Εκατό χρόνια ελεύθερης Θεσσαλονίκης: αναζητώντας ταυτότητες
Από τον 19ο αιώνα ως και το 1950 πολλές και ενδιαφέρουσες πολεοδομικές πρωτοβουλίες και πολιτικές αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία. Δυστυχώς στα μεταπολεμικά χρόνια ατόνησαν και κυριάρχησε η νοοτροπία του αποσπασματικού, του τυχαίου και της γρήγορης, ιδιοτελούς και αρπακτικής "ανάπτυξης". Το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης εκφράζει με τις μεταμορφώσεις του τις αντιφατικές αυτές προσεγγίσεις. Θα τοποθετήσουμε την απαρχή των νεώτερων μετασχηματισμών της Θεσσαλονίκης και την ένταξή της στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στα 1869. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η πόλη θα μετασχηματισθεί ουσιαστικά αρκετές φορές. Μετά τη συνθήκη του Παρισιού, το 1856, η ανάγκη εξευρωπαϊσμού της γίνεται επιτακτική. Ξεκινάει τότε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της να ακολουθήσει την τεχνική και επιστημονική ανάπτυξη της δύσης. Οι μεταρρυθμίσεις που εκτείνονται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, στην οργάνωση της διοικητικής και οικονομικής λειτουργίας, στο θεσμικό, δικαστικό, στρατιωτικό και κοινωνικό πλαίσιο, αποσκοπούν στη βελτίωση του κρατικού μηχανισμού, στη δυτικοποίηση της κοινωνίας και στην απαλλαγή της νομοθεσίας και της παιδείας από το θρησκευτικό νόμο. Οι κατεδαφίσεις των τειχών βοηθούν την επέκταση της πόλης εκτός αυτών και την εγκατάσταση κατοίκων έξω από το παραδοσιακό κέντρο με βάση οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια και όχι εθνοθρησκευτικά. Το έτος 1890 χαρακτηρίζεται από την πυρκαγιά που έκαψε 120 εκτάρια της πόλης και την εισροή ρωσοεβραίων προσφύγων. Οι πολεοδομικοί μετασχηματισμοί που ακολουθούν την πυρκαγιά, αποτελούν κάτι καινούργιο για την εικόνα της πόλης αλλά κυρίως για τον τρόπο που χρήζει αστικού σχεδιασμού. Επιφυλάξεις διατυπώνονται και για το βαθμό κατά τον οποίο ο νέος σχεδιασμός στερεί από τη Θεσσαλονίκη τη γραφική της εικόνα, καθώς από το αστικό μοντέλο της γειτονιάς περνάμε σε αυτό του οικοδομικού τετραγώνου. Η Θεσσαλονίκη μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, το 1912 Η πυρκαγιά του 1917 Οι πολεοδόμοι σχεδιάζουν μια πόλη διπλάσια από αυτήν που υπάρχει (350.000 κατοίκοι, και συνολικά 2400 εκτάρια) με το όραμα της δημιουργίας μιας μελλοντικής μεγαλούπολης. Η οργάνωση της πόλης είναι μονοπυρηνική: στο κέντρο τοποθετείται η διοικητική και οικονομική λειτουργία. Βασικό οργανικό στοιχείο του αστικού ιστού αποτελούσε το οικοδομικό τετράγωνο, που αντικατέστησε τις λαβυρινθώδεις και ακανόνιστες κατοικίες. Για να γίνει ελκυστικότερο το νέο σχέδιο και να αποκτήσει η πόλη τους ελεύθερους χώρους που δεν υπήρχαν στο παρελθόν, ο Εμπράρ χρησιμοποίησε τα βυζαντινά μνημεία της πόλης ως εστιακά σημεία ενός δικτύου δημοσίων χώρων. Η πλατεία Αριστοτέλους ανοίγεται στη θάλασσα σε πλάτος 100 μέτρων περίπου και προσφέρει μια από τις ωραιότερες θέες στον κόσμο, τη σιλουέτα του Ολύμπου. Από τα σχέδια της επιτροπής σχεδιασμού εγκρίθηκε και εφαρμόστηκε μόνο αυτό του ιστορικού κέντρου και όχι τα σχέδια γενικών κατευθύνσεων, γεγονός που αντανακλά τις περιπέτειες της πόλης. Η ανέγερση των δημοσίων κτηρίων σκόνταψε επάνω στην οικονομική και πολιτική κρίση της δεκαετίας του 1930, ενώ στη διάρκεια της κατοχής και του