Η εξέλιξη της ιδεολογίας
Οι παγκόσμιες εξελίξεις του πολεοδομικού και του φυσικού τοπίου στον 20ό αιώνα έχουν οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για από κοινού θεώρηση και διατήρηση της αρχιτεκτονικής και της φυσικής κληρονομιάς κάθε τόπου. Όπως έχει πλέον καθολικά αναγνωριστεί, η ιδιαίτερη σε κάθε περίπτωση σχέση του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος συγκροτεί την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα και το σύστημα των αξιών των ιστορικών οικιστικών συνόλων και τόπων, σε συνδυασμό βέβαια με τα άυλα στοιχεία που εμπεριέχονται σε αυτά.
Η συνειδητοποίηση αυτή εκφράζεται τόσο μέσα από θεωρητικά κείμενα πολεοδόμων και επιστημόνων που ασχολούνται με τα θέματα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και μέσα από το νεώτερο νομοθετικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών και άλλων κρατών. Παράλληλα, οι πρόσφατες αντιλήψεις για την αειφόρο ανάπτυξη θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση τη διατήρηση και σοφή διαχείριση τόσο του δομημένου όσο και του φυσικού περιβάλλοντος.
Μία από τις πρώτες επίσημες αναφορές στην ανάγκη για συντονισμένη προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής [1] και φυσικής κληρονομιάς [2] γίνεται το 1972 σε Σύμβαση που προκύπτει από επιστημονική συνάντηση της Μορφωτικής, Επιστημονικής και Πολιτιστικής Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι [3].
Μερικά χρόνια αργότερα, στη Χάρτα των Ιστορικών Πόλεων [4], που αποτελεί το σημαντικότερο θεωρητικό κείμενο για την προστασία και ανάπτυξη των ιστορικών πόλεων, αναφέρεται πως οι αξίες που πρέπει να διατηρούνται περιλαμβάνουν την πολεοδομική μορφή, η οποία ορίζεται «από τα διαμορφωμένα οικοδομικά τετράγωνα και τον πολεοδομικό ιστό, τη σχέση μεταξύ των κτισμένων, ελεύθερων και πράσινων χώρων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κτιρίων».
Σε νεώτερα θεωρητικά κείμενα, των εξειδικευμένων επιστημονικών ομάδων που ασχολούνται με τα θέματα σχεδιασμού και προστασίας, με χαρακτηριστικότερο εξ αυτών την αναθεωρημένη Χάρτα της Burra [5], το κτισμένο και το φυσικό τοπίο θεωρούνται εξ αρχής ως ενιαίο σύνολο, στο οποίο αποδίδεται η έννοια του «τόπου», που συγκροτείται από το έδαφος, το τοπίο, τα κτίρια, τους αρχαιολογικούς χώρους, λοιπά στοιχεία του πολεοδομικού ιστού, ειδικούς χώρους μνήμης κ.λπ.
Η ανάγκη της από κοινού θεώρησης του φυσικού τοπίου με τον δομημένο χώρο προβάλλεται και μέσα από πρόσφατες πολεοδομικές κατευθύνσεις που διατυπώνονται σε επίσημα κείμενα της Διεθνούς Ένωσης Πολεοδόμων [6], οι οποίες δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην προστασία και διατήρηση των ελεύθερων και πράσινων χώρων μέσα και γύρω από τα οικιστικά σύνολα διότι θεωρούν ιδιαίτερα σημαντική την ύπαρξή τους, στην ανάδειξη της ιστορικής εξέλιξης της πόλης ή του οικισμού και στη διαφύλαξη του χαρακτήρα των επιμέρους γειτονιών.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 –όπως έχει προκύψει από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας–, το Κράτος είναι υποχρεωμένο να μη λαμβάνει μέτρα με τα οποία επέρχεται υποβάθμιση του περιβάλλοντος, φυσικού, δομημένου και πολιτιστικού [7], ενώ στις κατευθυντήριες αρχές του νόμου «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας» [8] αναφέρεται ότι η οικιστική οργάνωση και ο πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να συμφωνούν, μεταξύ άλλων, και με τους όρους «προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος».
Η έννοια του «τόπου» ως «σύνθετου έργου του ανθρώπου και της φύσης εν μέρει κτισμένου» αναφέρεται και στους ορισμούς της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, στη Σύμβαση της Γρανάδας (1985), που κυρώθηκε σαν νόμος του ελληνικού κράτους το 1992. Παράλληλα, στη νομοθεσία των αρμόδιων για την προστασία φορέων στον ελληνικό χώρο, αναφέρονται οι όροι «ιστορικός τόπος και τόπος ιδιαιτέρου κάλλους» [9] και προβλέπεται η δυνατότητα χαρακτηρισμού ως διατηρητέων όχι μόνον των ανθρωπογενών αλλά και «των φυσικών σχηματισμών, που συνοδεύουν ή περιβάλλουν στοιχεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς» [10].
