Η Eθνική Tράπεζα διακόσμησε με υαλωμένα πλακίδια διάφορα υποκαταστήματά της κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τα κτήρια αυτά ανεγέρθηκαν υπό τη γενική εποπτεία του μικρασιάτη αρχιτέκτονα Νικολάου Ζουμπουλίδη, που ενσωμάτωσε στα περιφανή κτήρια της Τράπεζας κεραμικά πλακίδια τύπου Isnik, αλλά και άλλα με αρχαϊκά θέματα. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο. Έρευνα σε αρχειακές και βιβλιογραφικές πηγές τεκμηριώνει το ρόλο της Εθνικής Τράπεζας στη στήριξη της κεραμικής βιοτεχνίας του Μεσοπολέμου ως συνειδητή επιλογή. Απαντώντας στη γενικότερη μεσοπολεμική ρητορική για «ελληνικότητα» τα προϊόντα των κεραμικών εταιρειών προωθούνται ως απτές αποδείξεις της διαχρονικής ελληνικής δημιουργικότητας και τεχνικής. Πρόκειται για μια νέα πολιτισμική φάση, κατά την οποία η αναβίωση της ελληνικής αρχαιότητας συναντά τους δρόμους των λαϊκών τεχνών. Μια φάση που κλείνει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η εγχώρια βιοτεχνία αδυνατεί ν’ ανταγωνιστεί τους ευρωπαίους παραγωγούς και φθίνει σταδιακά.
Η αναβίωση της κεραμικής παράδοσης κατά το Μεσοπόλεμο
H μετά τη μικρασιατική καταστροφή μεταφύτευση στην Ελλάδα ανθρώπινου δυναμικού και επιχειρηματικών κεφαλαίων και η πρόσκαιρη αναλαμπή της εγχώριας βιομηχανικής και βιοτεχνικής παραγωγής έχει συζητηθεί εκτενώς στη νεοελληνική βιβλιογραφία, κυρίως από την πλευρά της συμβολής της στην οικονομική σταθεροποίηση. Όμως ο σχεδιασμός και η αισθητική των προϊόντων, η σχέση καλλιτεχνών και κεφαλαιούχων δέχτηκαν λιγότερο σχολιασμό (Υagou, 2008). Κομβικό σημείο γύρω από το οποίο επιχειρήθηκε να αναπτυχθεί μια «νέα ελληνική τέχνη» υπήρξε η συνεχώς αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για τη σημασία των λαϊκών και διακοσμητικών τεχνών στην παραγωγή πλούτου, αλλά και στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Μοτίβα αρχαίας, βυζαντινής, λαϊκής και μικρασιατικής προέλευσης βρέθηκαν στο κέντρο του ενδιαφέροντος των σχεδιαστών και επιχειρηματιών στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν μια νέα εξωστρεφή και ανταγωνίσιμη ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή.
Οι κεραμικές βιοτεχνίες, με προεξάρχουσες τις εταιρείες «Κεραμεικός» και «Κιουτάχια», έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια. Έχοντας έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, αντιμετωπίστηκαν από τους πολίτες ως πηγή εθνικής υπερηφάνειας σ’ έναν ιδιότυπο οικονομικό εθνικισμό. Αλλά και οι ίδιες οι εταιρείες είχαν ενστερνιστεί αυτόν το ρόλο: έπαιρναν μέρος σε διεθνείς εκθέσεις και προσλάμβαναν ως καλλιτεχνικούς διευθυντές σημαντικές προσωπικότητες. Το Συμβούλιο της «Κιουτάχιας», σε αναφορά του το 1927 προς τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, δήλωνε υπερήφανο γιατί η δραστηριότητα της εταιρείας διέσωζε αυτήν «την καθαρά ελληνική τέχνη και την ενσωμάτωνε στη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας». Στο τέλος της αναφοράς ο συντάκτης έκανε μια μάλλον συναισθηματική πρόταση-παράκληση σ’ όλους τους «πλούσιους πατριώτες», που ενδιαφέρονταν ειδικότερα για τη λαϊκή παράδοση, να στηρίξουν τη βιομηχανία «Κιουτάχια» (Υagou, 2008).
