MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

O κηπουρός που περίμενε μάταια να πληρωθεί

Ασπασία Κράλλη, ηθοποιός

Bγήκε από το σπίτι της βιαστική και καμαρωτή όπως πάντα και προχώρησε προς το αυτοκίνητό της με το κλειδί στο χέρι έτοιμο για να ανοίξει την πόρτα του. Ήταν  θυμωμένη. Όπως πάντα. Καιρό τώρα ήταν θυμωμένη. Με πολλά πράγματα. Πράγματα που αφορούσαν την προσωπική της ζωή και εξέλιξη, την κατάντια του επαγγέλματός της, την κατάντια της χώρας της, του κράτους, των πολιτικών. Την κατάντια των δρόμων και των πεζοδρομίων, της συμπεριφοράς των οδηγών, της δόμησης, την κατάντια των δημοσίων υπαλλήλων. Την κατάντια των Νεοελλήνων.
Την θύμωναν τα πάντα. Περπατούσε στους δρόμους και παραμιλούσε για τα σίδερα που πετάγονταν απροειδοποίητα, για τους στύλους που ήταν φυτεμένοι παντού έτσι ώστε  να μην χωράς να περπατήσεις και να αναγκάζεσαι να κατεβαίνεις στον δρόμο  με κίνδυνο να σε πατήσουν τα αυτοκίνητα. Για τις απρόβλεπτες λακκούβες που μπορούσες να στραμπουλήξεις το πόδι σου, για κάτι μεταλλικά κιβώτια που δεν ήξερες τι στο καλό έκρυβαν και που σίγουρα ο προορισμός τους ήταν να ρίχνουν κάτω τους δυστυχισμένους που περπατούσαν στον δρόμο είτε γιατί δεν είχαν αυτοκίνητο είτε γιατί δεν ήθελαν να καβαλήσουν το αυτοκίνητό τους  μόνο και μόνο  για να πάνε ως το περίπτερο είτε γιατί ήθελαν απλά να αισθάνονται άνθρωποι με πόδια και όχι σώματα με ρόδες φυλακισμένοι μέσα σε απρόσμενα μποτιλιαρίσματα.

Αυτό που την τρέλαινε όμως ακόμα περισσότερο ήταν ότι κανένας δεν μιλούσε γι΄ αυτά ούτε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ούτε στους εξαγγελτικούς προεκλογικούς πολιτικούς λόγους. Αλλά ακόμα και σε συζητήσεις που είχε με φίλους και γνωστούς, έπαιρνε  κάτι χλιαρές απαντήσεις που ήταν μεν καταφατικές ως προς το θέμα δεν αντιμετωπίζονταν όμως σαν μείζον θέμα όπως το αντιμετώπιζε αυτή.
Πώς περπατούσαν οι τυφλοί; Πώς περπατούσαν οι άνω των 70; Πώς περπατούσαν οι μαμάδες με τα καροτσάκια; Αναπάντητες ερωτήσεις.
 Έβλεπε  ανθρώπους που ακροβατούσαν για να περπατήσουν. Την απελπισία στα μάτια των νεαρών μαμάδων και των γιαγιάδων που αγωνιούσαν για να περάσουν το καρότσι με το μωρό ανάμεσα από φοβερά εμπόδια όπως παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σωρούς από σκουπίδια, και  διπλούς στύλους που διαφήμιζαν με τεράστια γράμματα μελλοντικά έργα του δημοσίου, μπηγμένους, από το ίδιο το δημόσιο, στο τσιμέντο όπως τύχαινε και χωρίς καμία σκέψη για τους πεζούς. Έβλεπε τους τυφλούς να πέφτουν πάνω στους στύλους και να παραπαίουν μορφάζοντας από πόνο κι από θυμό καθώς είχαν παραπλανηθεί από την κίτρινη λουρίδα την δήθεν φτιαγμένη ειδικά γι αυτούς από το κράτος, όπου όμως το ίδιο το κράτος την είχε παραβιάσει  με κάθε είδους τρόπο.

