Η Αθήνα και η Αττική γενικότερα έχουν μεσογειακό κλίμα και σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της φυσικής βλάστησής τους, ανήκουν στη ζώνη των μεσογειακών φυτικών οικοσυστημάτων . Ωστόσο, τα φυτά τους δεν είναι όλα μεσογειακά καθώς υπάρχουν και ξενικά είδη που έχουν προσαρμοστεί στα χαρακτηριστικά του μεσογειακού κλίματος και αποτελούν πλέον ένα σημαντικό ποσοστό της βλάστησης.
Το πράσινο της Αθήνας αποτελείται τόσο από μεγάλους χώρους αστικού και περιαστικού πρασίνου, όπως είναι το δάσος του Υμηττού,το Αττικό Άλσος, οι λόφοι Λυκαβηττού και Φιλοπάππου και οι αρχαιολογικοί χώροι, όσο και από μικρότερους χώρους, όπως είναι τα πάρκα, οι πλατείες, οι δενδροστοιχίες και οι νησίδες των δρόμων. Ειδική περίπτωση αποτελεί ο Εθνικός Κήπος, καθώς στη βλάστησή του περιλαμβάνονται τόσο χαρακτηριστικά μεσογειακά είδη, όσο και πολλά ξενικά είδη, κάποια από τα οποία υπάρχουν μόνο εκεί και πουθενά αλλού στην Ελλάδα.
Το χαρακτηριστκό των μεγάλων χώρων πρασίνου είναι ότι η βλάστησή τους αποτελείται κυρίως από μεσογειακά είδη δένδρων και θάμνων, τα περισσότερα από τα οποία είναι αυτοφυή, σε αντίθεση με τους μικρότερους χώρους που η βλάστησή τους είναι μικτή, αποτελούμενη τόσο από ελληνικά όσο και από ξενικά είδη. Το πράσινο των μικρότερων χώρων πρασίνου έχει δημιουργηθεί με συστηματικές φυτεύσεις δένδρων και θάμνων.
Τα σημαντικότερα είδη δένδρων που υπάρχουν στους χώρους πρασίνου της Αθήνας είναι τα παρακάτω:
Α. Mεσογειακά είδη
α. Χαλέπιος Πεύκη (Pinus halepensis)
Το χαρακτηριστκότερο είδος δένδρου της Αττικής. Είναι εξαιρετικά ξηροφυτικό και θερμόβιο είδος και το συναντάμε στα δάση που υπάρχουν γύρω από την Αθήνα αλλά και μέσα στα μεγάλα πάρκα της. Χαρακτηριστκά είναι τα πρανή της οδού Υμηττού, όπου υπάρχουν μεγάλα πεύκα σε όλο σχεδόν το μήκος της διαδρομής από το λόφο του προφήτη Ηλία μέχρι το A’ Νεκροταφείο. Τα άλση Ιλισσίων και Παγκρατίου αποτελούνται επίσης από πεύκα και κουκουναριές.
β. Κουκουναριά (Pinus pinea)
Έχει χαρακτηριστική κόμη σε σχήμα ομπρέλας και έτσι ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ελληνικά πεύκα. Ο φυσικός της βιότοπος είναι αμμώδεις ζώνες που χωρίζουν κάποιο έλος από τη θάλασσα. Μεγάλοι πληθυσμοί της συναντώνται στις παραλίες της Ανατολικής Αττικής, Μαραθώνα, Νέα Μάκρη, Ραφήνα.
γ. Ελιά και Αγριελιά (Οlea europea και Olea oleaster)
Το χαρακτηριστικότερο ελληνικό είδος. Το συναντάμε σε πολλούς χώρους πρασίνου, αλλά είναι ιδιαίτερη η παρουσία του στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας και γύρω από την Ακρόπολη.
δ. Νερατζιά (Citrus aurantium)
Είναι το δένδρο που έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο στις δενδροστοιχίες, όχι μόνο της Αθήνας αλλά και πολλών άλλων ελληνικών πόλεων.
ε. Μουριά (Morus alba)
Επίσης πολύ συνηθισμένο φυλλοβόλο είδος που έχει χρησιμοποιηθεί με ιδιαίτερη επιτυχία στις φυτεύσεις δενδροστοιχιών, με πυκνό φύλλωμα και μέτρια ανάπτυξη.
στ. Χαρουπιά (Ceratonia siliqua)
Έχει πυκνή κόμη με χαρακτηριστικά φύλλα σε στιλπνό σκούρο πράσινο χρώμα. Είναι πολύ συνηθισμένο στα πάρκα και στις πλατείες της Αθήνας, αλλά και εξαιρετικό όταν βρίσκεται σε δενδροστοιχίες. Μια πολύ ωραία δενδροστοιχία με χαρουπιές υπάρχει στη νησίδα της οδού Ηλία Ηλιού στο Νέο Κόσμο, στο τμήμα μεταξύ της Λεωφόρου Βουλιαγμένης και της Αμβροσίου Φρατζή.