Παρά την εξέλιξη, όμως, της ιδεολογίας της προστασίας και παρά το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, δεν είναι δυστυχώς σπάνιες οι περιπτώσεις στον ελλαδικό χώρο όπου οι πιέσεις υπερεκμετάλλευσης του φυσικού και δομημένου χώρου των ιστορικών πόλεων οδηγούν σε απώλεια των κύριων αξιών τους.
Το παράδειγμα της Ύδρας
Ιστορική εξέλιξη του τόπου
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τόπου που οφείλει την υψηλή πολιτιστική του αξία στην ιστορική και αρχιτεκτονική αξία των κτισμάτων του σε συνδυασμό με ένα ιδιαίτερο και ισχυρό φυσικό τοπίο, που καταστρέφεται τα τελευταία χρόνια μέσα από την άνευ όρων ανάπτυξή του, αποτελεί ο ιστορικός οικισμός της Ύδρας, που, όπως αναλύεται στη συνέχεια, αποτελεί έναν τόπο με αστικά χαρακτηριστικά [11] αλλά και αντίστοιχα προβλήματα.
Τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης του τόπου μέσα στο χρόνο αναγνωρίζονται στη σημερινή του πολεοδομική μορφή και η παραδοσιακή κοινωνικοοικονομική του ταυτότητα διαβάζεται στη σημερινή αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του στο βιβλίο του Κ. Μιχαηλίδη ως «Greek island town» [12], όπου αναφέρεται ότι η Ύδρα λειτούργησε ως «πόλη-λιμάνι» χωρίς, όμως, ενδοχώρα που θα έπρεπε να εξυπηρετήσει, γεγονός που καθόρισε και την οικονομία και τη μορφή του χώρου.
Πρώτος οικιστικός πυρήνας στο χώρο αποτελεί ο οικισμός της Κιάφας, που αναπτύχθηκε κατά το 16ο αιώνα στους πρόποδες του ψηλότερου βουνού του νησιού, κατά μήκος ενός βασικού οδικού άξονα-πεζόδρομου, παράλληλου προς τις καμπύλες του εδάφους, με δόμηση συνεχή και χαρακτήρα αμυντικό με υψηλούς μαντρότοιχους, στενούς δρόμους και σκεπαστά διαβατικά.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα ο οικισμός κατηφορίζει προς τη θάλασσα [13], κατά μήκος δύο βασικών οδικών αξόνων, με πιθανό πόλο έλξης το μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου [14] αλλά και το φυσικό σχηματισμό του λιμανιού. Το πλέγμα των οδικού δικτύου, όπως διαμορφώθηκε διαχρονικά, προσαρμοσμένο στο ανάγλυφο του χώρου ανάπτυξης, καθόρισε την ανάπτυξη των κτισμάτων και τη διαμόρφωση των οικοδομικών τετραγώνων.
Σημαντική οικιστική ανάπτυξη πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά το 18ο αιώνα, εποχή κατά την οποία η πόλη αναπτύχθηκε αμφιθεατρικά γύρω από το λιμάνι και κτίστηκαν τα περισσότερα αρχοντικά, για να φτάσει στο απόγειο της ακμής της στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και ξεκινά η ανάπτυξη του οικισμού Καμίνι.
Από το 18ο αιώνα ο αρχικός αγροτικός και κτηνοτροφικός χαρακτήρας του τόπου εγκαταλείπεται και η αστική του φυσιογνωμία διαμορφώνεται σταδιακά μέσω του καταλυτικού ρόλου που ασκεί η θάλασσα στη διαμόρφωση της οικονομίας του. Ο πληθυσμός, που φθάνει τα 11.000 άτομα, διαρθρώνεται σε τρεις κυρίως τάξεις: τους πλοιοκτήτες, τους πλοιάρχους και το λαό.
Στα χρόνια της επανάστασης του 1821, πλήθος προσφύγων από άλλες περιοχές, που ήρθαν να κατοικήσουν στο χώρο, διαμόρφωσαν τη δυτική επέκταση του οικισμού, ενώ την ίδια περίπου εποχή εγκαταλείφθηκε το υψηλότερο τμήμα του πρώτου οικιστικού πυρήνα της Κιάφας.
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους οδήγησε σε νέες κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις και σε παρακμή της ναυτικής δύναμης της Ύδρας. Νέοι οικονομικοί πόροι [15] στηρίζουν τους κατοίκους, ο αριθμός των οποίων μειώνεται σημαντικά.
