MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Σύγχρονη πόλη και άνθρωπος. Μια σχέση συνειδητή; Ο ρόλος των αρχαιολογικών χώρων στη σχέση αυτή

Φωτογραφίες
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 001
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 001
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 002
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 002
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 003
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 003
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 004
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 004
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 005
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 005
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 006
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 006
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 007
Σύγχρονη πόλη και - Caption - 007
Μαρία Ξεπαπαδάκου, αρχαιολόγος

Τοπίο και κάτοικος

Το αττικό τοπίο υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο θαυμασμού χάρη στην ιδιαίτερη αισθητική του αξία την οποία συνέθεταν αρμονικά τόσο τα μνημεία όσο και η ξεχωριστής ομορφιάς φύση της αττικής γης. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε μέσα στους αιώνες δημιούργησε σπουδαία μνημεία, που είχαν ως σκηνικό τους τη λιτή και εξαιρετική αττική φύση, την οποία η κοινωνία κάθε εποχής αναγνώριζε, αλλά και με την οποία υπήρξε πάντοτε στενά συνδεόμενη. Η συνειδητή αυτή σχέση που χαρακτήριζε την ζωή του αττικού τοπίου και των κατοίκων του, δέχτηκε σταδιακά, μη αναστρέψιμα και σοβαρά πλήγματα που τελικά επέφεραν τη μεταβολή της σχέσης του ανθρώπου-φυσικού κατοίκου με τον τόπο διαβίωσής του, προσδίδοντάς της έναν χαρακτήρα ασυνείδητο.

Η πυκνή δόμηση δημιούργησε έναν συμπαγή ιστό, που εξυπηρετεί τις πολλαπλές ανάγκες της σύγχρονης πόλης και των κατοίκων της. Ταυτόχρονα όμως ο ιστός αυτός αλλοίωσε τη φυσικότητα του τοπίου, υποβαθμίζοντας παράλληλα την αναγκαιότητα της συμβολής του στο βιοτικό επίπεδο του σύγχρονου αστού. Το ζήτημα αποκτά ηθικές και κοινωνικές διαστάσεις, καθώς σήμερα φαίνεται να λείπει η ταύτιση των κατοίκων με τον τόπο διαμονής τους από τον οποίο απουσιάζουν τα αυθεντικά και σταθερά φυσικά χαρακτηριστικά, όπως επίσης η τοπιακή διαμόρφωση, ενώ η αποκοπή από τη φύση γίνεται πλέον με τρόπο απόλυτο.

Η διατήρηση των φυσικών στοιχείων του τοπίου εντός της πόλης, περιορίζεται σε μικρούς δημόσιους χώρους πρασίνου, που πολύ συχνά τυγχάνουν λανθασμένης ή ανύπαρκτης διαχείρισης, με αποτέλεσμα την απαξίωση και τελικά την εγκατάλειψή τους από το κοινό. Υπάρχουν όμως και οι αρχαιολογικοί χώροι, στους οποίους η πολιτισμική και φυσική κληρονομιά, ως βασικά χαρακτηριστικά του αττικού τοπίου, διασώζονται διαχρονικά ως μία ενότητα. Στοιχεία συστατικά και διαφοροποιητικά της πόλης, αποτελούν εικόνες προηγούμενων τοπίων που αποσπασματικά φτάνουν ως τις μέρες μας, διεκδικώντας τη θέση τους εντός του αστικού ιστού. Πρόκειται για ένα διαφορετικό είδος δημόσιων χώρων, το νόημα των οποίων, όπως συμβαίνει με όλους τους δημόσιους χώρους της πόλης, σύμφωνα με τον Benjamin, δεν μπορεί να οριστεί με αντικειμενικότητα, καθώς συνδέεται άρρηκτα με τον εσωτερικό κόσμο των αξιών, των ανθρώπινων υποκειμένων, που τους βιώνουν.

