Εισαγωγή - Η κατοικία Αναστάσιου Ζαχαρόπουλου στο Ν. Σούλι, Ν. Σερρών - Συμπεράσματα
Εισαγωγή Ένα από τα μέσα άμυνας του ελληνικού πληθυσμού απέναντι στις εισβολές της Μεσαιωνικής περιόδου και τις πρακτικές της φεουδαρχικής διοίκησης ήταν η απόσυρση σημαντικών τμημάτων του σε ορεινές και συχνά απρόσιτες περιοχές. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου.Το χωρικό αποτέλεσμα όλων αυτών των μετακινήσεων ήταν η δημιουργία ενός δικτύου ορεινών και ημιορεινών οικισμών, το οποίο στηριζόταν κυρίως στην πρωτογενή παραγωγή και το οποίο συνυπήρχε με ένα δίκτυο μικρών και μεσαίων αστικών κέντρων.
Ωστόσο, από τα τέλη του 16ου αιώνα, για λόγους που είχαν να κάνουν, τόσο με τη σταθερότητα της οθωμανικής διοίκησης και τις διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις της, όσο και με τους περιορισμένους πόρους των ορεινών περιοχών, αρχίζει να παρατηρείται μία αντίστροφη πληθυσμιακή κίνηση. Τμήματα των ορεινών κοινωνιών κατέρχονται στις πεδινές και αστικές περιοχές. Νέοι οικισμοί δημιουργούνται και οι ήδη υφιστάμενοι διευρύνονται. Η σχετική οικοδομική δραστηριότητα θα δώσει μία μεγάλη σειρά δειγμάτων της λαϊκής αρχιτεκτονικής υπό μορφή κατοικιών, υποδομών (π.χ., γεφυριών) και άλλων κτηρίων δημοσίου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, η εξέλιξη των οποίων φθάνει μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Σε πολλές περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας υπάρχουν οικισμοί οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί ήδη από την εποχή του ύστερου Βυζαντίου και βεβαίως κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Στους οικισμούς αυτούς (π.χ. Δαφνούδι, Πεντάπολη κ.λπ.), η ύπαρξη κατοικιών που ανάγονται ακόμη και στον 18ο αιώνα είναι κάτι το σύνηθες. Οι περισσότερες από τις κατοικίες αυτές έχουν εξελιχθεί κατά έναν σύνθετο τρόπο, αφού ο προορισμός τους δεν αποσκοπούσε απλώς στη στέγαση των ανθρώπων αλλά πολλές φορές και την άσκηση επαγγέλματος, την αποθήκευση προϊόντων κ.ά.).
Ένας τύπος κατοικίας που συναντάται από τον 18ο αιώνα μέχρι και τις αρχές περίπου του 19ου αιώνα (Παπαϊωάννου 2003: 117) είναι τα λεγόμενα «Πυργόσπιτα». Πρόκειται για κατοικίες που αποσκοπούν στην κάλυψη τόσο στεγαστικών, όσο και επαγγελματικών αναγκών, αλλά εντός ενός πλαισίου άμυνας της ζωής και της περιουσίας των ενοίκων τους απέναντι σε ληστρικές επιδρομές ή στην αυθαιρεσία των τοπικών διοικητικών αρχών. Έχει σημασία ότι πολλές φορές οι κατοικίες αυτού του τύπου δεν ανεγείροντο εξ αρχής με στόχο την άμυνα ή την κάλυψη όλων των αναγκών (π.χ. επαγγελματικών, αποθηκευτικών κ.λπ.) των ενοίκων τους, αφού οι χρήστες μετέβαλλαν τους σκοπούς της στέγασης (άρα και τα στοιχεία του κελύφους τους) κατά την εξέλιξη του χρόνου. Χαρακτηριστική περίπτωση Πυργόσπιτου, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αρχοντικό», αποτελεί η οικία Α. Ζαχαρόπουλου στον οικισμό Νέου Σουλίου του νομού Σερρών.
Για την κατοικία αυτή έχει διατυπωθεί (Πάτση-Θεοδωράκη1997: 129) η ερμηνεία ότι αποτελείται από δύο τμήματα σε σειρά με ξεχωριστές εισόδους και μοναδικό έτος κατασκευής το έτος 1870. Κατά την ίδια ερμηνεία (ibid), στο νότιο τμήμα κατοικούσε η οικογένεια και στο βόρειο γινόταν η επεξεργασία του αγροτικού προϊόντος, των καπνών. Το νότιο τμήμα αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους, ενώ τα δύο τμήματα λειτοργούσαν ανεξάρτητα. Ωστόσο, κατά την άποψή μας η ερμηνεία αυτή δεν ευσταθεί για μία σειρά από λόγους που αναλύονται στη συνέχεια.
