Η συγκρότηση του τοπίου στην ελληνιστική περίοδο: η περίπτωση της αρχαίας Μεσσήνης.
Φιλιώ Ηλιοπούλου,αρχιτέκτονας, αρχιτέκτονας τοπίου |
Εισαγωγή Η θεωρία εξετάζεται στην καλύτερα σωζόμενη πόλη της ελληνιστικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, την αρχαία Μεσσήνη, της οποίας η ψηφιακή τρισδιάστατη αναπαράσταση παρέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την χωροθέτηση κτισμάτων και τη συσχέτιση τους με το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον τους. Η έρευνα αντλεί τα μεθοδολογικά της εργαλεία από τη θεωρία που προτείνει ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης (Doxiadis, C. A. 1972), σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης του χώρου αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες θεότητες, συσχετίζοντας το υπό διαμόρφωση τοπίο με μια τελετουργική, κοσμολογική ποιότητα. Αυτό που επιχειρεί να αποδείξει ο Κ. Δοξιάδης είναι η ένταξη των μερών του εκάστοτε οικιστικού συνόλου σ’ ένα ευρύτερο πεδίο στο οποίο συμμετέχουν κτήρια, γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και γωνίες όρασης που απευθύνονται στον τόπο πέραν του ιερού. Στηριζόμενη σε αυτή τη θεωρία και με ανάλογη μέθοδο ως προς αυτήν του Δοξιάδη, η έρευνα αυτή επιχειρεί να αποδείξει ότι οι κανόνες οργάνωσης των επιμέρους στοιχείων ενός πολεοδομικού συγκροτήματος ισχύουν εξίσου και για τον τρόπο συσχετισμού του με το ευρύτερο περιβάλλον του. Για την αρχαιολογία ωστόσο, το τοπίο ανέκαθεν αποτελούσε ουσιαστικά ένα «κατασκεύασμα», του οποίου η προσέγγιση εξαρτιόταν από τη θεώρηση του είτε ως «αντικείμενο» είτε ως «υποκείμενο». Με δεδομένο ότι και οι δύο αυτές θεωρήσεις περιορίζονταν σε μια στατική θεώρηση του τοπίου, δημιουργήθηκε η ανάγκη θεώρησης του τελευταίου ως ενός χωρο-χρονοεξαρτώμενου ιδεολογικά δομημένου προτύπου από ένα κοινωνικό σύνολο και το οποίο εφαρμόζεται σε χώρο όπου δρα αυτό το σύνολο (Ucko, P.J. and Layton, R. 1999). Αυτή η θεώρηση της σχέσης μεταξύ του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην πορεία του χρόνου αποτελεί και το αντικείμενο της αρχαιολογίας τοπίου, η οποία εστιάζει στον τρόπο με τον οποίον το δομημένο περιβάλλον διαμορφώνει την αίσθηση του χρόνου και του χώρου αυτών που ζουν μέσα του, στην επανερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων των κοινωνιών του παρελθόντος μέσω ενός σύγχρονου συστήματος αξιών και στον τρόπο με τον οποίο ο πολιτισμός, το οικονομικό επίπεδο και η κοινωνική θέση συμβάλλουν στη δημιουργία συγκρουσιακών αντιλήψεων για το ίδιο το τοπίο. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από το πέρασμα από το αντικείμενο στο (αστικό) σύνολο, μια και προβληματισμοί για τον αστικό χώρο τροφοδοτούν τη σχέση μεταξύ κτηρίων και τοπίου. Στα πλαίσια της νέας τάσης αστικοποίησης του ελληνιστικού κόσμου, η αναγκαία συνένωση γειτονικών οικισμών συνέβαλλε στη δημιουργία μεγαλύτερων αστικών κέντρων - νέων πόλεων. Η μορφή της κλασικής πόλης-κράτους απειλείτο καθώς η ικανότητα της να συντηρεί τους πολίτες της αμφισβητείτο (Alcock, S.E. 1993.). Σε αντίθεση με την προγενέστερη «φυσική» ή «οργανική» ανάπτυξη, η πόλη αναπτύσσεται τώρα βάσει ενός σχεδίου το οποίο ορίζει το δημόσιο χώρο και καθοδηγεί τη μορφοποίησή του μέσα στους αιώνες (ιπποδάμειο σύστημα). Δεδομένης της πρωτόγνωρης για την περίοδο εκείνη έννοιας του πολεοδομικού σχεδιασμού, η ομοιομορφία της εσωτερικής διαρρύθμισης των οικοδομημάτων σε νησίδες (οικοδομικά τετράγωνα με αναλογίες 2 προς 1 ή πολλαπλάσια αυτής - insulae) προέβαλλε την έννοια της ισότητας και της δημοκρατίας με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις. Κοινό γνώρισμα όλων των ελληνιστικών πόλεων με ιπποδάμειο σύστημα οργάνωσης ήταν η επιβολή τους στο τοπίο και η δημιουργία χώρων ανθρώπινης κλίμακας με δεδομένη την έμφαση στον υπαίθριο δημόσιο χώρο (Doxiadis, C. A. 1972). Η μορφή της πόλης ήταν απλή και χωρικά εύκολα αντιληπτή για τους κατοίκους. Η αρχαία Μεσσήνη ήταν η πρωτεύουσα της ελεύθερης αρχαίας Μεσσηνίας, για επτά ολόκληρους αιώνες (369π.