Η ταυτότητα του τόπου
Η γενική εικόνα του τόπου συγκροτείται από την αμφιθεατρική διάταξη των κτισμάτων γύρω από το λιμάνι, το ανάγλυφο του εδάφους και την έντονη παρουσία των βράχων πάνω στους οποίους θεμελιώνονται τα κτίσματα, τον επιβλητικό όγκο των αρχοντικών κτισμάτων, την πυκνότητα δόμησης, ανάλογη με τα χαρακτηριστικά εξέλιξης των επιμέρους περιοχών, και την εναλλαγή χώρων κτισμένων και άκτιστων, όπου είναι έντονη η παρουσία του βραχώδους εδάφους του νησιού.
Η σημαντική ιστορική και αρχιτεκτονική ταυτότητα της Ύδρας διαμορφώθηκε μέσα από τη διαχρονική οικιστική της εξέλιξη και τις δραστηριότητες των κατοίκων της στο χώρο και το χρόνο.
Ο κτιριακός της πλούτος συνίσταται σε κτίρια αρχοντικά, με κύριο χαρακτηριστικό τους το φρουριακό χαρακτήρα και το μεγάλο και επιβλητικό τους όγκο, κτισμένα τα περισσότερα με εμφανή λιθοδομή σε ισόδομο σύστημα και σύνθετη μορφή λειτουργικής οργάνωσης, καπετανέικα, μικρότερης κλίμακας αστικά σπίτια, και απλά λαϊκά κτίσματα, ισόγεια ή διώροφα με συνήθως μικρούς ορθογώνιους όγκους. Οι εκκλησίες, μικρής κλίμακας ως επί το πλείστον, χαρακτηρίζουν επίσης τον οικισμό και αποτελούν χαρακτηριστικά τοπόσημα στο συνεκτικό ιστό του οικισμού.
Οι βραχώδεις λόφοι, όπως προβάλλουν στο πολεοδομικό τοπίο, αποτελούν βασικό στοιχείο της ιστορικής φυσιογνωμίας του τόπου, όπως τεκμηριώνεται και από παλιές γκραβούρες και φωτογραφικό υλικό.
Ο πολεοδομικός ιστός χαρακτηρίζεται από στεγασμένα διαβατικά και εμπλουτίζεται από μικρά πλατώματα στα σημεία συνάντησης των δρόμων, από πεζούλια, σκαλοπάτια, κατώφλια εισόδων, πεζούλες φυτεμένες, μάντρες, ειδικές διαμορφώσεις της βάσης των κτιρίων, θύρες και θυρώματα.
Τα προβλήματα
Η Ύδρα σήμερα αποτελεί πόλο έλξης μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων [16], λόγω του μοναδικού και διατηρημένου ιστορικού της χαρακτήρα, σε συνδυασμό με την εγγύτητά της στην Αθήνα και παρά την έλλειψη βασικών τεχνικών υποδομών [17] που θα στήριζαν την ανάπτυξή της. Από μία σειρά μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί για το σημερινό οικισμό [18], καταγράφηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα προβλήματα [19]:
· Τα λεγόμενα «όρια του οικισμού προ του 1923», εντός των οποίων πραγματοποιείται η δόμηση, είναι ασαφή. Επιπλέον, δεν έχουν τεκμηριωθεί, μέσω των απαιτούμενων ειδικών μελετών, τα όρια επέκτασης που ο ίδιος ο οικισμός αντέχει. Δεν έχει τεθεί, εξάλλου, και το απαιτούμενο πλαίσιο κανόνων για την εκτός των ορίων του οικισμού δόμηση.
· Η άνευ ειδικού πολεοδομικού σχεδιασμού και ειδικών όρων δόμηση μέσα στα όρια του οικισμού έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή αλλοίωση της σχέσης φυσικού και δομημένου χώρου και της ιστορικής δομής και εικόνας του οικισμού. Κτίζονται περιοχές που, λόγω των τοπογραφικών και φυσικών χαρακτηριστικών τους ή λόγω της θέσης τους στον οικιστικό ιστό, θα όφειλαν να παραμείνουν αδόμητες και αποκτούν την ίδια πυκνότητα όλες οι περιοχές του οικισμού ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
· Οι μετασχηματισμοί και οι προσθήκες που πραγματοποιούνται στα παλιά κτίρια αρκετές φορές αλλοιώνουν την τυπολογία τους ή τη σχέση τους με τον άμεσο φυσικό και δομημένο χώρο και διαταράσσουν τη σχέση δημόσιου, ημιδημόσιου και ιδιωτικού υπαίθριου χώρου. Η ανακατασκευή κτισμάτων που πραγματοποιείται βάσει τεκμηρίων με υπέρβαση του ισχύοντος συντελεστή θέτει ερωτήματα ως προς την ορθότητα με την οποία ερμηνεύονται τα διατηρούμενα τεκμήρια.