Αυτή η ίδια έμενε σε μια πολύ καλή και όμορφη γειτονιά. Όταν μετακόμισε με τον άντρα και την κόρη της πριν είκοσι δύο χρόνια ένιωθε τυχερή και προνομιούχα. Η μικρή τριώροφη πολυκατοικία είχε χτιστεί  σ' ένα οικόπεδο που πριν πάνω σ' αυτό καμάρωνε μια μονοκατοικία από τις πιο όμορφες του προαστίου, όπως είχε μάθει εκ των υστέρων.  Όταν αγόρασαν, από μεγάλη εύνοια της τύχης, το δικό τους διαμέρισμα η πολυκατοικία μετρούσε ήδη είκοσι χρόνια χτισμένη και κατοικημένη. Στο διπλανό οικόπεδο «σηκωνόταν» κιόλας μια άλλη μικρή πολυκατοικία πάνω στα γκρεμίδια μιας επίσης εξαιρετικού γούστου μονοκατοικίας.

Από τη φύση της ήταν υπέρμαχος της υψηλής αισθητικής, ευαίσθητη και με φανατική αγάπη για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική που αποδεκατιζόταν βάναυσα στην χώρα της. Πολλές φορές φανταζόταν την μονοκατοικία που είχε γκρεμιστεί στο σημείο που βρισκόταν τώρα το αγαπημένο της διαμέρισμα και την έπιανε μια στεναχώρια. «Θα έμενα κάπου αλλού αν δεν έμενα εδώ» έλεγε μέσα της «μακάρι να μην είχε γκρεμιστεί η μονοκατοικία». Παρόλα αυτά υπήρχε κήπος. Ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι κήπου που είχε ευτυχώς απομείνει, λες και στους εργολάβους και τους μηχανικούς πριν από 30 χρόνια υπήρχε μεγαλύτερη ευαισθησία και κάπως λιγότερη αρπαχτικότητα από τους σημερινούς. Η μεζονέτα που αγόρασαν έβγαζε στον κήπο που ήταν άγριος και παρατημένος από τους προηγούμενους. Βάλθηκαν να τον φροντίζουν μαζί με τον άντρα της. Άρχισαν να πετάνε τα σκουπίδια και να σκαλίζουν. Όμως το πράγμα ήθελε αφοσίωση και χρόνος δεν υπήρχε. Έτσι η πολυκατοικία, μετά από δική τους προτροπή, αποφάσισε ότι έπρεπε να αποκτήσει κηπουρό.

Ο κηπουρός που τους σύστησαν  ήταν γύρω στα εξήντα. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση καλοσυνάτης αφέλειας σαν αυτή που συναντιέται συχνά στους ανθρώπους που δουλεύουν τη γη και που αγαπούν αυτό που κάνουν. Τα μάτια του γαλανά, ήταν μισόκλειστα από την μόνιμη αντίσταση στον δυνατό ήλιο. Το σχήμα του κρανίου του τριγωνικό δήλωνε την καταγωγή του από την Ήπειρο. Είχε γλυκό χαμόγελο που εμφανιζόταν συχνά στο πρόσωπο του και φανέρωνε τα αραιά του δόντια κάπως αφρόντιστα από την πολλή δουλειά και την μέτρια οικονομική του κατάσταση. Αγαπούσε τα λουλούδια, με  αγάπη τρυφερή. Τα προσωποποιούσε. «Η πονηρή τριανταφυλλιά», «η ναζιάρα η γαρδένια»,«η χαδιάρα η πασχαλιά».  Είχε για όλα τα λουλούδια του κήπου ένα παρανόμι, μια τρυφερή κουβέντα για την καλή τους προσπάθεια να αναπτυχθούν ή άλλοτε πάλι ένα παράπονο όταν παρόλες τις προσπάθειες του το λουλούδι δεν πρόκοβε.

Οι κάτοικοι της τριώροφης πολυκατοικίας δεν τον έβλεπαν ποτέ. Μόνο αυτή τον συναναστρεφόταν γιατί καθώς έμενε στην μεζονέτα που είχε τις κρεβατοκάμαρες στο ισόγειο και έβγαζαν στον κήπο τον συναντούσε δύο φορές την εβδομάδα όταν αυτός ερχόταν για δουλειά και εκείνη άπλωνε τα ρούχα ή διάβαζε κανένα βιβλίο καθώς η δουλειά της ήταν συνήθως μετά το μεσημέρι.
Έπιαναν κουβέντα καμιά φορά και μιλούσαν κυρίως για τα λουλούδια και την συμπεριφορά τους. Ο κήπος έστρωνε σιγά σιγά, παρόλο που ο κηπουρός δεν είχε σύγχρονα εργαλεία για να τον κρατάει  σε αρχιτεκτονική διάταξη όπως οι κηπουροί των γειτονικών κήπων που κούρευαν με μανία το γκαζόν και έδιναν στα θαμνώδη σχήματα γεωμετρικά. Αυτό  δυσαρεστούσε την κυρία του δευτέρου ορόφου (μια μικροαστή που παντρεύτηκε μεγαλοδικηγόρο) και προβάλλοντας βέτο με το πρόσχημα ότι ένα συνεργείο θα ήταν πιο αποτελεσματικό και κυρίως πιο οικονομικό τον απέλυσε από κηπουρό της εν λόγω πολυκατοικίας.