Χ. - 330μ.Χ.). Ιδρύθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την Αρκαδική Μεγαλόπολη από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα το 369π.Χ., οικοδομήθηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα και λειτουργούσε ως "Αγρός εν πόλει", δηλαδή ένας «προγραμματισμένος κενός χώρος» (Θέμελης, Π. Γ. 2000). Η αναζήτηση πολιτικής αποδοχής και κοινωνικής συνοχής ανάγκασε τους Μεσσήνιους να «παρουσιάσουν» μέσω ενός εκτεταμένου οικιστικού προγράμματος τη δύναμη τους και τη σημασία της αίσθησης μιας κοινής ταυτότητας που θα «έδενε» αυτόν τον μεικτό πληθυσμό. Η αρχαία Μεσσήνη αναπτυσσόταν σε 290 εκτάρια μιας πεδινής έκτασης 5-6.000 στρεμμάτων νοτιοδυτικά των λόφων Ιθώμη και Εύα και στα τείχη της εσωκλείονταν η Ακρόπολη στην κορυφή του λόφου Ιθώμη, καθώς και δημόσια κτήρια πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα (το Θέατρο, η κρήνη Αρσινόη, η Αγορά, το Ασκληπιείο, το Στάδιο και το Γυμνάσιο). Η θέση της αρχαίας Μεσσήνης δεν ήταν καθόλου τυχαία και ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του (Παπαχατζής, Ν. 2004) εξηγεί διεξοδικά τους λόγους επιλογής της συγκεκριμένης θέσης ως ιδανικότερης (φυσική οχύρωση από όρη Ιθώμη και Εύα, πλούσια υδάτινη πηγή εντός των τειχών, κεντρική χωροθέτηση της στο νέο κράτος της Μεσσηνίας, άμεση επικοινωνία με Μεγαλόπολη, εννοιολογικά φορτισμένη περιοχή για τη συλλογική μνήμη των Μεσσηνίων). Η πολεοδομική οργάνωση της αρχαίας Μεσσήνης αναπτύσσεται σε επικλινές έδαφος, από βορρά προς νότο και το μνημειώδες της σύνθεσης τονίζεται με απόλυτα συμμετρικές διαμορφώσεις στις οποίες ο Ναός του Ασκληπιού παίρνει δεσπόζουσα θέση στη μέση (Θέμελης, Π. Γ. 2002). Η χωροθέτηση κάποιων κτηρίων στο οικιστικό συγκρότημα ακολουθεί κανόνες που σχετίζονται και με γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής, πέρα από την επιδιωκόμενη προαναφερθείσα συμμετρικότητα. Το θέατρο για παράδειγμα, χτίζεται σε φυσική βραχώδη κοιλότητα του εδάφους ενώ και το Στάδιο «εκμεταλλεύεται» φυσικό πρανές για τους αναλημματικούς τοίχους του. Η ελαφρά απόκλιση του Γυμνασίου-Σταδίου από τον αρχικό ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό καθώς και του Ασκληπιείου οφείλεται στην κατασκευή τους σε μια δεύτερη φάση (3ος αιώνας π.Χ.) σε σχέση με αυτήν των υπόλοιπων οικοδομημάτων (4ος αιώνας π.Χ.). Η συνεπακόλουθη χωροθέτηση των επιμέρους κτισμάτων στηρίζεται σε γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. βραχώδης κοιλότητα εδάφους για τον αναλημματικό τοίχο του θεάτρου), στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος (υδάτινη πορεία/πηγή νερού για κρήνη Αρσινόη) καθώς και στην ίδια την ιεράρχηση του Ιπποδάμειου συστήματος, μια και Αγορά και Ασκληπιείο (το οποίο ανοικοδομείται σε δεύτερη φάση) εφάπτονται της κεντρικής οριζόντιας οδικής αρτηρίας, με προσανατολισμό Ανατολή-Δύση. Τέλος, η μελέτη του ψηφιακού μοντέλου αποκαλύπτει ότι κάθε κτίσμα στο πολεοδομικό συγκρότημα επιτρέπει θεάσεις του περιβάλλοντα χώρου, πιστοποιώντας την σημασία της σχέσης του με αυτόν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
|
17/01/2013 |
Αντίλαλος |
H Φιλιώ Ηλιοπούλου είναι υποψήφια διδάκτορας Ε.Μ.Π., υπότροφος Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση (ΕΣΠΑ 2007-2013 – ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ II) |