Η καταστροφή του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο δεν αποτελεί πλέον θέμα ενασχόλησης μιας μικρής ομάδας ερευνητών και ακτιβιστών αλλά αντικείμενο προβληματισμού και θέλησης για δράση της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Πληθαίνουν οι φωνές που θεωρούν ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα περιβαλλοντικό αλλά και κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό. Η πρόσφατη έκθεση του Sir Nicholas Stern για τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το παραπάνω γεγονός.
Τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν μια σημαντικότατη «παράπλευρη απώλεια» της καταστροφής του περιβάλλοντος, που πολύ συχνά λησμονείται ή παραβλέπεται. Η καταστροφή αυτή συντελείται τόσο από τα περιβαλλοντικά προβλήματα παγκόσμιας κλίμακας, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, όσο και από αυτά τοπικής κλίμακας, όπως είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση των πόλεων.
Πρόσφατα, το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον (UNEP), σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος της Στοκχόλμης (SEI), δημοσίευσε την έκθεση «Ο Άτλας των Κλιματικών Αλλαγών». Στην έκθεση αυτή, ειδικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή αναμένεται να απειλήσει άμεσα τις επόμενες δεκαετίες ανεκτίμητους φυσικούς και αρχαιολογικούς θησαυρούς. Συγκεκριμένα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η αύξηση της συχνότητας των πλημμυρών και των ακραίων καιρικών φαινομένων, η διάβρωση των ακτών θα απειλήσουν άμεσα μνημεία όπως αυτά της Αιγύπτου, της Βενετίας κ.ά. Αλλά και με έμμεσο τρόπο, οι μεταβολές στα επίπεδα θερμοκρασίας και υγρασίας σε έναν τόπο μπορούν να επιφέρουν αλλαγές στις χημικές διεργασίες της ατμόσφαιρας, που με τη σειρά τους θα αλλοιώσουν τους δομικούς λίθους καθεδρικών ναών, τζαμιών και αρχαιοτήτων σε όλο τον κόσμο.
Σε μικρότερη κλίμακα, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που διαμορφώνονται στις περισσότερες μεγαλουπόλεις συντελούν στη σταδιακή καταστροφή των μνημείων. Οι κυριότερες διαδικασίες που προκαλούν την παραπάνω φθορά είναι η ατμοσφαιρική διάβρωση (corrosion) και η αισθητική αλλοίωση των επιφανειών των μνημείων (soiling), οι οποίες οφείλονται αφενός στα οξειδωτικά αέρια της ατμόσφαιρας, όπως είναι το διοξείδιο του θείου (SO2), το νιτρικό οξύ (HNO3) και το υδροχλώριο (HCl), και αφετέρου στις επικαθίσεις των αιωρουμένων σωματιδίων της ατμόσφαιρας.
Συγκεκριμένα, η προσβολή του μαρμάρου από θειικό (Η2SO4) και νιτρικό οξύ θεωρείται η πλέον καταστροφική. Η αντίδραση με το προσβεβλημένο υλικό είναι ταχύτατη, πραγματοποιείται με την παρουσία του νερού της βροχής και είναι γνωστή ως όξινη προσβολή. Αποτέλεσμα αυτής της προσβολής είναι η εξάλειψη των εξοχών, οι ρηγματώσεις, οι αποφλοιώσεις των μαρμάρων, οι αποκολλήσεις κ.λπ.
Όταν οι επιφάνειες των μαρμάρων δεν έρχονται σε επαφή με το νερό της βροχής, τότε το SO2, αντιδρώντας με το ανθρακικό ασβέστιο (CaCΟ3) και την υγρασία, προκαλεί μια άλλη μορφή διάβρωσης, τη λεγόμενη θείωση ή γυψοποίηση του μαρμάρου, κατά την οποία η επιφάνεια του μαρμάρου μετατρέπεται σε γύψο.
Μια άλλη εξίσου σημαντική επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στα μνημεία είναι, όπως προαναφέρθηκε, οι επικαθίσεις των αιωρουμένων σωματιδίων, οι οποίες προκαλούν χρωματικές αλλοιώσεις στις επιφάνειες των μνημείων (soiling). Τα αιωρούμενα σωματίδια που έχουν διαστάσεις κάτω των 500nm, που είναι δηλαδή κολλοειδή, κατακάθονται στις γυψοποιημένες επιφάνειες των μνημείων και των αγαλμάτων, προκαλώντας αλλοιώσεις κόκκινου (Fe2O3) και μαύρου (C) χρώματος. Έτσι, δημιουργούνται οι γνωστές «μαύρες κρούστες» (black crusts) οι οποίες δύσκολα διαλύονται, προκαλώντας αισθητικές αλλοιώσεις στα μνημεία (Σκουλικίδης 1994, Λαμπρόπουλος 1993).