Ο  κηπουρός  στεναχωρέθηκε περισσότερο γιατί θα αποχωριζόταν τα λουλούδια  που τα αγαπούσε σαν παιδιά του, παρά για την οικονομική απώλεια. Μάζεψε το σκαλιστήρι του και την πάνινη τσάντα που φυλούσε τα εργαλεία του και έφυγε με ένα λυπημένο χαμόγελο για τη στάση του λεωφορείου μη μπορώντας να καταλάβει ακριβώς τους λόγους της απόλυσής του.
Παρόλα αυτά δεν κράτησε φαίνεται κακία και κάθε φορά που συναντούσε την κυρία της μεζονέτας την χαιρετούσε με χαρά και έπιανε κουβέντα μαζί της  για τον καιρό, για τα λουλούδια, για τα παιδιά.

Και τη συναντούσε συχνά γιατί δούλευε και σ ένα γειτονικό κήπο στον ίδιο δρόμο δυό σπίτια παρακάτω σε μια όμορφη μονοκατοικία που είχε ένα αφαιρετικά νησιώτικο στυλ και ο κήπος της  ξεχείλιζε κάπως άναρχα από τριανταφυλλιές. Πολλές τριανταφυλλιές. Τριανταφυλλιές όλων των χρωμάτων.  Άλλες θαμνώδεις, άλλες αναρριχώμενες, άλλες στηριγμένες σε ειδικά κατασκευασμένα στηρίγματα. Και μαργαρίτες, πολλές μαργαρίτες, πάρα πολλές μαργαρίτες που ξεχύνονταν μέσα στον κήπο σε ομάδες ανάμεσα από τις τριανταφυλλιές. Και πασχαλιές. Αχ! αυτές οι πασχαλιές. Την άνοιξη ο κήπος γινόταν μωβ από τις πασχαλιές. Και μοσχοβολούσε, πώς μοσχοβολούσε. Και ο δρόμος ολόκληρος, κατά μία οργανωμένη λες από τους κατοίκους του μυστική συμφωνία είχε στους κήπους των μονοκατοικιών του φυτεμένες πασχαλιές. Έτσι φαίνεται πώς πήρε και το όνομά του ο δρόμος. Οδός Πασχαλιάς. Οι μονοκατοικίες ήταν πολλές. Τρεις πολυκατοικίες ξεχώριζαν μόνο στο στενό δρομάκι του προαστίου. Μια  παραφωνία μέσα στις μονοκατοικίες του σαν μόνο και  μόνο για να θυμίζουν ότι η γειτονιά από εξοχή είχε προαχθεί σε προάστιο και ότι οι μονοκατοικίες από εξοχικά είχαν προβιβαστεί σε μόνιμες κατοικίες των ιδιοκτητών τους και των απογόνων των ιδιοκτητών τους.

Ο κηπουρός πήγαινε μέρα παρά μέρα σ' αυτόν τον κήπο που αν έκρινες από την εμφάνισή του, από την αισθητική του σπιτιού που περιέβαλε και από την μουσική που ακουγόταν από τα παράθυρα, οι ιδιοκτήτες του θα έπρεπε να ήταν άνθρωποι ήρεμοι, χαρούμενοι και μορφωμένοι με εκείνη την μόρφωση των παλιών καλών καιρών που δεν υπάρχει πια.
Ο κηπουρός φρόντιζε τον κήπο με όλη του την αγάπη. Τον είχαν αφήσει ελεύθερο να κάνει ότι θέλει και κείνος με τη σειρά του είχε αφήσει ελεύθερα τα λουλούδια να αναπτύσσονται και να φουντώνουν με αποτέλεσμα, κυρίως την άνοιξη, ο κήπος να είναι ένα χάρμα οφθαλμών.