Ερμηνεία των αρχαιολογικών χώρων
Οι αρχαιολογικοί χώροι διασώζουν ταυτόχρονα τη φύση και τα μνημεία της πόλης και άρα μέρος από τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του τοπίου. Μεταφέρουν ένα πλήθος νοημάτων και χαρακτηριστικών, των οποίων η απώλεια από τον σύγχρονο ιστό της πόλης ισοδυναμεί με μια απώλεια μνήμης της φυσιογνωμίας και συνέχειας της, που έχει οδηγήσει στη στρέβλωση της σχέσης του κατοίκου με τον τόπο διαβίωσής του, όπως αναφέρθηκε. Μπορούν λοιπόν οι χώροι αυτοί με καθοριστικό τρόπο να μεσολαβήσουν στην αποκατάσταση της δυσλειτουργικής αυτής σχέσης κατοίκων και τόπου. Ως χώροι φύσης προσφέρονται για ανάπαυλα και γαλήνη μέσα στην ένταση της πόλης, αποτελούν ευκαιρία επαφής με το φυσικό περιβάλλον. Ως χώροι πολιτισμού, γίνονται φορείς μνήμης, σταθερά σημεία αναφοράς της ιστορικής συνέχειας της πόλης, που δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη, να θαυμάσει τη διαχρονική πορεία φύσης και πολιτισμού στους αιώνες, αλλά και να μπορέσει με τρόπο βιωματικό να εντάξει τον εαυτό του στην ιστορική πορεία της πόλης, ακόμα και αν αγνοεί την αρχική λειτουργία των χώρων αυτών.

Όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι, μπορούν αναλόγως, να προσληφθούν με διαφορετικούς τρόπους, κάθε φορά ανάλογα με το ιστορικό υποκείμενο, δηλαδή τον άνθρωπο. Στην περίπτωση των αρχαιολογικών χώρων ο απλός επισκέπτης, που δεν γνωρίζει τον τόπο, μπορεί όμως να τον οικειοποιηθεί, διαφέρει από τον φυσικό κάτοικο της πόλης. Ο φυσικός κάτοικος ανήκει στον τόπο, νιώθει οικεία, προτού ακόμα ξεκινήσει η διαδικασία της οικειοποίησης, αφού υπάρχουν εξαρχής ασυνείδητοι δεσμοί, οι οποίοι πρέπει απλώς με τα κατάλληλα ερεθίσματα να ενεργοποιηθούν με πιθανό αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σχέσης συνειδητής. Η εμπειρία λοιπόν, φαίνεται να προτάσσεται σε σχέση με τον λόγο, δηλαδή την ιστορική γνώση. Όπως λέει ο Heidegger «…Το τοπίο είναι ένας τρόπος ύπαρξης, ως προς το ον που έχει «συνείδηση», επειδή ακριβώς η συνείδηση σχετίζεται αρχικά προς τα όντα, με τρόπο μη συνειδησιακό.»

Αρχικά λοιπόν ο αρχαιολογικός χώρος αποτελεί για τον κάτοικο πεδίο σκέψης της ιστορικής συνέχειας των εποχών και του ενιαίου ιστορικού βάθους των αστικών δομών της πόλης. Μέσω αυτής της διαδικασίας επέρχεται ο λόγος, η ιστορική γνώση, που οδηγεί στην ανάκτηση της ιστορικής και κοινωνικής ταυτότητας, συμβάλλοντας τελικά στην ποιοτική αναβάθμιση της πόλης και των δομών της.

Διαχείριση και λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων
Η πρόσληψη του αρχαιολογικού χώρου μπορεί επομένως να πραγματοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το υποκείμενο. Άρα ο στόχος θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι η ορθή και μάλιστα πολλαπλή ερμηνεία των αρχαιολογικών χώρων, αλλά και η αναζήτηση γόνιμων τρόπων ένταξής τους στον σύγχρονο ιστό της πόλης. Η αναζήτηση δηλαδή μιας «βιώσιμης προστασίας» που θα διασφαλίσει τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του τοπίου, όπως αυτά έχουν διασωθεί και θα κατοχυρώσει την μελλοντική τους υπόσταση, ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο για τν συγκρότηση της πόλης και της καθημερινότητας των πολιτών. Οι χώροι αυτοί ως κοινή κληρονομιά, μπορούν να αποτελέσουν κοινό δεσμό ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και μέσο επαναδημιουργίας των χαμένων δεσμών πόλης- κατοίκου. Η σωστή ερμηνεία του αρχαιολογικού χώρου και η αντιμετώπιση του, όχι μόνο ως φορέα πολιτισμού υλικών καταλοίπων αλλά και ως φορέα μιας πλούσιας άϋλης κληρονομιάς, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της επαφής του κοινού της πόλης με αυτόν.

