Επανένταξη και επανάχρηση των “ζώντων μνημείων” - καταλοίπων του παρελθόντος στη σύγχρονη αστική ζωή. Επιτυχημένα παραδείγματα μετατροπής και επανάχρησης παλαιών κτηρίων.
Εισαγωγή Ο συνδυασμός τολμηρών ενεργειών ανάδειξης μνημείων-σταθμών στην ιστορική εξέλιξη της χώρας από τη μια, αλλά και ο απαιτούμενος σεβασμός στις μορφές της παράδοσης από την άλλη, αποτελούν στοιχεία αλληλένδετα, που θα πρέπει να τηρούνται στις σύγχρονες επεμβάσεις στα μνημεία. Προτεινόμενες λύσεις - Δυνατότητες επανάχρησης παλαιών κτηρίων-επανένταξης στη σύγχρονη αστική ζωή Κάθε μνημείο, πέραν από την οποιαδήποτε ιδιαίτερη καλλιτεχνική και αισθητική του αξία, αποτελεί και σημαντική πηγή ιστορικών πληροφοριών, μάς μαρτυρά την εποχή και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε. Γι’ αυτό και σε περιπτώσεις αποκατάστασης μνημείων, σύμφωνα πάντα με τον Χάρτη της Βενετίας, θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αναστρεψιμότητας. Η πρόταση αποκατάστασης θα πρέπει πάντα να δίνει τη δυνατότητα μελλοντικής αναίρεσής της. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν ότι κάθε μνημείο, έστω κι αν αυτό είναι «μη ζων», κρύβει εν δυνάμει μια χρηστική λειτουργία, ενώ συχνά διαπιστώνεται η τάση να δοθεί και κοινωνική διάσταση σε αυτό. Τέλος το μνημείο αποτελεί και στοιχείο του δομημένου περιβάλλοντος. Είναι φανερό λοιπόν ότι ένα κτήριο που εντάσσεται σωστά σ’ ένα σύνολο κτηρίων ή εν γένει στο αστικό τοπίο, είναι πολύτιμο, ακόμη κι όταν έχει ελάχιστη καλλιτεχνική ή ιστορική αξία, πόσο δε μάλλον όταν έχει ιδιαίτερη καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία. Είναι όμως στην Ελλάδα σήμερα εφικτή η επανένταξη των μνημείων στη σύγχρονη αστική ζωή ή οι επεμβάσεις και οι αποκαταστάσεις που ακολουθούνται, εκτιμούνται μόνο ως «πράξεις σωτηρίας» των μνημείων και όχι ως πράξεις που εντάσσουν τα κτήρια στη φυσιολογική ζωή των μεταβολών; Οι προσθήκες και οι τροποποιήσεις που ακολουθούνται συχνά για την ανάγκη της επανάχρησης είναι πάρα πολύ προσεκτικές, ενώ οι προτεινόμενες λύσεις είναι πολύ συντηρητικές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τολμηρών επεμβάσεων όπως η μετατροπή μεσαιωνικών πύργων της Ισπανίας σε κατοικίες ή η επανάχρηση δυτικών εκκλησιών και η μετατροπή τους σε Βιβλιοθήκες ή και Μουσεία δε συναντούμε στην Ελλάδα. Θα πρέπει λοιπόν ο εξειδικευμένος αναστηλωτής να καταφεύγει σε πιο δραστικές επεμβάσεις για την αποκατάσταση των κτηρίων ή στην προσπάθεια διατήρησης της μνημειακής μορφής ενός κτηρίου του παρελθόντος δε θα πρέπει να γίνεται κανενός είδους επέμβαση, με αποτέλεσμα ν’ αντιμετωπίζει κανείς το θέαμα των εγκαταλελειμμένων και ερειπωμένων «διατηρητέων» κτηρίων, όπου συχνά λόγω του καθεστώτος της νομικής κήρυξης και προστασίας τους, αργοπεθαίνουν απαξιωμένα και παντελώς άχρηστα. «Για να ξαναζήσει ένα κτήριο, για να κερδίσει μια παράταση ζωής, έχει ανάγκη σύγχρονων στοιχείων που θα το περάσουν στην επόμενη εποχή. Από μόνο του το κτήριο μετέχει σ’ έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο. Πρέπει να γίνει η ώσμωση. Και είναι ένα θέμα που θα βάλει κανείς τους νέους όρους δεκτικότητας, εξοικείωσης και φιλικότητας... Νοιώθω ευτυχής αν καταφέρω να κάνω έναν χώρο οικείο. Γιατί, η στεγνή, αρχαιολατρική άποψη δεν βοηθάει το έργο. Συχνά κινδυνεύουμε να χάσουμε το δέντρο για χάρη του φύλλου» επισημαίνει ο αρχιτέκτονας Γιάννης Κίζης. Μετατροπή – Επανάχρηση παλαιών κτηρίων ως μουσείων Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση επανάχρησης παλαιών κτηρίων είναι και η περίπτωση της επανάχρησης των παλαιών