης - χρωματική επεξεργασία: Δ. Ζυγομαλάς).
Εικ.5 Κάτοψη πρότασης ανασχεδιασμού της πλατείας Αριστοτέλους από τον Δήμο Θεσσαλονίκης (2006). Διακρίνονται οι ζώνες πρασίνου με πράσινο χρώμα και οι χώροι τραπεζοκαθισμάτων με μοβ (πηγή: Τμήμα Αρχιτεκτονικών Μελετών Δήμου Θεσσαλονίκης - χρωματική επεξεργασία: Δ. Ζυγομαλάς).

Η πλατεία Αριστοτέλους αποτελεί ιστορικό και ταυτόχρονα ζωτικό τμήμα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης (εικ. 1, 2). Η ιστορική της σπουδαιότητα απορρέει από την ένταξή της στον ομώνυμο άξονα, ένα γραμμικό σύνολο δημόσιων χώρων που αποτέλεσε τον κεντρικό χειρισμό κατά τον ανασχεδιασμό της πόλης μετά την πυρκαγιά του 1917. Αφετηρία και σημείο επαφής του άξονα με τη θάλασσα, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του. Πλαισιώνεται από ένα σπάνιο δείγμα υλοποίησης προγραμματισμένης αρχιτεκτονικής και, χάρη στον προσεγμένο προσανατολισμό, προσφέρει μια σαγηνευτική θέα προς τον Όλυμπο.

Η πλατεία Αριστοτέλους αναδεικνύει επιπρόσθετα το πρόσφατο πολεοδομικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης. Η μαζική ανοικοδόμηση και η απουσία μέριμνας για τον δημόσιο χώρο αντανακλώνται χαρακτηριστικά στις προσθήκες ορόφων στα γύρω κτήρια καθ’ υπέρβαση του ύψους που είχε προβλέψει ο δημιουργός της, Γάλλος αρχιτέκτονας Ernest Hébrard (εικ.3), και στην απρογραμμάτιστη ανάπτυξη χρήσεων αναψυχής κατά μήκος της δυτικής και της ανατολικής πλευράς της.

Ως προς την ιδιότητα του ζωτικού χώρου για τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη, αυτή πηγάζει από την ταύτιση της πλατείας με τον μεγαλύτερο ενιαίο υπαίθριο χώρο στο κέντρο της πόλης, σημείο φιλοξενίας πλήθους εκδηλώσεων σε όλη τη διάρκεια του χρόνου αλλά και βασική περιοχή περιπάτου και αναψυχής των πολιτών της.

Η μορφή που παρουσιάζει σήμερα αυτό το τόσο σημαντικό τμήμα του αστικού χώρου αποτελεί κατά βάση προϊόν παρεμβάσεων των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί κολακευτικά σχόλια. Στην ισχνή αισθητική ποιότητα, τον ελλιπή αστικό εξοπλισμό και το παραμελημένο πράσινο, έρχεται να προστεθεί μια άνευ προηγουμένου αταξία: καταστήματα αναψυχής σε ελεύθερη ανάπτυξη στις δύο πλευρές της πλατείας με κάθε λογής ετερόκλιτο εξοπλισμό, ασφυκτική στάθμευση στην πλευρά της θάλασσας, πινακίδες, τέντες και κλιματιστικά σε ανεξέλεγκτη διασπορά στις όψεις των γειτονικών κτηρίων.

Μια τέτοια εικόνα σίγουρα δεν ταιριάζει στον πλέον εμβληματικό δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης. Η απολύτως αναγκαία μέριμνα για την αντιστροφή της εκδηλώθηκε για πρώτη φορά το 1997. Τη χρονιά εκείνη, με αφορμή την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, προκηρύχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός με αντικείμενο τον ανασχεδιασμό του ευρύτερου άξονα. Για την αφετηρία του, η βραβευμένη μελέτη των Νικηφορίδη, Κουόμο και Ταράνη πρότεινε τη δημιουργία μιας «κάτω πλατείας», με άλλα λόγια ενός υπόγειου χώρου πολιτιστικών εκδηλώσεων, λειτουργικά πολύτιμου με δεδομένο το μέγεθος και την κεντρικότητα της πλατείας. Προέβλεψε ακόμη την ανάδειξη του παραθαλάσσιου τείχους που διέρχεται κάτω από το βόρειο τμήμα της, προσθέτοντας έτσι μια καίρια και χαρακτηριστικά αγνοημένη διάσταση στην ιστορικότητά της. Τέλος, μερίμνησε για την αποκατάσταση της σύνδεσης με τη θάλασσα, όπου και ο ίδιος ο Hébrard είχε προβλέψει ειδική διαμόρφωση της προκυμαίας (εικ. 4).