Η χρήση κεραμικών πλακιδίων στα κτήρια της Τράπεζας
Παράκληση που φαίνεται να εισακούστηκε από την εγχώρια ελίτ, που υιοθέτησε την καλλιτεχνική παραγωγή των κεραμικών εταιρειών και τα χρησιμοποίησε όχι μόνο ως οικοσυσκευή, αλλά και ως διακοσμητικά στοιχεία, τόσο σε κτήρια κύρους (όπως η Βουλή των Ελλήνων και τα υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας), όσο και στις ιδιωτικές κατοικίες της ανώτερης αστικής τάξης. H ανταπόκριση της Εθνικής Τράπεζας ειδικότερα σχετίζεται με το ζήλο που επέδειξε ο επικεφαλής της Τεχνικής Υπηρεσίας της αρχιτέκτονας Νικόλαος Ζουμπουλίδης (1888-1969). Με σπουδές στην Κωνσταντινούπολη και το Βερολίνο και μετά από σύντομη απασχόληση ως δημομηχανικός στο Βόλο, ο Ζουμπουλίδης άρχισε να εργάζεται στην Ε.Τ.Ε το 1917. Η θητεία του συνέπεσε με την εκτέλεση ενός μεγάλου προγράμματος ανέγερσης υποκαταστημάτων σ’ ολόκληρη τη χώρα, το οποίο και σφράγισε με τις επιλογές του. Ο Ζουμπουλίδης ήδη κατά τη διαμονή του στο Βόλο ασχολήθηκε για λίγο με το εμπόριο κεραμικών από τα περίφημα εργαστήρια της Κιουτάχειας (Θεοδωρίδου, 2011) και η αγάπη του για τα κεραμικά φαίνεται σε έξι τουλάχιστον κτήρια της Τράπεζας, όπου παρατηρείται χρήση κεραμικών πλακιδίων ως στοιχείων εξωτερικής διακόσμησης.
Ι. Το κτήριο Αρχείων της Τράπεζας (1923-1926) είναι ταυτισμένο έργο του Ζουμπουλίδη. Αποτελεί δείγμα ενός μοντέρνου εκλεκτικισμού και διακοσμείται με κατακόρυφες στήλες πλακιδίων με το έμβλημα της Ε.Τ.Ε. (την κεφαλή της Αθηνάς με περικεφαλαία) και το λογότυπό της σε αρχαϊκή γραφή, έργα της εταιρείας «Κεραμεικός». Η ενοποίηση του κορμού του κτηρίου μέσω κατακόρυφων αρχιτεκτονικών ταινιών διακόπτεται από μια οριζόντια ζώνη διακοσμημένη με πλακίδια στο μοτίβο μιας απλοποιημένης σπείρας.
Η εκτεταμένη χρήση πλακιδίων στην πρόσοψη του κτηρίου των Αρχείων της Ε.Τ.Ε. θα μπορούσε να συγκριθεί με ανάλογη χρήση πλακιδίων faience στο βιεννέζικο Secession και στα κτηρία (όπως το Majolika Haus) που ο αρχιτέκτονας Otto Wagner σχεδίασε; Πρόκειται για μια προσαρμογή στα «καθ’ ημάς» μιας πρωτοποριακής ευρωπαϊκής τάσης συνδεόμενης με το arts and crafts κίνημα; Πρόκειται για έναν εκδυτικισμό της ανατολίτικης παράδοσης των επενδύσεων με υαλωμένα πλακίδια, που επιμένει στην αρχιτεκτονική της ύστερης οθωμανικής περιόδου, όπως το Διοικητήριο της Κιουτάχειας; Θα απαντούσαμε ναι, προσθέτοντας ότι η τρέχουσα σπείρα σε μπλε του κοβαλτίου, ο μαίανδρος και η κεφαλή της Αθηνάς στο κτήριο των Αρχείων της Ε.Τ.Ε. επιχειρούν κάτι παραπάνω: επιχειρούν να διασώσουν την ελληνική κεραμική παράδοση και να την αναδείξουν. Στηρίζουν την εγχώρια κεραμική βιοτεχνία «ως πηγή εθνικής υπερηφάνειας» και διαφημίζουν με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τα προϊόντα της.