Πέρασαν τα χρόνια. Ο κηπουρός εβδομηντάρισε. Η κυρία εξηντάρισε. Η γειτονιά είχε μια εγκατεστημένη γοητεία. Μια ησυχία. O δρόμος έτσι κι αλλιώς δεν οδηγούσε πουθενά και εξυπηρετούσε αποκλειστικά τους κατοίκους που έμεναν σ' αυτόν. Μόνο που τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα άρχισαν σιγά σιγά να αυξάνονται. Στην αρχή με ένα λογικό ρυθμό και αργότερα με ένα ρυθμό κάπως ανησυχητικό, όπως άλλωστε αυξάνονταν και σε όλη την πόλη και σε ολόκληρη την χώρα. Τα στενά  πεζοδρόμια του δρόμου δεν χωρούσαν πια τα δύο και τρία αυτοκίνητα που είχε η κάθε οικογένεια και άρχισε κι εδώ όπως και στις άλλες γειτονιές η αγωνία του «γυρίζω σπίτι μου, είμαι κουρασμένος, θα βρώ άραγε να παρκάρω;»
Παρόλα αυτά όμως η γειτονιά εξακολουθούσε να είναι αξιοζήλευτη. Ήταν μια καταπράσινη γειτονιά, πολύ κοντά στο κέντρο και οι κάτοικοι είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουν το πράσινο συγχρόνως με τη γρήγορη πρόσβαση στις δουλειές τους.

Απέναντι από την τετραώροφη πολυκατοικία της κυρίας, υπήρχε ένα οικόπεδο που ήταν χτισμένο ένα μικρό απλό σπιτάκι. Η μεγάλη του όμως ομορφιά, εκτός από τις πασχαλιές, ήταν μια τεράστια ροδιά που έκανε πάρα πολλά ρόδια. Το φθινόπωρο η ροδιά είχε την ανθοφορία της. Έβγαζε εκείνα τα υπέροχα μικρά ροδαλά λουλουδάκια που στο εσωτερικό τους  έχουν λεπτές πινελιές ώχρας. Με την αρχή του χειμώνα εμφανίζονταν στην θέση τους τα ρόδια που μεγάλωναν αργά και βάραιναν τα κλαδιά του δένδρου. Γέρνανε στο τέλος από το βάρος και  ήταν λες και σου ζητούσαν απεγνωσμένα  να τα ξαλαφρώσεις. Κοντά στα Χριστούγεννα τα ρόδια ήταν πια τελείως ώριμα. Η κυρία και η κόρη της τρελαίνονταν  για ρόδια και έτσι όπως το μικρό σπιτάκι ήταν κατά διαστήματα ακατοίκητο, έμπαιναν  λαθραία στον κήπο και ξελαφρώνανε την ροδιά από το βάρος της.

Λίγο παρακάτω, στο τέλος του στενού δρόμου υπήρχε μια πλατεία με πολλά πεύκα και στο κέντρο της ένα παλιό συγκρότημα από μαγαζιά που είχαν ερημώσει. Το συγκρότημα, όταν η γειτονιά ήταν τόπος παραθερισμού ήταν σε πλήρη λειτουργία. Ήταν κτισμένο  στο στυλ της ελληνικής αισθητικής του '30. Η γοητεία του βρισκόταν στο ότι ήταν όλο ισόγειο, το χρώμα του ξεβαμμένη ώχρα και είχε το σχήμα ενός τετραγώνου που το εξωτερικό του περιβαλλόταν από ωραίες καμάρες και το εσωτερικό του κατέληγε σε πάλι αρμονικές καμάρες που σχημάτιζαν ένα περιστύλιο, όπου μέσα ήταν φυτεμένα πεύκα και πικροδάφνες. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο εκείνης της θύμιζε αρχαία κατοικία.
 