Η κατοικία Αναστάσιου Ζαχαρόπουλου στο Ν. Σούλι, Ν. Σερρών Το Νέο Σούλι είναι ένας οικισμός του Μενοίκιου όρους (Καφτατζή 1972: 33-34) του νομού Σερρών, το οποίο απέχει 8 χλμ από την πόλη των Σερρών. Στον οικισμό αυτό οι περισσότερες κατοικίες της αρχιτεκτονικής που διαμορφώθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 20ού αιώνα δεν διασώζονται. Η κατοικία του Α. Ζαχαρόπουλου, με τυπολογικά στοιχεία που εστιάζονται στην ιστορία του δομημένου περιβάλλοντος της περιοχής Νέου Σουλίου, είναι ένας μοναδικός διατηρούμενος ακόμη αρχιτεκτονικός τύπος, του οποίου τα χαρακτηριστικά ο Νομάρχης του Ν. Σερρών (4-5-1989) όρισε ως τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του κυρίαρχου αρχιτεκτονικού τύπου στον οικισμό Νέου Σουλίου (Θεοδωράκη-Πάτση 1997: 132).
Από επιτόπια συνέντευξη που πραγματοποιήσαμε το έτος 2004 με τον ιδιοκτήτη της κατοικίας, Α. Ζαχαρόπουλο, η κατασκευή της κατοικίας έγινε το έτος 1860 με κύριο χαρακτηριστικό της το κλείσιμο του χαγιατιού και τυπολογικά χαρακτηριστικά που εστιάζονται στην ιστορία του δομημένου περιβάλλοντος του τόπου (π.χ., γωνίες σπιτιών που προεξέχουν και που δεσπόζουν (σαχνισιά, τουρκ., Sahnisin), θέση κλιμακοστασίου στην κάτοψη της κατοικίας, συμμετρία στην κάτοψη και τοποθέτηση δωματίων κατά μήκος ή περιμετρικά του χαγιατιού, κ.λπ.). Για την εξυπηρέτηση των εργασιακών αναγκών των ιδιοκτητών, η κατοικία συνδυάστηκε με ένα ακόμη κέλυφος που κατασκευάστηκε προς βορρά, το έτος 1896 και έτσι δημιουργήθηκε ένα συγκρότημα κατοικίας-εργαστηρίου καπνού.
Η κατοικία του Α. Ζαχαρόπουλου έχει κάτοψη σχήματος τετραγώνου (κλειστού ορθογώνιου όγκου), με κλειστό χαγιάτι. Η λειτουργία της κατοικίας γίνεται σε τρία επίπεδα εμβαδού 118,80 m2 το κάθε ένα. Ως προς τη σύνθεση, διακρίνεται η βασική της ανάπτυξη καθ΄ ύψος, με εσωτερική επικοινωνία μεταξύ των ορόφων, που εξασφαλίζεται με ξύλινες σκάλες. Το χαμηλότερο επίπεδο της κατοικίας έχει οχυρωματικό χαρακτήρα χωρίς ανοίγματα για λόγους ασφαλείας κυρίως προς το δρόμο, ενώ στα υπόλοιπα δύο επίπεδα ο κορμός του κελύφους του κτηρίου διαμορφώνεται με αρκετά ανοίγματα (μορφολογική έκφραση διαμόρφωσης πυργόσπιτων και τρόπος προστασίας των αρχόντων).
Από κατασκευαστική άποψη το κτήριο είναι ένα οικοδόμημα με κατακόρυφα φέροντα στοιχεία από πέτρινες τοιχοποιίες στη θεμελίωση και στους τοίχους του ισογείου και του α΄ ορόφου και ξυλόπηκτους τοίχους στο επίπεδο του β΄ ορόφου. Τα θεμέλια και οι τοιχοποιίες είναι κατασκευασμένες από αργολιθοδομή με συνδετικό κονίαμα από πηλό, ενώ οι τοιχοποιίες φέρουν, ανά τακτά διαστήματα, ενισχυτική οριζόντια περίδεση με ζευγάρια ξυλόδεσμων (ιμαντώσεις, hatil, «ζ΄νάρια»).