ΙΙ. Χρήση κεραμικών πλακιδίων γίνεται και στο επιβλητικό υποκατάστημα Ιωαννίνων (1931-1934). Εδώ κάτω από το γείσο της στέγης, σε συνδυασμό με μια ταινία από πλίνθους, τοποθετείται ζωφόρος από κεραμικά πλακίδια σε σχήμα ελισσόμενου βλαστού σε λευκό κάμπο (φόντο). Είναι το γνωστό στους ανατολίτες saz: φύλλο μακρόστενο μεγάλου μεγέθους, περσικής προέλευσης (Κορρέ, 1995 και 2000). Χρησιμοποιούνται ζωηρά χρώματα όπως το κοραλί, μπλε του κοβαλτίου, πράσινο, τυρκουάζ, μωβ και κίτρινο. Βασικός επιβλέπων του έργου υπήρξε ο αρχιτέκτονας Αριστομένης Βάλβης (1892-1982) και σποραδικά ο Νικόλαος Σαλίβερος, που είχε και την επίβλεψη του υποκαταστήματος στην Πρέβεζα.
IΙΙ. Στο υποκατάστημα της Κοζάνης, κάτω από το γείσο της στέγης, χρησιμοποιήθηκε μια παρόμοια ταινία από κεραμικά πλακίδια σε λευκό κάμπο και το μοτίβο ενός ελισσόμενου βλαστού που καταλήγει σε εντυπωσιακό άνθος (σε χρώμα μπλε του κοβαλτίου). Το υποκατάστημα της Κοζάνης εντάσσεται και αυτό στην προσπάθεια αναβίωσης της βυζαντινής παράδοσης, με λιγότερη όμως επιτυχία σε σχέση μ’ αυτό των Ιωαννίνων. Η ζωφόρος με τα κεραμικά πλακίδια «Κιουτάχιας» παραμένει μέχρι σήμερα το κομψότερο χαρακτηριστικό του.
IV. Στο υποκατάστημα Φλώρινας (1930-1931) η ζωφόρος από κεραμικά πλακίδια στο γείσο της στέγης σχηματίζει με περίτεχνα χρυσά γράμματα (σε τιρκουάζ φόντο) την επιγραφή του καταστήματος. Μια δεύτερη κεραμική ζωφόρος με λευκούς και χρυσαφένιους πλοχμούς, σε βυζαντινής επιρροής σκούρο μπλε φόντο, διαμορφώνεται στο μέσον του ύψους των ανοιγμάτων του ισογείου. Τα κεραμικά θεωρούνται έργο του κεραμίστα από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας Μηνά Αβραμίδη, ο οποίος αφού εργάστηκε για δύο χρόνια ως αρχιτεχνίτης στη Φαληρική «Κιουτάχια» εγκαταστάθηκε για λίγο στη Φλώρινα και τελικά στη Θεσσαλονίκη (Ζαρκάδα, 2004, Κορρέ, 2000). Στο κτήριο της Φλώρινας επιβλέπων υπήρξε ο Αριστομένης Βάλβης.
V. To υποκατάστημα Πρεβέζης (1932-1934) είναι ένα ιδιαίτερο κτήριο, κυρίαρχο στοιχείο του οποίου είναι ο σκεπαστός εξώστης με την πυκνή κιονοστοιχία παρόμοια μ’ αυτήν του υποκαταστήματος Ιωαννίνων. Πολλαπλά φουρούσια στηρίζουν τον εξώστη και στο ενδιάμεσο διάστημα τοποθετήθηκαν πλακίδια με μονόχρωμο (γαλάζιο) ανθικό μοτίβο σε λευκό φόντο, προερχόμενα από το εργοστάσιο της Φαληρικής «Κιουτάχιας». Με πολύχρωμα κεραμικά πλακίδια τύπου Isnik διακοσμήθηκε το πάνω μέρος της τοξοστοιχίας του εξώστη: saz και φύλλα σε πράσινο χρώμα και άνθη γαλάζια και κόκκινα, με παραδείσια διάσπαρτα πουλιά (κοτσύφια, παγώνια). Η κεραμική διακόσμηση της τοξοστοιχίας του εξώστη συναντάται σε πολλές περιπτώσεις κατά την περίοδο του εκδυτικισμού της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Διοικητηρίου Κιουτάχειας (1908). Κατά την Αν. Τζάκου (Τζάκου, 1984) το κτήριο σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Μιχαήλ Κανάκης και κατά τον Διον. Βλαχόπουλο (Βλαχόπουλος, 2003) ο Αριστομένης Βάλβης.