μνημείων ως μουσείων, που λαμβάνει τα τελευταία χρόνια ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις στη χώρα μας. Η μετατροπή ενός παλαιού κτίσματος με κατάλληλες επεμβάσεις σε μουσείο, σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί σαν μια πράξη αυτονόητη. Κατά μια άποψη η πιο επιτυχημένη περίπτωση μετατροπής κτηρίου σε μουσείο είναι αυτή, όπου η έκθεση και τ’ αντικείμενα που προβάλλονται σ’ αυτήν, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο εξέλιξη της αρχικής χρήσης του κτηρίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Βιομηχανικό Μουσείο της Ερμούπολης, όπου μέσα σ’ ένα βιομηχανικό χώρο στεγάστηκε μουσείο για την τοπική βιομηχανία ή το Υπαίθριο Μουσείο της Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, όπου το σύνολο των εκθεμάτων είναι το ίδιο το σύνολο των κτισμάτων και του περιβάλλοντος των προβιομηχανικών υδροκίνητων εγκαταστάσεων. Σπανιότερες πάλι είναι οι περιπτώσεις, όπου σπίτια και παλιά αρχοντικά προσφέρονται για την εγκατάσταση μουσείων, όπως η περίπτωση της Villa Ilissia που στέγασε το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας ή στην περίπτωση του Ιλίου Μέλαθρου, όπου στεγάστηκε το Νομισματικό Μουσείο. Ο ευτυχής συγκερασμός της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής αξίας ενός κτηρίου με τις ελάχιστες δυνατές επεμβάσεις δίνει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα: την ταύτιση περιέχοντος – περιεχομένου, η αρχιτεκτονική διευκολύνει τη μουσειολογική προσέγγιση και ο επισκέπτης βιώνει καλύτερα το μήνυμα και μέσω του ιστορικού χώρου που στεγάζει το μουσείο και μέσω του εξοπλισμού του αλλά και μέσω των συναφών συλλογών που στεγάζονται σε αυτό. Επιτυχημένη επίσης παρέμβαση έχει θεωρηθεί και η επανάχρηση του κτηρίου του Μεγάλου Αρσεναλίου του 1600, στα Χανιά. Σήμερα, από ένα ασκεπές ερείπιο του παρελθόντος έχει μετατραπεί σε εντυπωσιακό χώρο εκδηλώσεων και εκθέσεων, όπου επικρατεί ένας γόνιμος διάλογος ανάμεσα στο παλιό με το καινούργιο, ενώ υπάρχουν οι δυνατότητες συσχετισμού και παρεμφερείς λειτουργίες του κελύφους και του εκθέματος. Φιλοξενεί το Κέντρο της Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου (ΚΑΜ), διοργανώνοντας σημαντικές ελληνικές και διεθνείς εκδηλώσεις στους χώρους του, με ιδιαίτερη έμφαση στην αρχιτεκτονική. Συμπεράσματα Οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες αλλά και οι τοπικοί παράγοντες θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζουν με προβληματισμό την επανάχρηση των παλαιών κτηρίων και να δίνουν νέα χρήση μόνο στα κτήρια αυτά που μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να στεγάσουν μουσεία που θ’ αναδείξουν πραγματικά το πλούσιο πολιτιστικό τους απόθεμα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Χάρτης της Βενετίας για την Αποκατάσταση και Συντήρηση Μνημείων και Μνημειακών Συνόλων καταρτίστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Διεθνούς Συνεδρίου Αρχιτεκτόνων και Τεχνικών των Ιστορικών Μνημείων, που πραγματοποιήθηκε στη Βενετία στις 25-31 Μαΐου 1964 και που διοργανώθηκε απο το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS). Ο Χάρτης αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένα διαχρονικό πλαίσιο κατευθυντήριων αρχών που διέπουν τη θεωρία και κυρίως την πράξη της Αποκατάστασης και της Συντήρησης κάθε είδους Μνημείων. Δημοσιεύτηκε στα Αρχιτεκτονικά Θέματα, τ. 9, Αθήνα 1975, σ. 108 (μεταφρ. Ε. Φερεντίνου). Αναδημοσίευση στο Ανθολογία Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, Αθήνα 1981, σ.σ. 43-45.
|
4/01/2011 |