εμφύλιου όλα τα προγράμματα ανεστάλησαν. Στη Θεσσαλονίκη το πρόβλημα της εγκατάστασης των προσφύγων είναι μεγαλύτερο από τις άλλες ελληνικές πόλεις, γιατί πριν πέντε χρόνια η μεγάλη πυρκαγιά είχε καταστρέψει το 40% των σπιτιών και γιατί από τη μία χρονιά στην άλλη τετραπλασιάστηκε ο πληθυσμός της. Οι επιδράσεις του προσφυγικού εποικισμού στη διάρθρωση των προαστίων της πόλης είναι αποφασιστικές. Η αυτοστέγαση και η αυθαίρετη δόμηση ήταν οι συνηθέστεροι τρόποι οικοδόμησης συνοικισμών, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η πόλη γίνεται μια πόλη αντιθέσεων. Περίλαμπρα μέγαρα από τη μία και χιλιάδες παραπήγματα από την άλλη διασκορπισμένα από άκρη σε άκρη της Θεσσαλονίκης. Λίγα μόνο μέτρα από την Τσιμισκή, στον τενεκέ μαχαλά, εξελίσσεται φρικιαστική για τα μάτια του επισκέπτη η ανθρώπινη εξαθλίωση και η ανισότητα της ζωής. Το κράτος μπροστά σε αυτή την κατάσταση θεσπίζει το πρώτο πολεοδομικό πλαίσιο με το οποίο οργανώνονται οι νέοι προσφυγικοί συνοικισμοί. Κάθε συνοικισμός ρυμοτομείται προχείρως και χωρίζεται σε οικόπεδα. Τελικά ο δακτύλιος των νέων οικισμών που περιβάλλουν την πόλη παρουσιάζει την εικόνα μωσαϊκού από οικιστικές ενότητες κατασκευασμένες από διαφορετικούς φορείς με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να εντάσσονται σε ένα ενιαίο πρόγραμμα οικιστικής ανάπτυξης. Ανάμεσά τους υπάρχουν κενά που καταλαμβάνονται από αγροτική γη, βιομηχανία και βιοτεχνικά κτίρια, εγκαταλειμμένες εκτάσεις και υψώματα. Ιδιαίτερα η περίοδος 1922- 1929 είναι αυτή στην οποία παγιώνεται το σχέδιο της ρυμοτομίας της Θεσσαλονίκης στην τελική του μορφή, όπως εμφανίζεται το 1929 και όπως αναγνωρίζεται σαφώς σήμερα. Έτσι, μέσα από την πρόσφατη περιπέτειά της η Θεσσαλονίκη βρίσκει σιγά το νέο νεοελληνικό της πρόσωπο, χάνοντας όμως την παλαιότερη έντονη προσωπικότητά της. Στη νέα εικόνα της επιμένουν να υπάρχουν η ιδιαιτερότητα του φυσικού της τοπίου και οι μεμονωμένες αλλά ισχυρές μνήμες της ιστορίας της, υποταγμένες ωστόσο στη νέα μορφή και πρακτική της πόλης, μορφή και πρακτική που, σε μια κοινωνία με αυξημένη κοινωνική κινητικότητα, βρίσκουν στα μικροαστικά πρότυπα τις σταθερότερες αξίες. Το κράτος, με δεδομένη την αδυναμία να πραγματοποιήσει ριζικές μεταβολές στο αστικό τοπίο καταφεύγει στην ανάπλαση μικρότερων νευραλγικών περιοχών μέσα στην πόλη. Συνοπτικά τα νεωτερικά αστικά τοπία, που διαμορφώθηκαν σε κεντρικά σημεία της πόλης και διακρίνονται ακόμα και σήμερα για την ταυτότητά τους είναι η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, η περιοχή της Πανεπιστημιούπολης, η Άνω Πόλη και η Νέα Παραλία. Τέλος, μια πολιτική μεγάλων δημοσίων έργων, στηριζόμενη ουσιαστικά σε κονδύλια του σχεδίου Μάρσαλ, διαμορφώνει αρκετά από τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της πόλης. Στα χρόνια που ακολούθησαν παρατηρήθηκε μαζική τάση φυγής από το κέντρο, διευκολύνοντας την άναρχη επέκταση της Θεσσαλονίκης προς την περιφέρεια, η οποία πήρε νέες μορφές. Στις περιοχές εγκατάστασης προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών, οργανωμένες και αυθαίρετες, που βρίσκονταν κοντά στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές ζώνες προστέθηκαν νέοι θύλακες κατοικίας υψηλών και μεσαίων εισοδημάτων, εμπορικά κέντρα και αργότερα περιοχές υποδοχής μεταναστών και παλιννοστούντων