Όταν εγκαταστάθηκε με την οικογένεια της στην οδό Πασχαλιάς στην Παλιά Αγορά, όπως είχε ονομαστεί το συγκρότημα (σε αντιδιαστολή με τη Νέα Αγορά που ήταν μεταγενέστερη και με  σύγχρονη αρχιτεκτονική, αν μπορεί κανείς να αναφερθεί σε αρχιτεκτονική μιλώντας για ένα συνονθύλευμα από τσιμεντένια τριώροφα, με μαγαζιά στο ισόγειο) λειτουργούσε ένας φούρνος που ήταν ο βασικός προμηθευτής κουλουριών και τυροπιτών των παιδιών του δημοτικού που ήταν εκεί κοντά, ένα μπακάλικο που κρατούσε την αυθεντικότητα της προ σουπερμάρκετ εποχής, και μια ταβέρνα που κυρίως έψηνε κρέατα στη σχάρα. Τα βράδια του καλοκαιριού ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας έβγαζε τραπέζια κάτω από τα πεύκα. Η αίσθηση όταν καθόσουν εκεί ήταν ότι βρισκόσουν σε χωριό. Η ταβέρνα αυτή της «Παλιάς Αγοράς» ήταν το καμάρι των κατοίκων της περιοχής. Οι φίλοι προτιμούσαν να έρχονται εκεί μετά το θερινό σινεμά για σουβλάκι καλαμάκι και μπιφτέκια στα κάρβουνα παρά να πηγαίνουν οπουδήποτε αλλού.

Τα υπόλοιπα κτίρια του τετραγώνου είχαν ερημώσει.
Μερικά είχαν καταληφθεί από άστεγους που κρυβόταν τόσο καλά ώστε δεν ήξερες αν όντως έμενε κάποιος στα εγκαταλειμμένα μαγαζιά ή ήταν της φαντασίας σου ότι κάτι κινήθηκε στο βάθος των σκοτεινών παλιών αιθουσών. Τα παιδιά του δημοτικού, με την ισχυρή φαντασία που διαθέτουν έτσι κι αλλιώς τα παιδιά, έφτιαχναν ιστορίες μυστηρίου. Περνούσαν με χτυποκάρδι, τρέχοντας από μπροστά για να πάνε στο φούρνο, κάνοντας έτσι την αγορά της τυρόπιτας  συναρπαστική περιπέτεια. Το πιο μυστηριακό μέρος όμως της Παλιάς Αγοράς ήταν- η μπλέ πόρτα. Μια φρεσκοβαμμένη μπλε πόρτα που ξεχώριζε από μακριά καθώς ήταν εντελώς παράταιρη  μέσα σε όλο αυτό το ώχρινο εγκαταλειμμένο κτίσμα και λόγω του καινούργιου γυαλιστερού χρώματός της αλλά κυρίως λόγω του μεγέθους της. Αυτή η πόρτα ήταν τόσο στενή που αναρωτιόσουν αν ακόμα και ένας πολύ λεπτός άνθρωπος μπορούσε γυρισμένος στο πλάι να την περάσει. Εκεί μέσα, στην μπλέ πόρτα, είχε στήσει το μαγαζί του ένας τσαγκάρης. Πήγαινες εκεί τα παπούτσια σου είτε για αλλαγή σόλας είτε γιατί σου έσπασε το τακούνι είτε γιατί σου ξηλώθηκε το φερμουάρ της μπότας. Δεν μπορούσες να μπεις μέσα, παρά έπρεπε να βγει έξω ο ίδιος ο τσαγκάρης που ήξερε τον τρόπο για να παραλάβει το παπούτσι. Ήταν γέρος γύρω στα 70. Πάντα αμίλητος και σκυθρωπός. Έκανε όμως εξαιρετική δουλειά και πάμφθηνη. Το μεσημέρι η κόρη του, του έφερνε φαγητό μαγειρεμένο μέσα σε ένα σερφετάσι και τότε αυτός το έπαιρνε, έκλεινε την πόρτα και δεν άνοιγε σε κανένα μέχρι να αποφάει και να κοιμηθεί κανένα δίωρο. Κάθε τρεις τέσσερεις μήνες έβαφε με επιμέλεια την πόρτα μ' αυτό το νησιώτικο σχεδόν λουλακί μπλε. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Έτσι είχε δημιουργήσει γύρω του έναν μύθο και διάφορες ιστορίες κυκλοφορούσαν γι' αυτόν. Άλλοι έλεγαν ότι τον παράτησε η γυναίκα του με τον καλύτερο του φίλο και ότι από τότε δεν ήθελε να μιλήσει σε άνθρωπο παρά μόνο στην κόρη του. Άλλοι ότι ο καλύτερος φίλος του που ήταν και συνεταίρος του τον κατάκλεψε και τον πέταξε έξω από την επιχείρηση παπουτσιών που είχαν στήσει μαζί. Και διάφορες άλλες ιστορίες που δημιουργούσαν γύρω από το πρόσωπο του μοναχικού τσαγκάρη μυστήριο και σεβασμό.