Δυστυχώς, η βραβευμένη πρόταση αποδείχθηκε μια εξαιρετικής ποιότητας άσκηση χωρίς συνέχεια στον φυσικό χώρο. Για το τμήμα της που αφορούσε την πλατεία, οι λόγοι αχρήστευσης υπήρξαν, σύμφωνα με τους αρμόδιους, τρεις: νομικά κωλύματα, έλλειψη πόρων, άτοπο υλοποίησης τμήματος μόνο μιας πρότασης που αφορά ένα ευρύτερο πολεοδομικό σύνολο. Ακόμη κι αν δεχτεί κανείς τα νομικά κωλύματα, η έλλειψη πόρων δεν φαίνεται να έχει εμποδίσει την εκτέλεση πλήθους άλλων έργων στην πόλη τα τελευταία χρόνια, σε σημείο που να γίνεται λόγος για «κοσμογονία» από τη δημοτική αρχή. Ως προς το άτοπο της τμηματικής εφαρμογής, θα έπρεπε σωστότερα να γίνεται λόγος για το άτοπο των άλλων τμηματικών διαμορφώσεων του άξονα, συγκεκριμένα της πλατείας Δικαστηρίων και του τμήματος μεταξύ των οδών Εγνατία και Μητροπόλεως, και μάλιστα τη στιγμή που βρισκόταν σε εξέλιξη ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός.

Τρία χρόνια μετά την πρωτοβουλία του 1997, το Υπουργείο Πολιτισμού προχώρησε στον χαρακτηρισμό της πλατείας ως ιστορικού τόπου, καθώς και των όψεων των κτηρίων που την περιβάλλουν ως «έργων τέχνης» (ΦΕΚ 1371/Β/9-11-2000). Η κίνηση αυτή δημιούργησε ένα πιο ισχυρό καθεστώς προστασίας του χώρου, ωστόσο στην πράξη δεν μετέβαλε την κατάστασή του. Πρωτοβουλία για την αντιστροφή της υποβάθμισης εκδηλώθηκε μόνο μετά από έξι χρόνια. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2006, ο Δήμος Θεσσαλονίκης δημοσιοποίησε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε «ήπιες παρεμβάσεις», που θα καθιστούσαν την πλατεία «πολύ όμορφη και ανθρώπινη». Εντούτοις, η δημοσιοποίηση της σχετικής μελέτης δύο μήνες αργότερα μόνο ήπιες αντιδράσεις δεν προκάλεσε (εικ. 5).

Πριν από οποιαδήποτε αξιολόγηση, πρέπει να γίνει σαφές ότι ο ιστορικός χώρος έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η διαφύλαξη των οποίων επιβάλλει περιορισμούς στη σύγχρονη δημιουργία, σε αντίθεση με ό,τι θα συνέβαινε σε μια αδιαμόρφωτη έκταση. Για παράδειγμα, τα όρια του ιστορικού χώρου είναι δεδομένα και, στην προκειμένη περίπτωση, είναι αδιανόητο να αγνοούνται με τον αποκλεισμό από τις παρεμβάσεις του ημικυκλικού τμήματος της πλατείας βόρεια της οδού Μητροπόλεως. Επιπλέον, η πολεοδομική ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου χώρου έγκειται ουσιαστικά στην κανονικότητά του και στην απουσία φυσικών εμποδίων ή αισθητικών εντάσεων ικανών να υποβιβάσουν την κυρίαρχη παρουσία του υγρού στοιχείου και του ορεινού τοπίου στο βάθος. Χειρισμοί που αλλοιώνουν την ιδιαιτερότητα αυτή δεν μπορούν προφανώς να γίνουν δεκτοί. Μόνο ως τέτοιους, όμως, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την πρόταση για τοποθέτηση σιντριβανιού με παιχνίδια νερού στο κέντρο της πλατείας, την πλακόστρωση με σειρά χρωματικών εναλλαγών και ειδικά του κεντρικού τμήματος με πλάκες σε διαγώνια διάταξη, τη φύτευση συστοιχιών ψηλών δέντρων σε σημαντική απόσταση από τα γειτονικά οικοδομικά μέτωπα. Φύτευση που ταυτόχρονα θα απέκρυπτε το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο των εν λόγω μετώπων, τις στοές.