Σκοπός δεν είναι σε καμία περίπτωση η μαζική επισκεψιμότητα των χώρων, αλλά η διαφορετική και ουσιαστική προσέγγιση τους από τον φυσικό κάτοικο και όχι απαραίτητα και επισκέπτη, ο οποίος ανακαλύπτοντας τις αξίες του χώρου σε θεωρητικό ακόμα επίπεδο, θα είναι σε θέση να σεβαστεί τον χώρο, να τον ερμηνεύσει διαφορετικά και εντάσσοντάς τον στην καθημερινότητά του, να αποκτήσει μια διαφορετική αντίληψη της πόλης και των δομών της, αλλά και της πολύπλευρης σύστασης του υποβάθρου της. Κατά τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μια ευρεία δημόσια αναγνώριση της πολιτισμικής κληρονομιάς, στόχος που έχει τεθεί και από την συνθήκη Ename («Χάρτα για την Ερμηνεία και Παρουσίαση των Τόπων της Πολιτιστικής Κληρονομιάς»), η οποία θέτει ζητήματα διασφάλισης των υλικών και άϋλων αξιών της πολιτισμικής κληρονομιάς (3η αρχή ), σεβασμού της αυθεντικότητας των χώρων πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω της μετάδοσης της σημασίας των ιστορικών και πολιτιστικών αξιών τους (4η αρχή ), αλλά και εστιάζει ιδιαίτερα σε θέματα ερμηνείας και προσέγγισης των πολιτισμικών χώρων. Μένει να αναζητηθούν οι νέοι τρόποι ερμηνείας των αρχαιολογικών χώρων εντός του πυκνού αστικού περιβάλλοντος, που θα αποτελέσουν ερεθίσματα προς τους φυσικούς κατοίκους για γνωριμία και αλληλεπίδραση με τους χώρους.

Ως κοινό κτήμα όλων των κατοίκων στον χώρο και στον χρόνο της πόλης, οι αρχαιολογικοί χώροι προσφέρονται ως τελευταία ευκαιρία στον πυκνά δομημένο ιστό του αττικού χώρου για επαναφορά στο προσκήνιο όλων των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών του τοπίου αυτού. Οι αστοί, των οποίων η καθημερινή ζωή περιβάλλεται από την εξάπλωση μιας δομημένης μονοτονίας σε πλήρη απομόνωση από τα γνήσια και διαφοροποιητικά στοιχεία του τόπου στην αρχική του υπόσταση, βιώνουν ολοένα και περισσότερο την αγωνία της επιβίωσης των χώρων αυτών, ως φυσική απόδειξη της συνέχειας της πόλης και ως διαχρονικό γνώρισμα της ταυτότητας των πολιτών της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Heidegger Μartin, Διαμονές, Το ταξίδι στην Ελλάδα, Κριτική 1998.
  • Καζέρος Ν., «Το τοπίο σε “απόσταση”. Το ελληνικό τοπίο σε απόσταση». Στο Κ. Μανωλίδης (επιμ.), «Ωραίο,φριχτό και απέριττο τοπίον. Αναγνώσεις και προοπτικές του τοπίου στην Ελλάδα», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2003, 121-128.
  • McManamon, F. P. and Hatton, A. (eds). Cultural Resources Management in Contemporary Society: Perspectives on Managing and Presenting the Past. London and New York: Routledge 2000. One World Archaeology 33.
  • Τερζόγλου Ν.Ι., « Ο χώρος της πόλης στα γραπτά του Walter Benjamin», Σύγχρονα Θέματα 101 (1998) 91.
  • Τερζόγλου Ν.Ι., «Ιστορία-μνήμη-μνημείο», (επιμ.) Σταύρος Σταυρίδης, Μνήμη και Εμπειρία του χώρου, Αθήνα 2006.
  • Παπαδοπούλου Μ., «Αρχαία και σύγχρονη Αθήνα. Η συνάντηση των δύο πόλεων», Αρχαιολογία 48 (1993) 40-41.
  • Icomos Ename Charter 

m.xepapadakou@gmail.com

28/12/2012