Η κυρία όταν ήθελε να χαλαρώσει από την ένταση της δουλειάς έκανε μια βόλτα από την Παλιά έως τη Νέα Αγορά με τον σκύλο της, χαζεύοντας τους κήπους και  κάνοντας τα καθημερινά της ψώνια.
Και μια μέρα έγινε κάτι φοβερό. Ξεκίνησε να πάει στον φούρνο της πλατείας για κουλουράκια του καφέ και έμεινε άναυδη. Της κόπηκε η ανάσα και έμεινε αρκετή ώρα ακίνητη σαν κεραυνόπληκτη. Μια τεράστια μπουλντόζα που φαίνεται ότι είχε αρχίσει το έργο της εδώ και ώρα είχε γκρεμίσει το μισό σχεδόν συγκρότημα. Η μπλε πόρτα βρισκόταν πεταμένη πάνω στα μπάζα και ένα πυκνό σύννεφο σκόνης σηκώνονταν πάνω από τα πεύκα κάνοντας τις βελόνες τους σταχτιές. Ο φούρνος άφαντος. Η ταβέρνα μισογκρεμισμένη. Το ψυγείο του μπακάλικου πεταμένο και αναποδογυρισμένο. Της ήρθε ζάλη.  Έτρεξε στο σπίτι πανικόβλητη με δάκρυα στα μάτια. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Σκεφτόταν «πώς είναι δυνατόν να πρόκειται να γίνει μια τέτοια καταστροφική αλλαγή στη γειτονιά μου και 'γώ να μην έχω πάρει χαμπάρι, πώς»…και πώς να το μάθαινε όταν η υπερβολική διακριτικότητα στις σχέσεις των ανθρώπων των πόλεων είχε μετατραπεί σε παντελή απομόνωση και έλλειψη επαφής. Τόσα χρόνια σ' αυτήν την γειτονιά  και ούτε ένα καλημέρα σχεδόν δεν είχε αλλάξει ποτέ με κάποιον γείτονα.

Δεν ήξερε η καημένη με τα δάκρυα και τις απορίες της τότε, ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή της τεράστιας αλλαγής που επρόκειτο να συμβεί στη γειτονιά της. Έτσι, όταν μετά από ένα μήνα, γύρω στα μέσα Μαΐου, ένα πρωί γύρω στις 7, ξύπνησαν ο άνδρας της κι αυτή από ένα δαιμονιακό θόρυβο γεωτρύπανου που έσκαβε σε μεγάλο βάθος το οικόπεδο της μονοκατοικίας που συνόρευε με το δικό τους οικόπεδο από την πίσω μεριά πανικοβλήθηκε τόσο πολύ που δεν είχε κέφι όλη τη μέρα να ασχοληθεί ή να συγκεντρωθεί στη δουλειά της. Η μονοκατοικία αυτή με την ωραία κεραμοσκεπή και τα μπλε παράθυρα που επί χρόνια τούς επέτρεπε ευγενικά από το μπαλκόνι τους να βλέπουν τον Υμηττό και τα φώτα της πόλης, ενσωματώνοντας καλαίσθητα την παρουσία της στη θέα, είχε κιόλας κατεδαφιστεί. Έτσι πέρασαν τότε ένα αφόρητο καλοκαίρι με φοβερή φασαρία και σκόνη, νεύρα και απογοήτευση.