VΙ. Την ίδια εποχή κεραμικά πλακίδια επιλέγονται για να διακοσμηθεί το κλασικιστικό πρόπυλο του υποκαταστήματος της Ε.Τ.Ε. στο Βαθύ της Σάμου (1931-1932) (Τσίγκου, 2001). Στον ορθογωνικό κεραμικό πίνακα, που τοποθετήθηκε πάνω από την κεντρική είσοδο, ένας καθιστός φτερωτός γρύπας πλαισιώνεται από δύο μεγάλους μινωϊκούς κρίνους, ενώ μικρότεροι κρίνοι επαναλαμβάνονται στη βάση της σύνθεσης. Η παράσταση είναι μονοχρωματική (λευκό σχέδιο σε βυσσινί φόντο) και περιβάλλεται από στενή λευκή ταινία. Τον κεντρικό πίνακα πλαισιώνουν τετράγωνοι ανεξάρτητα πίνακες με ρόδακες. Όμως στο εσωτερικό του κτηρίου και συγκεκριμένα στον όροφο μάς περιμένει μια έκπληξη: με πλακίδια τεχνοτροπίας Iznik της Φαληρικής «Κιουτάχιας» επενδύεται εξ ολοκλήρου το τζάκι της κατοικίας του διευθυντή. Στη βάση του διακόσμου υπάρχουν δύο καλοσχεδιασμένοι αμφορείς απ’ όπου εκφύονται ελισσόμενοι βλαστοί με πλούσιο ανθικό διάκοσμο σε χρώμα κόκκινο, φύλλα πράσινα και μπλε του κοβαλτίου και διάσπαρτα παγώνια, τσαλαπετεινούς και κοτσύφια σε λευκό φόντο. Από την ίδια ανατολίτικη παράδοση προέρχεται και το μεγάλο βάζο τοποθετημένο μέχρι σήμερα πάνω στο πεζούλι του τζακιού.
Χρήση κεραμικών πλακιδίων σε άλλα κτήρια την ίδια χρονική περίοδο
Χρήση υαλωμένων πλακιδίων έγινε την ίδια εποχή και σε άλλα κτήρια. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η εσωτερική διακόσμηση αιθουσών της Βουλής των Ελλήνων σε ποικιλία σχεδίων (Δεμενέγη-Βιριράκη, 2007: 173-177). Στη Βουλή συναντάται η ίδια αντίθεση ανάμεσα στο κλασικιστικό κέλυφος και τη διακόσμηση του εσωτερικού, που παρατηρήσαμε και στη Σάμο. Ειδικότερα στο χώρο της πρώην τραπεζαρίας της Βουλής ο πλούσιος κεραμικός διάκοσμος είναι μη αναμενόμενος. Σε εκθαμβωτικά άσπρο φόντο συμπλέκονται καφέ ελισσόμενοι βλαστοί με πράσινα μακρόστενα φύλλα (φασκομηλιάς), άνθη σε χρώματα μπλε του κοβαλτίου και κόκκινο κοραλλί (coral red), γαλαζοκίτρινα κοτσύφια. Πρόκειται για ένα ανατολίτικο «παραδείσιο» περιβάλλον σε αντίθεση με το αυστηρό κέλυφος του κτηρίου, μια απρόσμενη ισλαμική επιρροή που θα ξένιζε εάν δεν εντασσόταν στην πολιτική στήριξης της εγχώριας κεραμικής βιομηχανίας που προαναφέραμε. Κεραμική ζωφόρος και επιτοίχια πιάτα συναντάμε και στην κατοικία του Κ. Μαλαματιανού, για πολλά χρόνια προέδρου της Φιλοθέης και δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι ο Μαλαματιανός, εκτός από γείτονας, υπήρξε μέλος του Συμβουλίου της Ανωνύμου Κεραμουργικής Εταιρείας Λαυρίου (Α.Κ.Ε.Λ.) και φίλος του Ζουμπουλίδη.