Στο ισόγειο επίπεδο, ύψους 2,20 μ., βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι (π.χ., στάβλοι, αποθήκες για σιτάρι) και ένα κλειστό χαγιάτι. Στο επίπεδο του πρώτου ορόφου, ύψους 2,60 μ., βρίσκονταν το κλειστό χαγιάτι, η κουζίνα και οι δύο οντάδες εκ των οποίων ο ένας είχε μεντέρι (τουρκ. minder = χαμηλός καναπές). Τέλος στο επίπεδο του δεύτερου ορόφου, ύψους 3 μ., βρίσκονταν οι χώροι διαμονής με τους οντάδες και το κλειστό χαγιάτι με τους χώρους υποδοχής. H δομή του κλειστού χαγιατιού βασίζεται στους βασικούς τύπους αρχιτεκτονικών τύπων κατοικιών, άλλοτε δίχωρων και άλλοτε τρίχωρων, όπου το χαγιάτι (κατά την έννοια της εγκάρσιας διάστασης της κάτοψης) είναι στεγασμένο και κλεισμένο, μετατρεπόμενο, έτσι, σε χώρο στον οποίο γίνεται η επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων. Το κλειστό χαγιάτι των δύο τελευταίων επιπέδων, το βρίσκουμε με άλλη παραλλαγή να περιορίζεται επίσης στεγασμένο και κλεισμένο, ως προς το μήκος του διά της προσθήκης οντά στη μία άκρη της όψης με συνέπεια τη δημιουργία παράγωγου αρχιτεκτονικού τύπου κατοικίας από το βασικό τύπο. Εδώ συναντάμε και τη σπάνια επέκταση-εισχώρηση του χαγιατιού υπό μορφή διαδρόμου χρήσιμου για την είσοδο στους οντάδες της κατοικίας. Έτσι πλέον της αρχικής κύριας χρήσης, το χαγιάτι -με τη δημιουργία διαδρόμου- αποκτά και δευτερεύουσα, αυτή της εισόδου σε οντάδες που είναι εκατέρωθεν αυτού. Στο τελευταίο επίπεδο, από το κορμό του κελύφους το μόνο στοιχείο που προεκβάλλει ελαφρά είναι ένας ανοιχτός εξώστης στο κέντρο της νότιας όψης. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της αρχικής τυπολογίας της κατοικίας.
Σήμερα λειτουργεί μόνο το ισόγειο -με δύο χώρους λιγότερους- ως χώρος εργαστηρίου ζωγραφικής. Στον πρώτο όροφο υπάρχουν οι χώροι του φαγητού, των υπνοδωματίων και του αποχωρητηρίου-λουτρού. Στον τελευταίο όροφο, που δεν έχει συντηρηθεί, διακρίνονται η αρχική διάταξη και τα υλικά κατασκευής του, οι ξυλόπηκτες τοιχοποιίες (τσατμάδες) του σκελετού και το μπαγδατί (πλεχτά κλαδιά επιχρισμένα με σοβά και πηλό επιχρισμένο με σοβά). Τα πατώματα των ορόφων είναι από ξυλοκατασκευή, όπως και η στέγη.
Έχει σημασία ότι στην περίπτωση της κατοικίας του Α. Ζαχαρόπουλου η αρχική αρχιτεκτονική μορφή του μεμονωμένου πύργου, παύει να διακρίνεται 36 χρόνια μετά την κατασκευή στο χώρο του οικοπέδου και η αυστηρή τετράγωνη κλειστή κάτοψη αποκτά, με την προσθήκη του διώροφου (μετά υπογείου) κελύφους εργαστηρίου καπνού προς το βορρά, χαρακτήρα κτηρίου με κάτοψη σχήματος επιμήκους ορθογωνίου. Τα εμβαδά στο επίπεδο ισογείου και υπογείου είναι 99,84 m2 και στο επίπεδο του ορόφου 138,24 m2. Χαρακτηριστικό της νέας αυτής προσθήκης είναι η διαμόρφωση της εσωτερικής στοάς -στην αυλή του οικοπέδου- κατά τα πρότυπα των αστικών κατοικιών.