Ώσπου να συνέλθουν από το σοκ αυτής της αλλαγής του τοπίου της θέας από το μπαλκόνι τους, ένα πρωί, βγαίνοντας από την είσοδο της πολυκατοικίας, είδαν έκπληκτοι  να γκρεμίζεται το σπίτι της ροδιάς. Η ροδιά είχε κιόλας ξεριζωθεί βάναυσα. Ήταν πεταμένη μαζί με αλλά μπάζα μέσα σε ένα container με τη ρίζα της να χάσκει αναμαλλιασμένη προς τον ουρανό. Οι πασχαλιές είχαν απλά καταπλακωθεί από την μπουλντόζα και το σπίτι μισογκρεμισμένο αποκάλυπτε την κουζίνα του με τα παλιά πλακάκια και τον λαχανί ξύλινο μπουφέ.
 Ήταν σαν να φάγανε ένα δυνατό χαστούκι. Άλαλοι φύγανε γρήγορα με το αυτοκίνητό τους.
Στη θέση αυτού του απλού μικρού σπιτιού με τον μεγάλο κήπο και την ροδιά σηκώθηκε σε απίστευτα σύντομο διάστημα ένα τσιμεντένιο τετραώροφο με γκαράζ και πισίνα που έπιασε το οικόπεδο από άκρη σε άκρη μην αφήνοντας ίχνος χώματος πουθενά. Κήπος; τι είναι αυτό; δεν είμαστε καλά και να χάσουμε τετραγωνικά από το play room; Ο ιδιοκτήτης …νεόπλουτος ορθοδοντικός…

Τα σπίτια γκρεμιζόταν από τότε ένα - ένα. Λες και είχε μπει ένας προγραμματισμός αφανισμού. Η ονομασία του δρόμου «οδός Πασχαλιάς» έμεινε μόνο κατ' ευφημισμόν. Και μιά μέρα, καθώς περνούσε από το όμορφο στυλ νησιώτικο σπίτι με τις πασχαλιές, τις μαργαρίτες και τις τριανταφυλλιές είδε ότι είχαν ξεκινήσει  μετακόμιση. Είχαν βγάλει έξω ένα σωρό πράγματα σαν αυτά που μαζεύει μια πολυκαιρισμένη οικογένεια. Βιβλία του σχολείου, τραπεζάκια σαλονιού που πια δεν είναι της μόδας, χαλιά πολυκαιρισμένα, ψυγεία παλιάς τεχνολογίας, καρναβαλίστικα και παπούτσια και κρεμάστρες και ένα παλιό ραδιόφωνο με ενσωματωμένο πικ-απ και πολλά άλλα πράγματα. Πράγματα ζωής που ήταν σαν μόλις να είχαν σταματήσει να αναπνέουν.  
Είχαν μαζευτεί  από τη γειτονιά κυρίες με τις Φιλιππινέζες τους και μάζευαν ότι τους φαινόταν ενδιαφέρον ή χρήσιμο. Σφίχτηκε το στομάχι της. Περπάτησε γρήγορα, σαν να ένιωσε ντροπή για το θέαμα και προβλέποντας το γκρέμισμα που θα ακολουθούσε.

Πέρασε καιρός και το σπίτι στεκόταν παραδόξως ακόμα στη θέση του. Ήλπισε ότι μπορεί να επρόκειτο απλά για μια αλλαγή ιδιοκτησίας ή για ένα νοικίασμα. Έβλεπε τον κηπουρό να ασχολείται πάντα με την ίδια στοργή με τον κήπο, τον χαιρετούσε και παρηγοριόταν ότι αυτό το σπίτι θα έμενε τελικά στη θέση του.
Ώσπου μια μέρα, περνώντας βιαστικά από μπροστά, σταμάτησε τρομαγμένη καθώς είδε στα κάγκελα του κήπου κρεμασμένη με σκοινί μια προχειροφτιαγμένη ταμπέλα με αριθμό αδείας οικοδομής.
Έτρεξε βιαστικά στο φαρμακείο της γειτονιάς που ήταν πάντα πληροφορημένο για τις κοινωνικές εξελίξεις και έμαθε. «Τώωρα» της είπε ο φαρμακοποιός «το σπίτι έχει πουληθεί σε οικοδομική εταιρία  από τον Γενάρη. Απλά άργησαν να μετακομίσουν οι ιδιοκτήτες και η εταιρία είναι προς το παρόν απασχολημένη αλλού. Κάποια στιγμή θα το γκρεμίσουν μην ανησυχείς» και χαμογέλασε ευχαριστημένος καθώς οραματίστηκε την πελατεία του που θα αυξάνονταν ακόμα περισσότερο από τους κατοίκους της νέας πολυκατοικίας.
Την κατέλαβε αίσθημα πανικού. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πώς ήταν δυνατόν αυτό το σπίτι, να το αφήσουν οι ιδιοκτήτες του να γκρεμιστεί. Δεν μπορούσαν να βρουν ένα τρόπο να το αποφύγουν; 