Τα τελευταία χρόνια αρκετοί ερευνητές άρχισαν να μελετούν την επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη διάβρωση των μνημείων. Για τον ελλαδικό χώρο, οι πρώτες μελέτες ξεκίνησαν από ομάδα καθηγητών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με επικεφαλής τον καθηγητή Θ. Σκουλικίδη και αφορούσαν στο μνημείο της Ακροπόλεως. Οι μελέτες επιβεβαίωσαν την έντονη διάβρωση του μνημείου κυρίως από τη δεκαετία του 1950 και μετά, γεγονός που συμπίπτει με την έντονη εκβιομηχάνιση της περιοχής της Αθήνας και με τη σταδιακή αύξηση των επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο λεκανοπέδιο (Σκουλικίδης 1994, Skoulikidis 1983, Lambrinou 2004). Άλλες μελέτες διάβρωσης έχουν γίνει για το ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα (Μoropoulou et al 1998), το Μεσαιωνικό Κάστρο της Ρόδου (Moropoulou et al 1995) και του Ρεθύμνου (Moropoulou et al 1995).
Πρόσφατα, το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών με επικεφαλής τον Καθηγητή κ. Κώστα Βαρώτσο, συμμετείχε από το 2002 έως το 2005 στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα MULTI-ASSESS, που αποσκοπούσε στη μελέτη της επίδρασης των ατμοσφαιρικών ρύπων στα μνημεία. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κύριος στόχος ήταν η ανάπτυξη μεθόδων πρόγνωσης και πρόληψης των φθορών της πολιτιστικής κληρονομιάς και ο καθορισμός οριακών τιμών συγκέντρωσης των διαφόρων ρυπαντών για την προστασία διαφόρων υλικών.
Συγκεκριμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος κάθε πόλη που συμμετείχε σε αυτό εξέθετε σε σημεία αυξημένης ατμοσφαιρικής ρύπανσης διάφορα υλικά όπως μάρμαρο, ασβεστόλιθο, ψαμμίτη, αλουμίνιο, τσίγκο, χαλκό, γυαλί κ.ά, με σκοπό να διερευνηθεί η διάβρωση τους από τους ατμοσφαιρικούς ρύπους ενώ στα ίδια σημεία γίνονταν μετρήσεις για αιωρούμενα σωματίδια και HNO3. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά έγιναν ταυτόχρονα σε όλη την Ευρώπη μετρήσεις HNO3 και μελετήθηκε η επίδρασή του στη διάβρωση των μνημείων.
Οι μετρήσεις του HNO3 και του SO2 και οι αναλύσεις των επιφανειών των εκτεθειμένων δειγμάτων έδειξαν ότι η Αθήνα βρίσκεται σε υψηλό βαθμό επικινδυνότητας όσον αφορά τη διάβρωση των μνημείων σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ιδιαίτερα οι συγκεντρώσεις HNO3 ήταν οι υψηλότερες από όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη (2.5μg/m3) καθώς και τα ποσοστά εξαλλοίωσης των λίθινων επιφανειών των εκτεθειμένων δειγμάτων, που ήταν τα υψηλότερα σε σχέση λόγου χάρη με το Λονδίνο, την Κρακοβία, τη Ρώμη κ.λπ. (Ferm et al 2005, 2006).
Τα παραπάνω αποτελέσματα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη χώρα μας και επιτείνουν την ανάγκη για λήψη άμεσων μέτρων μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ώστε να περιοριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο η διάβρωση των μνημείων και να διαφυλαχτεί η πλούσια πολιτιστική μας κληρονομιά.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Σκουλικίδης Θ, «Φθορές και συντήρηση μνημείων» στο ‘Συντήρηση της επιφάνειας των μνημείων της Ακροπόλεως’, ΕΣΜΑ, Αθήνα, 1994, 14-41
Λαμπρόπουλος Β, «Διάβρωση και συντήρηση της πέτρας», Αθήνα, 1993
Skoulikidis Th, ‘Effects of primary and secondary air pollutants and acid depositions on buildings and monuments’, Symposium on Acid deposition-A challenge for Europe, Karlsruhe, 1983
Lambrinou L, ‘State of the art: Parthenon of Athens. A challenge throughout history’, European Research on Cultural Heritage, State of the art studies, vol. 3, ARCCHIP, 2004, 69.
Moropoulou A, Bisbikou K, Torfs K, Van Grieken R, ‘Atmospheric deposition as decay factor for the Demeter Sanctuary ruins in the industrial atmosphere of Eleusis, Greece’, Environmental Technology, vol.19, 1039-1047, 1998
Moropoulou A, Theoulakis P, Chrysophakis T, ‘Correlation between stone weathering and environmental factors in marine atmosphere’, Atmospheric environment, vol.29, n.8, 895-903, 1995
Moropoulou A, Kourteli Ch, Bisbikou A, Tsiourva Th, Beazi M, Zezza F, ‘Environmental impact assessment on the porous stone masonries of the Rethymnon fortress’, Proc. Int. Conference STREMA, Crete, 1995, 137-150
Ferm M, De Santis F, Varotsos C, ‘Nitric acid measurements in connection with corrosion studies’, Atmospheric environment 39, 6664-6672, 2005
Ferm M, Watt J, O’Hanlon S, De Santis F, Varotsos C, ‘Deposition measurement of particulate matter in connection with corrosion studies’, Anal. Bioanal. Chem. 384, 1320-1330, 2006
a_vlamakis@hotmail.com
ptheodo@tee.gr