ζ. Κουτσουπιά (Cercis siliquastrum)
Φυλλοβόλο είδος. Έχει χαρακτηριστικά άνθη με χρώμα βαθύ ρόδινο που βγαίνουν την Άνοιξη πριν από τα φύλλα του ή μαζί με αυτά. Είναι πολύ συνηθισμένο σε όλους του χώρους πρασίνου της Αθήνας.
η. Aριά (Quercus ilex)
Αείφυλλο είδος βελανιδιάς που το συνηθισμένο του μέγεθος δεν ξεπερνάει τα 2 με 3 μέτρα. Στον Εθνικό Κήπο υπάρχουν αιωνόβιες αριές που φυτεύτηκαν από τη βασίλισσα Αμαλία και το ύψος τους φτάνει τα 18 με 20 μέτρα.
θ. Λεύκα ή Καβάκι (Populus nigra)
Φυλλοβόλο είδος που χρησιμοποιείται ευρέως στα πάρκα και τις δενδροστοιχίες της Αθήνας. Καταναλώνει αρκετό νερό, είναι ωστόσο επιπολαιόριζο και μπορεί να ξερριζωθεί από τον αέρα και να δημιουργήσει προβλήματα.
ι. Αργυρόφυλλη Λεύκα ή Ασημόλευκα (Populus alba)
Φυλλοβόλο είδος με μεγάλη ανάπτυξη και χαρακτηριστικό ασημένιο φύλλωμα. Μια μεγάλη και εντυπωσιακή δενδροστοιχία από αργυρόφυλλες λεύκες υπάρχει σε όλο το μήκος της νησίδας της οδού Ευελπίδων, από τα Δικαστήρια μέχρι την οδό Κοδριγκτώνος.
Β. Ξενικά είδη
α. Φοίνικας (Phoenix canariensis)
Οι φοίνικες είναι τροπικά ή υποτροπικά είδη τα οποία έχουν προσαρμοστεί στην Ελλάδα, στο νότιο κυρίως τμήμα της και σε περιοχές που έχουν ήπιες κλιματικές συνθήκες. Είναι φυτό που αναπτύσσεται με αργό ρυθμό. Στην Αθήνα έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, τόσο σε δενδροστοιχίες όσο και σε πάρκα και πλατείες. Η δενδροστοιχία της λεωφόρου Συγγρού είναι, ίσως, η πιο χαρακτηριστική δενδροστοιχία με φοίνικες της Αθήνας.
β. Ουασινγκτόνια (Washingtonia sp.)
Πρόκειται για είδος φοίνικα με παλαμοειδές σχήμα φύλλων που μπορεί να φτάσει σε πολύ μεγάλο ύψος. Στην Ελλάδα οι πρώτες ουασιγκτόνιες ήρθαν στον Εθνικό Κήπο και η δενδροστοιχία τους που βρίσκεται στην είσοδό του από την οδό Αμαλίας αποτελείται από αιωνόβια δένδρα, που το ύψος τους ξεπερνάει τα 20 μέτρα.
γ. Ευκάλυπτος (Eucalyptus robusta)
Είδος ιθαγενές της Αυστραλίας που έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα και έχει προσαρμοστεί στα μέρη που το κλίμα είναι ήπιο. Στην Αθήνα υπάρχει τόσο σε πάρκα όσο και σε δενδροσοιχίες αν και συχνά δημιουργεί προβλήματα, γιατί το ξύλο του είναι ελαφρύ και τα κλαδιά του μπορεί να σπάσουν εύκολα από τον αέρα. Δενδροστοιχία με μεγάλους ευκάλυπτους υπάρχει σε όλο σχεδόν το μήκος του δρόμου που συνδέει τη Ραφήνα με τη διασταύρωση της λεωφόρου Μαραθώνος.
δ. Ροβίνια (Robinia sp.)
Φυλλοβόλο είδος ακακίας με μεγάλη ανάπτυξη, ευρύτατα διαδεδομένο στο αστικό πράσινο της Αθήνας. Όταν χρησιμοποιείται σε δενδροσοιχίες προσφέρει αρκετή σκιά το καλοκαίρι με το φύλλωμά της και επιτρέπει τον ηλιασμό το χειμώνα, όταν τα κλαδιά της μένουν γυμνά. Η οδός Στουρνάρη έχει ψηλή δενδροστοιχία από ροβίνιες.
ε. Σοφόρα (Sophora japonica)
Φυλλοβόλο είδος που μοιάζει πολύ με τη ροβίνια, έχει την ίδια ψηλή ανάπτυξη και συχνά την αντικαθιστά στις δενδροστοιχίες της πόλης.