Κάθισε και σκέφτηκε τους οικονομικούς λόγους ή ίσως τους πιθανούς λόγους υγείας που μαζί με τους οικονομικούς ή ακόμα και τους κοινωνικούς λόγους, μοίρασμα περιουσίας και τα τέτοια που πιθανά οδήγησαν την οικογένεια σε μια τόσο βάρβαρη πράξη. Κάθε μέρα καθώς περνούσε μπροστά από το σπίτι με τον κήπο δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται το πρωί που θα έβλεπε την μπουλντόζα να το κατεδαφίζει, τα κάγκελα του κήπου ξεχαρβαλωμένα και τις πασχαλιές, τις τριανταφυλλιές και τα άλλα λουλούδια ξεριζωμένα και ανακατεμένα μαζί με τα μπάζα στο container.
Απορούσε όμως γιατί έβλεπε τον κήπο ωραίο δροσερό και καλοποτισμένο σαν να μην έτρεχε τίποτα. Τα λουλούδια εξακολουθούσαν να βρίσκονται βέβαια στην γνωστή τους γοητευτική αναρχία όμως ήταν ζωηρά και πολύχρωμα.

Και μια μέρα, περνώντας ως συνήθως βιαστική με το κλειδί στο χέρι για να μπει στο αυτοκίνητό της, είδε στον κήπο τον κηπουρό με το πολυκαιρισμένο του καπέλο τζόκεϊ, να ποτίζει τον κήπο με το λάστιχο. Μόλις την είδε  χαμήλωσε το λάστιχο έβγαλε και ξανάβαλε γρήγορα το καπέλο του όπως έκανε πάντα σε ένδειξη χαιρετισμού και πλησιάζοντας στο φράχτη της είπε:
«Τι γίνεται, πώς τα πάμε; εγώ να εδώ ποτίζω τα κορίτσια. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται. Πού χάθηκαν όλοι. Φύγανε και δεν μου είπανε τίποτα. Θα γυρίσουν, δεν θα γυρίσουν, ξέρετε τίποτα;» Η κυρία έμεινε άναυδη. Ο μήνας είχε φτάσει Μάιος. Ο κηπουρός  δούλευε τόσο καιρό και δεν είχε δει κανένα από τον Γενάρη για να τον πληρώσει. Στην ταμπέλα με την άδεια οικοδομής προφανώς δεν είχε δώσει σημασία. Δεν θα την είχε καν προσέξει. Και τότε η κυρία του είπε τα πράγματα με το όνομά τους. Ο κηπουρός έμεινε άναυδος. Δεν ήξερε καν ότι το σπίτι είχε πουληθεί. «Τα αφεντικά» όπως τα αποκαλούσε δεν είχαν μπεί καν  στον κόπο να του πούνε ότι θα πουλούσανε το σπίτι και ότι θα  έφευγαν. Να τον ξεπληρώσουν και να τον χαιρετήσουν. Τίποτα. Ο κηπουρός δεν έβγαλε άχνα. Ξεροκατάπιε και σώπασε.
«Δεν μπορεί είπε κάποιος θα φανεί»
«Ποιος χριστιανέ μου! ποιος! ξέσπασε η κυρία μην μπορώντας να αντέξει τέτοια αδικία αλλά και τέτοια αφέλεια.
«Και τα λουλούδια τι θα απογίνουν! και εμένα ποιος θα με πληρώσει!»...
Δεν είχε καν το τηλέφωνό τους.
«Κανείς, δεν θα σε πληρώσει καημένε μου, κανείς» του είπε γλυκά η κυρία σχεδόν δακρύζοντας.
«Ποιος περιμένεις να σε πληρώσει. Αυτοί που έφυγαν χωρίς ένα αντίο ή αυτοί που θα έρθουν να γκρεμίσουν το σπίτι και να ξεπατώσουν τον κήπο!» και έφυγε με το κλειδί του αυτοκινήτου στο χέρι γιατί βιαζόταν φοβερά και είχε πάλι θυμώσει πολύ.
Λίγες μέρες αργότερα διέκρινε καθώς περνούσε από το σπίτι ένα χαρτόνι κρεμασμένο στο κουδούνι του σπιτιού. Κοίταξε δεξιά και αριστερά μήπως την βλέπει κανείς και μπήκε για πρώτη φορά στον κήπο. Πλησίασε στην είσοδο και διάβασε αυτό το σημείωμα.


13/01/2008