Στη βάση λοιπόν όλων των στοιχείων που συγκεντρώσαμε για την κατοικία Α. Ζαχαρόπουλου, η ερμηνεία που έχει δοθεί κατά το παρελθόν (Θεοδωράκη-Πάτση: 132), περί ενιαίας εξ αρχής κατασκευής της κατοικίας αυτής, δεν ευσταθεί. Στην πραγματικότητα πρόκειται περί ενός τύπου κατοικίας που εδέχθη σειρά μεταβολών στο κέλυφός του στη λογική της εξυπηρέτησης των μεταβαλλόμενων αναγκών των ιδιοκτητών του, η οποία, όμως - ίσως και για τον λόγο αυτό - παρουσιάζει κατά έναν αποκρυσταλλωμένο τρόπο τις αντιλήψεις για την κατοικία και τον επαγγελματικό χώρο του 19ου αιώνα.
Συμπεράσματα Η αναζήτηση αυθεντικών μορφών κατοικιών σε οικισμούς, όπως του Νέου Σουλίου, οι οποίοι γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες. Η τυπολογία των κατοικιών του μπορεί να βασίζεται σε αυτήν της λαϊκής μακεδονικής αρχιτεκτονικής, όμως η ερμηνεία της εξέλιξής τους και της τελικής μορφής του κελύφους τους δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνον μέσα από επιτόπια έρευνα και σύγκριση στοιχείων και μορφών των οικοδομημάτων από τους ερευνητές. Παράλληλα με τον προσδιορισμό της μορφής της παλιάς τυπολογίας της κατοικίας διευκολύνεται και η σύγκριση ανάμεσα στην αγροτική ή αρχοντική κατασκευή (τα πυργόσπιτα πολλές φορές ήταν και αρχοντικά). Η κατοικία του Α. Ζαχαρόπουλου είναι η περίπτωση ενός ηπειρωτικού χαρακτήρα αρχιτεκτονικής, η οποία, με χαρακτηριστικά πυργόσπιτου και λειτουργικές και μορφολογικές εκφράσεις αρχοντικού, μεταμορφώθηκε σε συγκρότημα κελυφών στα πλαίσια μιας κοινωνίας που άρχισε να αστικοποιείται.
popi.kalokiri@gmail.com
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - Αθανασιάδη-Fowden, Π.(1978): «Από την Ρωμαϊκή στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, 324-642» στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» – «Βυζαντινός Ελληνισμός, Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι», τ.Ζ : 32-91, Γεν.Επιμ. Δ.Ζακυθηνός, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
- Βακαλόπουλος, Απ.(1980 ή 1974): «Η Θέση των Ελλήνων και οι Δοκιμασίες τους υπό τους Τούρκους», στο Συλλογικό «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία(1453-1669),Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία», τ.Ι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα
- Θεοδωράκη-Πάτση, Τ.(1997): «Aγροτικοί Οικισμοί. Η Περίπτωση του Ν. Σερρών», Διατριβή επί διδακτορία, υποβληθείσα στο τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Ε.Μ.Π, Αθήνα.
- Καφτατζής , Γ.(1972): «Ιστορία της Πόλεως των Σερρών και της Περιφέρειάς της», Νομαρχία Σερρών, Σέρρες.
- Λουγγής, Τ.(1978): «Το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος (395-518)» στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» – «Βυζαντινός Ελληνισμός, Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι», τ.Ζ : 92-149, Γεν.Επιμ. Δ.Ζακυθηνός, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
- Μουτσόπουλος, Ν.(1993): «Ελλάδα. Βαλκανική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική» : 347-406, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα.
- Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Α..(1979): «Η Ανόρθωση – 802-945» στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» – «Βυζαντινός Ελληνισμός, Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι», τ.Η : 46-97, Γεν.Επιμ. Δ.Ζακυθηνός, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
- Φασουλάκης, Στ.(1980): «Η Δυναστεία των Κομνηνών και οι Σταυροφορίες» στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» – «Βυζαντινός Ελληνισμός, Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι (1071-1204) – Υστεροβυζαντινοί Χρόνοι (1204-1453)», τ.Θ : 12-15, Γεν.Επιμ. Δ.Ζακυθηνός, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
- Χριστοφιλοπούλου, Α.(1979): «Ο Ελληνισμός της Ανατολής. Χερσόνησος Αίμου, Μικρά Ασία, Κύπρος» στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» – «Βυζαντινός Ελληνισμός, Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι», τ.Η : 328-361, Γεν. Επιμ. Δ. Ζακυθηνός, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
|