Από εκεί και πέρα, η απόπειρα οριοθέτησης των χρήσεων με την εκκένωση των πλευρικών στοών, τη δημιουργία ζώνης περιπάτου-τροφοδοσίας και ζώνης τραπεζοκαθισμάτων κινούνταν αναμφίβολα στη σωστή κατεύθυνση. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονείται ότι η τακτική αστυνόμευση καθορίζει την αποτελεσματικότητα τέτοιων κινήσεων. Επιπλέον, η διαμόρφωση της ζώνης των τραπεζοκαθισμάτων δικαιολογούσε σοβαρές επιφυλάξεις. Με την τοποθέτησή τους σε μόνιμες υπερυψωμένες κατασκευές, παγιωνόταν η κατάληψη σημαντικού μέρους της πλατείας από χρήσεις που δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μέρος της λειτουργίας της. Κατά δεύτερο λόγο, αν και θετική ως κίνηση, η κάλυψη των τραπεζοκαθισμάτων με ομοιόμορφες ομπρέλες, και μάλιστα όχι ιδιαίτερα προσεγμένης αισθητικής, συνδυαζόταν με ηλεκτρική θέρμανση, επιλογή ενεργοβόρα και σαφώς αντιπεριβαλλοντική.

Θα πρέπει, τέλος, να αναγνωριστεί το θετικό της πρόθεσης συντήρησης του υφιστάμενου πρασίνου και της τοποθέτησης σκιάστρων επάνω από τα παγκάκια του κεντρικού τμήματος, ενός χώρου που στερείται σκιασμένων θέσεων. Η μορφή των παγκακιών και των σκιάστρων, καθώς και των φωτιστικών στύλων από τους οποίους αυτά θα αναρτούνταν, επιδεχόταν βέβαια σημαντική βελτίωση. Επιπλέον, περιττή θα χαρακτήριζε κανείς την οριοθέτηση των ζωνών πρασίνου με χαμηλά τοιχία, κίνηση αυτονόμησης του φυσικού στοιχείου και συρρίκνωσης της ενιαίας επιφάνειας της πλατείας.

Συμπερασματικά, με την εξαίρεση ορισμένων θετικών προθέσεων, η πρόταση της δημοτικής αρχής ήταν κατά μείζονα λόγο προβληματική. Την εικόνα της αυτή μετρίασε σε ικανοποιητικό βαθμό το Τοπικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, το οποίο στα μέσα Δεκεμβρίου του 2006 ενέκρινε την προτεινόμενη αναμόρφωση, πλην, όμως, χωρίς το σιντριβάνι και τις συστοιχίες ψηλών δέντρων, με ενιαία πλακόστρωση στο δάπεδο, τραπεζοκαθίσματα χωρίς υπερυψώσεις και μέτωπο στη θάλασσα χωρίς θέσεις στάθμευσης. Και πάλι, βέβαια, η απόσταση από την ολοκληρωμένη παρέμβαση είναι γεγονός. Οι εργασίες θα καλύψουν μέρος μόνο της πλατείας, η σύνδεση με την προκυμαία εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο και μαζί της η εξάλειψη της αταξίας στις όψεις των γύρω κτηρίων.

Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι ο προβληματισμός γύρω από τις προτάσεις, τόσο της βραβευμένης μελέτης του 1997 όσο και της μελέτης της δημοτικής αρχής του 2006, αφήνει σημαντικά διδάγματα για το περιεχόμενο των προτάσεων εξυγίανσης και αναβάθμισης του ιστορικού αστικού χώρου. Παράλληλα, όμως, αφήνει να προκύψει αβίαστα και ένα κρίσιμο συμπέρασμα. Παρεμβάσεις σε ζωτικά και ιστορικά φορτισμένα τμήματα του αστικού περιβάλλοντος οι οποίες προωθούνται μονομερώς, χωρίς ενημέρωση των πολιτών και δημόσιο διάλογο, με ταύτιση του αντίλογου με εμμονή στη στασιμότητα και με την όποια βελτίωση να επιτυγχάνεται μέσα σε κλίμα πόλωσης, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δώσουν αποτελέσματα αντάξια της ιστορίας της πόλης και των ίδιων των πολιτών της. Η διαχείριση του ιστορικού αστικού χώρου επιβάλλει ενημέρωση, διάλογο, σύνθεση απόψεων και, σε περιπτώσεις σύνθετων παρεμβάσεων, ουσιαστική αξιοποίηση του θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.

jim_zs@yahoo.com

23/02/2007