MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Ένθεν και ένθεν της Πατησίων. Από τον εκλεκτικισμό στο μοντέρνο, στο χώρο εξάπλωσης της μεσοπολεμικής αστικής κατοικίας.

Βάσω Ρούσση, Δρ αρχιτέκτων μηχανικός
Φωτογραφίες
Εικ.2 Το σχέδιο της Κυπριάδου, όπως συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο Καλλιγά 1924. Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005, σ. 319
Εικ.2 Το σχέδιο της Κυπριάδου, όπως συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο Καλλιγά 1924. Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005, σ. 319
Εικ.3 Μέγαρο Λιβιεράτου, αρχ. Αλ. Νικολούδης, 1906-1909. Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005,σελ. 269.
Εικ.3 Μέγαρο Λιβιεράτου, αρχ. Αλ. Νικολούδης, 1906-1909. Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005,σελ. 269.
Εικ.4 Μέγαρο Λιβιεράτου. Πηγή: Β.Ρούσση, 2008
Εικ.4 Μέγαρο Λιβιεράτου. Πηγή: Β.Ρούσση, 2008
Εικ.7 Κατοικία στην οδό Δροσοπούλου 133, δεκ. 1920. Πηγή: Βάσω Ρούσση, 2008.
Εικ.7 Κατοικία στην οδό Δροσοπούλου 133, δεκ. 1920. Πηγή: Βάσω Ρούσση, 2008.
Εικ.5 Οικία Σταυροπούλου, πλ. Αγ. Γεωργίου, συμβολή οδών Ιθάκης και Ύδρας, αρχ. Αλ. Νικολούδης, 1924 (κατεδαφισμένη).
Πηγή: Αμ. Κωτσάκη, Αλέξανδρος Νικολούδης 1874–1944, Αρχιτεκτονικά Οράματα Πολιτικές Χειρονομίες, σ. 180.
Εικ.5 Οικία Σταυροπούλου, πλ. Αγ. Γεωργίου, συμβολή οδών Ιθάκης και Ύδρας, αρχ. Αλ. Νικολούδης, 1924 (κατεδαφισμένη). Πηγή: Αμ. Κωτσάκη, Αλέξανδρος Νικολούδης 1874–1944, Αρχιτεκτονικά Οράματα Πολιτικές Χειρονομίες, σ. 180.
Εικ.1 Χάρτης Αθήνας 1930. Ο Κ. Μπίρης καταγράφει 109 επεκτάσεις από το 1836-1929, περί το κεντρικό τμήμα του σχεδίου Κλέντσε. Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005, σ. 319
Εικ.1 Χάρτης Αθήνας 1930. Ο Κ. Μπίρης καταγράφει 109 επεκτάσεις από το 1836-1929, περί το κεντρικό τμήμα του σχεδίου Κλέντσε. Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005, σ. 319
Εικ.6 Μέγαρο Βοϊβόνδα, Γ΄ Σεπτεμβρίου 103, αρχ. Β. Κουρεμένος, 1926, κατεδαφισμένο.Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005, σ. 291
Εικ.6 Μέγαρο Βοϊβόνδα, Γ΄ Σεπτεμβρίου 103, αρχ. Β. Κουρεμένος, 1926, κατεδαφισμένο.Πηγή: Κ. Μπίρη, Αι Αθήναι, 2005, σ. 291
Εικ.8 Μονοκατοικία στην οδό Επτανήσου 54, δεκ. 1920. Πηγή: Βάσω Ρούσση, Διδακτορική Διατριβή, ο.π., φωτ. Β.Ρ. 2007. «Τα σπίτια του μεσοπολέμου στην Αττική. Αστική, προαστιακή, εξοχική κατοικία», ΕΜΠ, 2011, φωτ. Β.Ρ. 2007.
Εικ.8 Μονοκατοικία στην οδό Επτανήσου 54, δεκ. 1920. Πηγή: Βάσω Ρούσση, Διδακτορική Διατριβή, ο.π., φωτ. Β.Ρ. 2007. «Τα σπίτια του μεσοπολέμου στην Αττική. Αστική, προαστιακή, εξοχική κατοικία», ΕΜΠ, 2011, φωτ. Β.Ρ. 2007.
Εικ.9 Μονοκατοικία στην οδό Ιθάκης 42, αρχ. Β. Τσαγρής, 1928-1930. Πηγή: Βάσω Ρούσση, 2007.
Εικ.9 Μονοκατοικία στην οδό Ιθάκης 42, αρχ. Β. Τσαγρής, 1928-1930. Πηγή: Βάσω Ρούσση, 2007.
Εικ. 10 Μονοκατοικία στην οδό Δροσοπούλου 29. Πηγή, Βάσω Ρούσση, Διδακτορική Διατριβή, ο.π., φωτ. Β.Ρ. 2007.
Εικ. 10 Μονοκατοικία στην οδό Δροσοπούλου 29. Πηγή, Βάσω Ρούσση, Διδακτορική Διατριβή, ο.π., φωτ. Β.Ρ. 2007.