από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Το 1978 ένας σεισμός των 6,5 ρίχτερ πλήττει την πόλη, έχοντας σημαντικές επιπτώσεις στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική διευθέτηση της Θεσσαλονίκης. Λειτούργησε ουσιαστικά ως καταλύτης, επιταχύνοντας μία σειρά εξελίξεων που ήδη ήταν ορατές στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Σήμερα η πόλη έχει ξεπεράσει το 1.000.000 κατοίκους και καλύπτει 14.000 εκτάρια γης. Οι οικιστικές επεκτάσεις και οι νέες χωροθετήσεις χρήσεων μετασχηματίζουν συνεχώς τον αστικό ιστό, οδηγώντας σταδιακά στη μεταβολή του μοντέλου της πόλης από συμπαγές σε διάχυτο. Το ιστορικό κέντρο με τις υψηλές αξίες γης και το κακοποιημένο και κορεσμένο ιστό, αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της κεντρικότητας του αστικού συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται, μέσω μιας δυναμικής διάχυσης χρήσεων τριτογενούς τομέα, ένα νέο κέντρο στην περιφέρεια. Παράλληλα οι κενοί χώροι που προκύπτουν στο κέντρο της πόλης από τη μετεγκατάσταση αυτών των οικονομικών δραστηριοτήτων καταλαμβάνονται από δραστηριότητες πολιτισμού και αναψυχής. Έτσι λοιπόν, το κέντρο τείνει να αποκτά ολοένα και περισσότερο συμβολική, κι όχι παραγωγική πλέον, ταυτότητα, και να μετατρέπεται σε τόπο πολιτιστικού, ψυχαγωγικού και τουριστικού προσανατολισμού. Ένα επίσης σημαντικό πρόβλημα είναι αυτό των ελεύθερων δημόσιων χώρων. Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι μία τυπική περίπτωση ευρωπαϊκής / μεσογειακής πόλης με τα συνηθισμένα προβλήματα υπερδόμησης του αστικού ιστού και ανυπαρξίας οργανωμένου δικτύου υπαίθριων χώρων. Η ανάπτυξη της πόλης ‘αυθαίρετα’, και η μη αντιμετώπιση του αστικού πλέγματος σαν ένα ενιαίο σύνολο καθιστά το ποσοστό των ελεύθερων και πράσινων χώρων πάρα πολύ χαμηλό. Παράλληλα με τους πολεοδομικούς μετασχηματισμούς ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, με κατ’ εξοχήν όμως χωρικές διαστάσεις είναι αυτό των νέων μεταναστών. Τα ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα μετασχηματίζουν τις ευρωπαϊκές πόλεις και περιφέρειες σε πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Σημαντική διάσταση αυτού του μετασχηματισμού είναι ο χωρικός διαχωρισμός των διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων μέσα στις πόλεις ή του χωρικού αποκλεισμού αυτών. Η συγκέντρωση της πλειοψηφίας των μεταναστών στο δήμο Θεσσαλονίκης διαμορφώνει και τον κοινωνικό χάρτη της πόλης, στον οποίο αποτυπώνεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στις ακριβότερες περιοχές των νοτιοανατολικού τμήματος και των βοριοδυτικών συνοικιών. Καθώς λοιπόν οι αστικές οικονομίες σχετίζονται όλο και περισσότερο με το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, ο πολεοδομικός σχεδιασμός προσανατολίζεται προς προγράμματα αστικής ανάπλασης, με στόχο τη φιλοξενία υποδομών ευρωπαϊκής εμβέλειας, την προσέλκυση δυναμικών οικονομικών δραστηριοτήτων και την αναζωογόνηση περιοχών σημαδεμένων από τεχνολογική απαξίωση. Στη Θεσσαλονίκη, τέτοιες τάσεις εμφανίζονται στην περιοχή των Λαδάδικων, του ιστορικού κέντρου, σε άδεια εργοστάσια, σε κτήρια του λιμανιού ή σε εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα, τα οποία μεταμορφώνονται σε πολιτιστικά και κέντρα αναψυχής, κυρίως ιδιωτικά. vasokostoglou@gmail.com
|
6/03/2012 |