rΗ αναβαθμίδωση στο μεσογειακό χώρο – ιστορική προσέγγιση Ο μεσογειακός χώρος υπήρξε ανέκαθεν ένα πλέγμα από τόπους άγριους, όπου ο άνθρωπος και η φύση ανέπτυξαν σχέσεις αλληλοεξημέρωσης και τελικής συμβίωσης για πάρα πολλά χρόνια. Ο Fernard Braudel, στο βιβλίο του “Η Μεσόγειος. Ο χώρος και η Ιστορία”, περιγράφει με γλαφυρότητα το μεσογειακό τοπίο και τη δράση του ανθρώπου σε αυτό: «[...] η Μεσόγειος δεν υπήρξε ανέκαθεν ένας παράδεισος που προσφέρθηκε χωρίς αντάλλαγμα προς τέρψιν των ανθρώπων. Χρειάστηκε να δημιουργηθούν τα πάντα, συχνά μάλιστα με περισσότερο μόχθο απ’ όσο άλλου. Το εύθραυστο και λεπτό έδαφος δεν επιτρέπει στο ξύλινο άροτρο παρά μόνον ένα αλαφρύ τσουγκράνισμα. Αν βρέξει μανιωδώς, τότε η μαλακή γη γλιστράει από τις πλαγιές προς τα κάτω σαν νερό. Το βουνό εμποδίζει την κυκλοφορία, τρώει υπερβολικό χώρο, περιορίζει τις πεδιάδες και οι αγροί συρρικνώνονται σε κάποιες ζώνες, σε μερικές χούφτες γης. Πιο πέρα αρχίζουν απότομα μονοπάτια, τραχιά για τα πόδια των ανθρώπων και των ζώων.»
Η αναβαθμίδωση αποτέλεσε από την αρχαιότητα μία από τις σημαντικότερες ήπιες παρεμβάσεις του ανθρώπου στο μεσογειακό τοπίο. Στο Αιγαίο η εποχή των αναβαθμίδων κράτησε ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Από τότε και ύστερα, η χρήση νέων πρακτικών καλλιέργειας που λειτουργούν με βάση τη μεγιστοποίηση της παραγωγής, η μετανάστευση των ντόπιων πληθυσμών στα αστικά κέντρα και οι κοινωνικές αλλαγές του Μεσοπολέμου ήταν οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν στην εγκατάλειψη της κατασκευής των αναβαθμίδων και της συντήρησής τους. Πλέον τα βαστάδια και οι πεζούλες στο μεγαλύτερο μέρος των απόκρυμνων πλαγιών του Αιγαίου έχουν χάσει κάθε χρηστικότητα για την επιβίωση των κατοίκων τους και δεν αποτελούν παρά μια ανθρώπινη παρέμβαση αισθητικής αξίας.
Η αναβαθμίδωση στη Νίσυρο Η Νίσυρος, νησί του νοτιοανατολικού Αιγαίου, με σχεδόν ολοστρόγγυλο σχήμα, παρουσιάζει, σύμφωνα με τη μελέτη της Θεοδώρας Πετανίδου, στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, το μεγαλύτερο ποσοστό αναβαθμίδωσης (58,4%) στο σύνολο των νησιών των Δωδεκανήσων. Σχεδόν όλο το νησί είναι αναβαθμιδωμένο, εκτός από το κέντρο του, στην καλδέρα του ηφαιστείου, όπου βρίσκεται η μοναδική πεδιάδα του νησιού, το Λακκί. Η αναβαθμίδωση στη Νίσυρο φτάνει μέχρι το υψόμετρο των 600 μέτρων, -το ψηλότερο σημείο του νησιού, η κορυφή του όρους Διαβάτη, είναι στα 698 μέτρα-, και καλύπτει κλίσεις εώς 55%. Στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού οι αναβαθμιδωμένες εκτάσεις είναι μεταξύ των κλίσεων 6-30% και είναι προσανατολισμένες προς όλες τις κατευθύνσεις.
Η αναβαθμίδωση με τη δημιουργία των επίπεδων κλιμακωτών επιφανειών, των λεγόμενων ταβλών, βοηθάει σημαντικά στην εξοικονόμηση χώρου, στη σταθεροποίηση του προς καλλιέργεια εδάφους, στην προστασία του από τη διάβρωση, άρα και στην καλύτερη διαχείριση του νερού (συλλογή και ανακύκλωση). Στη Νίσυρο, ένα νησί του οποίου η υδροδότηση ακόμα και σήμερα γίνεται κυρίως με τη συλλογή του βρόχινου νερού σε στέρνες και δεξαμενές, και δευτερευόντως με συστήματα αφαλάτωσης, το νερό αποτέλεσε ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά για τους κατοίκους. Έπρεπε να συλλεχθεί προσεκτικά στάλα στάλα περνώντας από τα δώματα και τους αυλότοπους, καταλήγοντας σε ένα πλέγμα από πολυάριθμες υπόσκαφες στέρνες που βρίσκονται διανεμημένες στους αγρότοπους και προσέφεραν νερό προς πόση, πότισμα των ζώων και των καλλιεργειών. Οι περισσότερες από αυτές τις στέρνες, σήμερα, παρόλο που ακόμη συλλέγουν νερό, βρίσκονται σε αχρηστία λόγω της εγκατάλειψης των καλλιεργειών.