Τα είδη που προαναφέρθηκαν είναι τα πλέον συνηθισμένα στο πράσινο της Αθήνας. Έχει ωστόσο ενδιαφέρον, να ασχοληθούμε και με την αναλογία των μεσογειακών πρός τα ξενικά είδη, γιατί από τη μελέτη της προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Τα τελευταία χρόνια η αναλογία αυτή τείνει να ανατραπεί εις βάρος των μεσογειακών ειδών, γεγονός που μπορεί να έχει πολλές συνέπειες:
1. Αλλοίωση του μεσογειακού χαρακτήρα του φυτικού οικοσυστήματος με την ανεξέλεγκτη επέκταση των ξενικών ειδών εις βάρος των αυτοφυών. Τα είδη που έχουν εισαχθεί από άλλες περιοχές είναι δυνατό να πολλαπλασιάζονται σχεδόν απεριόριστα, καθώς λείπουν από το εδώ περιβάλλον οι φυσικοί παράγοντες, εκείνοι που θα περιορίσουν την εξάπλωσή τους. Αυτοί είναι οι φυσικοί εχθροί τους (έντομα ή ζώα) που τρέφονται με αυτά ή οι ανταγωνιστές τους (άλλα φυτικά είδη) που τα περιορίζουν και ελέγχουν την εξάπλωσή τους.
Χαρακτηριστκό παράδειγμα τέτοιου επιθετικού είδους αποτελεί το φυτό Αείλανθος ή βρωμοκαρυδιά (Ailanthus altissima) που ήρθε στην Ελλάδα με τα φυτά του Εθνικού Κήπου και σήμερα έχει επεκταθεί σε ολόκληρη τη χώρα.
2. Σπατάλη των φυσικών πόρων και κυρίως των υδατικών αποθεμάτων. Τα περισσότερα από τα είδη αυτά δεν είναι συνηθισμένα στις μεσογειακές ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες και η επιβίωσή τους στηρίζεται στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων νερού, ιδίως τους θερινούς μήνες. Τα μεσογειακά είδη αντίθετα, επειδή είναι προσαρμοσμένα στις συνθήκες αυτές χρειάζονται ελάχιστο ή και καθόλου πότισμα το καλοκαίρι.
Είναι δεδομένες πλέον οι ανησυχίες για τις κλιματολογικές αλλαγές που προέρχονται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τη συνεχή αύξηση της θερμοκρασίας της γης. Είναι, συνεπώς, επιβεβλημένη και η επιλογή φυτών προσαρμοσμένων στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής, που θα έχουν τις λιγότερες δυνατές απαιτήσεις σε επικουρική ενέργεια για την επιβίωσή τους και που θα μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση του αστικού τοπίου, χωρίς να το επιβαρύνουν δυσανάλογα.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Το μεσογειακό κλίμα χαρακτηρίζεται από ήπιους χειμώνες με συνολικό ύψος βροχής που, στην περίπτωση της Αττικής, δεν ξεπερνά τα 400-500mm, με κατανομή κυρίως κατά την περίοδο Απριλίου-Νοεμβρίου με παρατεταμένη και ξηροθερμική καλοκαιρινή περίοδο.
2. Τα μεσογειακά φυτικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από την παρουσία κυρίως θάμνων αλλά και δένδρων. Οι θάμνοι είναι αείφυλλοι και σκληρόφυλλοι, με βαθιές ρίζες για να αντλούν το απαραίτητο για την επιβίωσή τους νερό και μικρά δερματώδη φύλλα για να περιορίζουν την απώλεια νερού το καλοκαίρι που η ξηρασία είναι έντονη. Χαρακτηριστικοί μεσογειακοί θάμνοι είναι το πουρνάρι, η κουμαριά, ο σχίνος. Τα δένδρα είναι κυρίως κωνοφόρα με κυρίαρχο είδος κατά περίπτωση για την Αττική, αλλού το πεύκο και αλλού την κουκουναριά.
3. Ο Εθνικός Κήπος δημιουργήθηκε από τη βασίλισσα Αμαλία που οραματιζόταν έναν κήπο ανάλογο εκείνων των ευρωπαϊκών ανακτόρων και έφερε ειδικούς βαυβαρούς γεωπόνους, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη δημιουργία του αλλά και με τη μετέπειτα συντήρησή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Βώκου, Δ.-Παντής, Γ.-Σγαρδέλης, Σ. (1987), «Οικολογία: Η αναγκαιότητα της σύνθεσης, η γοητεία των σχέσεων», Εκδόσεις Εγνατία, Θεσσαλονίκη
2. Σφήκας, Γ. (2001), «Δένδρα και θάμνοι της Ελλάδας», Εκδόσεις Ευσταθιάδης, Αθήνα
3. Hargreaves, D. and B. (1998), “Tropical trees”, USA
4. Heywood, V. H. “Flowering plants of the world”, Croom-Helm, London
5. “The Hamlyn Dictionary of House and Garden Plants”, Hamlyn, London
mariaspyrou@yahoo.gr