• Η έλλειψη κτηματολογίου και η απουσία νομοθετικής οριοθέτησης δημόσιων και ιδιωτικών χώρων και γραμμών δόμησης οδηγούν στην καταπάτηση δημόσιων ή δημοτικών εκτάσεων και στη μετατροπή τους σε «οικόπεδα». Ακόμη και τα ιστορικά διαβατικά δεν έχουν αποφύγει την πλήρη ή μερική ιδιωτικοποίηση.
Γενικές αρχές για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του τόπου
Η σημαντική ιστορική και αρχιτεκτονική αξία του οικισμού της Ύδρας απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση και πειθάρχηση των οικονομικών συμφερόντων στις επιταγές της πολυσυζητημένης βιώσιμης ανάπτυξης. Η Νέα Χάρτα της Αθήνας [20], που θέτει τις γενικές αρχές πολεοδομικού σχεδιασμού και αντιμετώπισης των προβλημάτων των ευρωπαϊκών πόλεων, αναφέρει πως «ο σχεδιασμός πρέπει να έχει κύριο στόχο του το δημόσιο συμφέρον, ξεπερνώντας ιδιωτικά μικροσυμφέροντα». Στις γενικές αρχές του πολεοδομικού σχεδιασμού, μεταξύ των άλλων σημείων αναφέρεται ότι «τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά του χώρου ανάπτυξης, το ανάγλυφο του εδάφους και η εδαφοκάλυψη, τα φυσικά στοιχεία του χώρου, οι ανοικτοί χώροι, τα φυσικά μονοπάτια και τα πολιτιστικά και ιστορικά χαρακτηριστικά του χώρου θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό», καθώς και ότι οι ελεύθεροι χώροι, οι πράσινοι χώροι και το φυσικό τοπίο αποτελούν σημαντικά στοιχεία στις πόλεις, η διατήρηση των οποίων πρέπει να επιδιώκεται μέσω της πολεοδομικής πολιτικής.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του οικισμού της Ύδρας διατυπώθηκαν προτάσεις στα πλαίσια ειδικών πολεοδομικών μελετών [21] που, μεταξύ άλλων, προέβλεπαν:
1. Περιορισμό της εκτός των ορίων του οικισμού δόμησης και περιμετρικές ζώνες προστασίας.
2. Διαμόρφωση συντελεστών δόμησης κατά πολεοδομικές ενότητες-γειτονιές, τέτοιων που να μην αλλοιώνουν την ιστορική ανάπτυξη του οικιστικού ιστού και να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους, μεταξύ άλλων, τη θέση της γειτονιάς στον οικισμό και τη μορφολογία του εδάφους.
3. Διατήρηση των ελεύθερων περιοχών του οικισμού, ιδιαίτερα δε των φυσικών εξαρμάτων που έχουν ταυτιστεί με χαρακτηριστικές θέσεις και οπτικές του οικιστικού ιστού και αποτελούν στοιχεία της ιστορικής του ταυτότητας, ανεξάρτητα ιδιοκτησιακού ή άλλου νομικού καθεστώτος στο οποίο βρίσκονται.
4. Προστασία του κεντρικού οικισμού από τα στοιχεία που αλλοιώνουν την εικόνα του και καταστρέφουν τον ιστορικό του χαρακτήρα.
Δεδομένου ότι οι προτάσεις αυτές ουδέποτε νομοθετήθηκαν, ενώ η περιοχή έχει πολλαπλά χαρακτηριστεί [22] ως προστατευόμενος τόπος από το Υπουργείο Πολιτισμού, η Ύδρα στερείται του απαραίτητου εξειδικευμένου πολεοδομικού πλαισίου προστασίας, το οποίο θα έθετε τους όρους ανάπτυξης, παράλληλα με τους όρους προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, όπως επιτάσσουν οι σύγχρονες αρχές ανάπτυξης και οι επιτακτικές ανάγκες διατήρησης των πολιτιστικών και φυσικών πόρων.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Στον όρο πολιτιστική κληρονομιά περιλαμβάνονται μνημεία, σύνολα και τόποι που αποτελούν σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης.
2. Στον όρο φυσική κληρονομιά περιλαμβάνονται φυσικοί ή γεωλογικοί σχηματισμοί ή φυσικοί τόποι εξέχουσας αξίας από άποψη επιστημονική ή αισθητική ή προστασίας.