Πριν το Μεσοπόλεμο, μαρτυρίες των κατοίκων αναφέρουν ότι στα αναβαθμιδωμένα μέρη του νησιού, εκτός από εκτάσεις με δημητριακά και όσπρια, υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις με αμυγδαλιές, συκιές, βελανιδιές, ελιές, αγραμιθιές και αμπέλια. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις έφταναν για να κάλυψουν τις ανάγκες των κατοίκων καθώς και εξαγωγές στα γειτονικά νησιά. Οι αναβαθμίδες χρησίμευσαν επίσης και στην κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία.
Σήμερα, από όλες τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις με αναβαθμίδες μόνο το 0,7% καλλιεργείται, ενώ ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις κατελάμβαναν το 35,3%. Η εγκατάλειψη των αναβαθμίδων ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 – όταν η ενασχόληση με τη γεωργία έπαψε να είναι το κυρίως επάγγελμα των κατοίκων- και αυξήθηκε ως σήμερα, -με τη λανθασμένη χρήση των ευρωπαϊκών προγραμάτων επιδοτήσεων. Τη δεκαετία του 1960, η καθιέρωση της «ανεξέλεγκτης» βόσκησης ήρθε να κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στην πορεία της αναβαθμίδωσης. Ο λάνθασμένος χειρισμός της κτηνοτροφίας και η μετατροπή των καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε βοσκοτόπια αυξάνεται ραγδαία εώς και σήμερα, αφού οι αρχές συνεχίζουν να μη δείχνουν το απαραίτητο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της κατάστασης. Τέλος, η εγκατάλειψη των αναβαθμίδων σχετίζεται άμεσα με την κατάρρευση του αυτοπαραγωγικού συστήματος και την εξάρτηση των κατοίκων από εισαγωγές προϊόντων από γειτονικά νησιά.
Δεν είναι, όμως μόνο η καλλιέργεια που πλήττεται από τη μη συντήρηση του αναβαθμιδωμένου τοπίου. Κάποτε, η κατασκευή αναβαθμίδων στη Νίσυρο αποτελούσε και βασικό εργαλείο για τη χάραξη των κύριων οδών κυκλοφορίας, βασικών και δευτερευόντων μονοπατιών στο νησί. Σήμερα, εξαιτίας της έλλειψης ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση των βλαμένων τμημάτων στα δημόσια μονοπάτια, πολλά από αυτά είτε έχουν σβηστεί από τον χάρτη, είτε παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας.
Η παραδοσιακή κατασκευή του βασταδιού Η δημιουργία αναβαθμιδωμένου τοπίου απαιτεί την κατασκευή των βασταδιών και των ταβλών αλλά και τη συστηματική συντήρησή τους. Η κατασκευή των βασταδιών, εκτός από την τεχνογνωσία για την ξερολιθική δόμηση, προϋποθέτει γνώσεις για την τοπογραφία, το υδρογραφικό δίκτυο, καθώς και γνώσεις σχετικές με τις δυνατότητες των εδαφών της κάθε περιοχής. Πάνω απ’ όλα απαιτεί τη χειρωνακτική εργασία.
Παραδοσιακά, το χτίσιμο των βασταδιών για τη δημιουργία καλλιεργούμενων εκτάσεων ήταν υπόθεση του εκάστοτε γεωργού και της οικογένειάς του. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες φορές το χτίσιμο ήταν δουλειά πιο συλλογική, οπότε μίλαγαν για τις “αργατιές”, μια λύση στην έλλειψη εργατικών χεριών και μια διαδικασία κοινωνικής συνύπαρξης. Άλλες φορές στα “νεπέτια”, έργα κοινής ωφέλειας (μονοπάτια κυρίως), οι κάτοικοι εργάζονταν εθελοντικά για 2-3 μέρες.