Αναφέραμε ήδη ότι η Τεχνική Υπηρεσία της Ε.Τ.Ε επέλεξε τον φτερωτό γρύπα για να διακοσμήσει την είσοδο του υποκαταστήματος στη Σάμο. Την ίδια εποχή ο επικεφαλής της ανέλαβε την εκπόνηση της μελέτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (1928-1934). Στην κεντρική αίθουσα του «Χρηματιστηρίου» ο Ζουμπουλίδης τοποθέτησε τους αγαπημένους του γρύπες. Κάθονται αντικριστά ως θησαυροφύλακες και έχουν ανάμεσά τους το έμβλημα της Εθνικής Τράπεζας (την κεφαλή της θεάς Αθηνάς). Εκτός από αρχαϊκούς γρύπες ο Ζουμπουλίδης χρησιμοποίησε τον πορφυρό κίονα με την έντονη μείωση, δηλαδή το ισχυρότερο μινωϊκό αρχέτυπο, στο υποκατάστημα της Ε.Τ.Ε στο Ναύπλιο (1936-1937) και στην ιδιόκτητη κατοικία του στη Φιλοθέη (1934), δύο κτήρια, που σε συνδυασμό με τη χρήση εμφανούς σκυροδέματος, δημιουργούν ισχυρές art deco εντυπώσεις.
Αντί επιλόγου
Τα κτήρια με τον κεραμικό διάκοσμο που εξετάσαμε αποτελούν δείγματα μιας, ενδεχομένως, πολύ ευρύτερης παραγωγής, που καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των χρόνων που μεσολάβησαν. Αποτελούν ταυτόχρονα και ισχυρές ενδείξεις της συμμετοχής του αρχιτέκτονα Ζουμπουλίδη στη μεταφορά και εμφύτευση στη νεότερη Ελλάδα της μικρασιατικής κεραμικής παράδοσης. Ενδεικτικό του σταθερού ενδιαφέροντός του για την κεραμική είναι ότι διετέλεσε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πρόεδρος της Α.Κ.Ε.Λ., της εταιρείας που ίδρυσε η Εθνική Τράπεζα προσπαθώντας να αναβιώσει τη μεσοπολεμική λάμψη της ελληνικής κεραμουργίας.
Η κεραμική βιοτεχνία όμως δεν ανακάμπτει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις προσπάθειες της κεραμικής οικογένειας. Η χρήση κεραμικών παραστάσεων περιορίζεται στο εσωτερικό των κτηρίων, σε εισόδους πολυκατοικιών και εσωτερικά κατοικιών. Άρα τα κτήρια της Ε.Τ.Ε που παρουσιάστηκαν έχουν μοναδικότητα, όχι μόνο γιατί αποτυπώνουν στις προσόψεις τους τις επιλογές των δημιουργών τους, αλλά και γιατί διαφυλάσσουν την καλλιτεχνική παραγωγή μιας εποχής με ευανάγνωστους στόχους: την επινόηση μιας νεοελληνικής «παράδοσης» και την έξοδο στην ευρωπαϊκή αγορά.
ΠΗΓΕΣ
Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλαχόπουλος Διον., «Η αρχιτεκτονική των κτιρίων της Εθνικής Τράπεζας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου», περ. Εμείς και η Τράπεζα (2003).
Δεμενέγη-Βιριράκη Αικατ., Παλιά Ανάκτορα Αθηνών. Το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων, 2007.
Ζαρκάδα-Πιστιόλη Χρ., «Το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας στη Φλώρινα και η παρουσία του αρχιτέκτονα Αριστομένη Βάλβη στην πόλη», Μνημείο και Περιβάλλον 8 (2004) 79-96.
Θεοδωρίδου Λ., Νικόλαος Ζουμπουλίδης. Ένας σημαντικός αρχιτέκτονας. Ένας πολύπλευρος άνθρωπος, εκδόσεις Τ.Ε.Ε.: Αθήνα 2011 (υπό έκδοση).
Κορρέ-Ζωγράφου Κ., Τα κεραμικά του Ελληνικού Χώρου, εκδ. Μέλισσα:1995.
Κορρέ-Ζωγράφου Κ, «Ο Μηνάς Αβραμίδης της συλλογής Τάσου Μεγαλόπουλου», Αρχαιολογία και Τέχνες 74 (2000) 73-78.
Τζάκου Αν., «Η συμμετοχή των Τραπεζών στην Επίσημη Αρχιτεκτονική», Θέματα Χώρου και Τεχνών, 15 (1984) 74-81.
Τσίγκου Αγγ., «Η μαγική φρεσκάδα του παρελθόντος», περ. Εμείς και η Τράπεζα, 17 (2001) 7-11.
Yagou Artemis, “Innovating by design in inter-war Greece”, in Entrepreneurial History Discussion Papers, 2008, retrieved from http://www.ehdp.net.
mtheodteiser@hotmail.com