3. Convention Concerning the Protection of the World Cultural and Natural Heritage (1972)
4. Χάρτα που υιοθετήθηκε από τη γενική συνέλευση του διεθνούς Icomos, στην Washington το 1987.
5. Συντάχθηκε από το Icomos Αυστραλίας το 1999.
6. «Νέα Χάρτα της Αθήνας», που συντάχθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Πολεοδόμων, στο πλαίσιο συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε το 1998 στην Αθήνα και οργανώθηκε από το Δήμο Αθηναίων.
7. Βλέπε άρθρο της Α. Χατζοπούλου με τίτλο «Η εξέλιξη της ιδεολογίας του δικαίου που αφορά στην πόλη και στο περιβάλλον», στην περιοδική έκδοση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Πυρφόρος, τεύχος 7/2003.
8. Ν. 2508/1997
9. Κηρύξεις Υπουργείου Πολιτισμού.
10. Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (Ν. 2831/2000), άρθρο 3.
11. Υπάρχει εκτενής ανάλυση της έννοιας της «αστικότητας» στο βιβλίο του Ι. Στεφάνου Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της Ερμούπολης. Μία πρότυπη πολεοδομική αντιμετώπιση ιστορικής πόλης, έκδοση Ε.Μ.Π., 2003.
12. C. Michaelides, Hydra. A Greek Island Town. Its growth and form, The University of Toronto Press, 1967.
13. Λεπτομερής ανάλυση του τρόπου ανάπτυξης του οικισμού περιλαμβάνεται στη μελέτη του Κ. Μιχαηλίδη που προαναφέρθηκε, καθώς και στη μελέτη της Χ. Αρναούτογλου Ύδρα, εκδόσεις «Μέλισσα», 1985.
14. Ο αρχικός πυρήνας της Μονής αναφέρεται ότι κτίσθηκε το 1643 και επεκτάθηκε στα σημερινά του όρια περίπου έναν αιώνα αργότερα.
15. Σπογγαλιεία, εμπόριο, ναυτικά επαγγέλματα και, από το β΄ μισό του 20ού αιώνα και μετά, τουρισμός.
16. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε υπόμνημα του πολεοδόμου και καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Γ. Σαρηγιάννη για τα προβλήματα ιστορικών τόπων, τον Νοέμβριο 2004.
17. Αποχέτευση, ύδρευση, απορροή ομβρίων.
18. Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, Δ. Νάκος, Χ. Ιακωβίδης και συνεργάτες, 1983-85. Πολεοδομική μελέτη, Ε. Μαΐστρου, Π. Καρελάς και συνεργάτες, 1985-87. Μεταπτυχιακές εργασίες σπουδαστριών του ΔΠΜΣ «Προστασία Μνημείων» των ετών 2002 και 2006.
19. Αναπτύσσονται και στην εισήγηση «Η ανάγκη ολοκληρωμένης προστασίας των ιστορικών συνόλων. Το παράδειγμα της Ύδρας» των Ε. Μαΐστρου και Αικ. Καλλίτσα, στο συνέδριο «Ήπιες επεμβάσεις για την προστασία ιστορικών κατασκευών», Θεσσαλονίκη 2004.
20. Για τη «Νέα Χάρτα της Αθήνας» βλέπε υποσημείωση αρ. 6.
21. Αναφέρονται στην υποσημείωση αρ. 18.
22. Υφιστάμενη νομοθεσία:
1. Κήρυξη της Νήσου Ύδρας ως «Αρχαιολογικού Χώρου», ΦΕΚ 453/Β/14-6-1996
2. Κήρυξη ολόκληρου του οικισμού της Ύδρας ως «χρήζοντος ειδικής προστασίας και ιστορικού τόπου», ΦΕΚ 75/Β/5-3-1962 και ΦΕΚ 334/Β/22-3-1975
3. Κήρυξη του οικισμού Μεγάλο Καμίνι ως «χρήζοντος ειδικής προστασίας και ιστορικού τόπου», ΦΕΚ 352/Β/31-5-1967 και ΦΕΚ 334/Β/22-3-1975
4. Κήρυξη του οικισμού Μικρό Καμίνι ως «χρήζοντος ειδικής προστασίας και ιστορικού τόπου» ΦΕΚ 352/Β/31-5-1967 και ΦΕΚ 334/Β/22-3-1975
5. Χαρακτηρισμός του οικισμού ως «Παραδοσιακού Οικισμού και καθορισμός των όρων και περιορισμών δόμησης», ΦΕΚ 594Δ/1985.
elmais@central.ntua.gr