Η δημιουργία της καλλιεργήσιμης γης λεγόταν “γλείσιμο” και το χωράφι, “γλείσμα”. Το γλείσιμο απαιτούσε τις εξής διαδικασίες: την εκχέρσωση της επικλινούς έκτασης, την εξαγωγή της πέτρας, το χτίσιμο της ξερολιθιάς και τη δημιουργία του καλλιεργούμενου εδάφους. Η εργασία άρχιζε από το ψηλότερο σημείο του επικλινούς εδάφους, με την αποσκαφή, δηλαδή το ξερίζωμα των θάμνων, το καθάρισμα της κεκλιμένης επιφάνειας, και το άνοιγμα ενός χαντακιού για τη θεμελίωση του πρώτου βασταδιού. Η σχέση μεταξύ της βάσης της τάβλας προς το ύψος του βασταδιού έπρεπε να υπακούει τις περισσότερες φορές στη σχέση ένα προς τρία. Τα προϊόντα της εκσκαφής χρησιμοποιούνταν για την πλήρωση του βασταδιού από την πλευρά του βουνού –ιδανικότερη πλήρωση γινόταν με ελαφρόπετρα για την καλύτερη αποστράγγιση του νερού και τη συγκράτηση του χώματος. Οι μεγαλύτερες πέτρες χρησιμοποιούνταν για τα θεμέλια και οι μικρότερες για την πλήρωση. Όσο ψήλωνε ο τοίχος, χρησιμοποιούνταν πέτρες μικρότερου μεγέθους, τοποθετούμενες έτσι ώστε ο τοίχος να σχηματίζει κλίση προς την πλευρά της τάβλας και να στενεύει. Με αυτό τον τρόπο, επιτυγχανόταν η καλύτερη στήριξη αλλά και διευκόλυνε τη δουλειά των εργατών, ιδιαίτερα όταν το βαστάδι ήταν αρκετά ψηλό. Η πλήρωση των κενών ανάμεσα στις πέτρες ήταν αναγκαία και γινόταν με πέτρες-σφίνες. Η τελευταία στρώση (μία πέτρα πάνω από το έδαφος) αποτελούνταν από μεγάλες, πλατιές πέτρες, έτσι ώστε να μπορούν να περπατηθούν. Σε κάποιες περιπτώσεις, προεξέχουσες πέτρες τοποθετούνταν με τρόπο έτσι ώστε να σχηματίζουν σκαλιά που να επιτρέπουν την πρόσβαση από τάβλα σε τάβλα.
Οι ζημιές στο βαστάδι οφείλονται κυριώς στις βροχές και τη δραστηριότητα των ζώων. Τα σημεία όπου κομμάτια της ξερολιθιάς καταρρέουν, λέγονται “σπασμάδες”. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κατεστραμμένα τμήματα των βασταδιών καθαιρούνται και γίνεται ανακατασκευή της ξερολιθιάς από το σημείο των θεμελίων.
Σήμερα, το αναβαθμιδωμένο τοπίο της Νισύρου εκτός από την εικόνα που εντυπώνει στον περιπατητή, φέρνει και μνήμες από εποχές, όπου τα κοινωνικά σύνολα, εξαρτώμενα από τη γη και τα αγαθά της, επενέβαιναν στον τόπο με σεβασμό στις φυσικές διεργασίες. Μετά από πολύωρες διαδρομές στο τοπίο αυτό, συζητήσεις με τους κατοίκους και μελέτη πάνω στην κατασκευή της αναβαθμίδωσης στη Νίσυρο και σε άλλα νησιά, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το αναβαθμιδωμένο τοπίο θα έπρεπε να θεωρείται ως μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Μεσογείου και να συντηρηθεί και να αποκατασταθεί ως ένα βαθμό με σκοπό τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αυτάρκεια των ντόπιων κοινωνιών. Τον Σεπτέμβρη του 2012, η ΜΚΟ ΑΧΣ (Αρχιτεκτονική Χωρίς Σύνορα) πραγματοποίησε το πρώτο εργαστήρι αποκατάστασης αναβαθμίδων στη Νίσυρο. Εκτός από την εθελοντική εργασία που παράχθηκε και την εμπειρία που έδωσε στους εθελοντές χτίστες, ανέδειξε στην τοπική κοινωνία κάποια θέματα που παραμένουν άλυτα τις τελευταίες δεκαετίες. Εθελοντές χτίστες και οι ντόπιοι τεχνίτες της ξερολιθιάς επισκεύασαν τις σπασμάδες των βασταδιών που βρίσκονται σε δημόσια μονοπάτια. Θα μπορούσε ένα τέτοιο εγχείρημα να γεμίσει με αισιοδοξία για το μέλλον της συνύπαρξης ανθρώπου και φύσης;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - Braudel F., «Η Μεσόγειος. Ο χώρος και η Ιστορία», Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1990
- Πετανίδου Θ., «Λαξέυοντας βαστάδια και τάβλες στο τοπίο της Νισύρου», Νισυριακά τόμος 16ος, Αθήνα, 2005
- Σελεβίστα Μ., «Το ξερολιθικό τοπίο της Νισύρου», Νισυριακά τόμος 17ος. Αθήνα, 2007
- Οικομομάκης Ρ., «Νίσυρος, Ιστορία και Αρχιτεκτονική», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 2001,
- http://www.axs.gr/
|