Ο αστικός χώρος όπου χτίζεται η κατοικία στην Αθήνα εξαπλώνεται διαρκώς κυρίως κατά το μεσοπόλεμο, οπότε και αρχίζει διαρκώς αυξανόμενη η παραγωγή κατοικίας, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ύστερα από την εμπόλεμη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα.

Η πόλη εξαπλώνεται μεν προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά κυριαρχεί ο άξονας Βορρά- Νότου. Η επέκταση προς Βορρά και συγκεκριμένα ο άξονας της Πατησίων, απολήγει με τα Άνω Πατήσια και τον οικισμό της Κυπριάδου. (εικ.1)

Οι περισσότερες επεκτάσεις του σχεδίου πόλης βέβαια είχαν ακολουθήσει την πεπατημένη όπως είχε «καθιερωθεί» από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα: την κατάτμηση από γεωμέτρες, όμορων αγροτικών τεμαχίων στα εκάστοτε όρια του σχεδίου πόλεως, κατά την αρτιότητα των 200 πήχεων (116μ2) του εγκεκριμένου σχεδίου, και ακολούθως τη διαδικασία νομιμοποίησης τους. Ο Κ. Μπίρης γράφει ότι οι γεωμέτρες της εποχής ήταν απόφοιτοι του Τμήματος Χωρομετρίας του πρώην Σχολείου των Τεχνών του Πολυτεχνείου και «ήσαν το έμψυχον κτηματολόγιον της πεδιάδος των Αθηνών» και αναφέρει με γλαφυρό τρόπο την υπερηφάνεια του παλιού γεωμέτρη Παναγιώτη Χλιμίτζα, τον οποίο γνώρισε το 1925, ότι κατάφερε να περιληφθούν στο σχέδιο μεγάλες εκτάσεις, ενώ η ρυμοτομία της Κυψέλης ήταν έργο του. Το ούτως ή άλλως ελλιπές ή ανύπαρκτο δίκτυο υποδομών δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιήσει τις επιπλέον αυτές ανάγκες που προέκυπταν από τις συνεχείς επεκτάσεις. Μέχρι και τη δεκαετία του 1920 όχι μόνο δεν υπήρχε κεντρικό αποχετευτικό σύστημα, αλλά στα ρέματα γύρω από το Πεδίο του Άρεως, στη σημερινή Φωκίωνος Νέγρη, και αλλού, απέρρεαν λύματα, ενώ η αποκομιδή των απορριμμάτων γινόταν με κάρο.

Η πόλη της Αθήνας διέθετε δυσανάλογα θαυμαστά αρχιτεκτονικά έργα της προτέρας νεοκλασικής περιόδου, ενώ χτίζονταν και νεώτερες σύγχρονες αστικές κατοικίες, σε αντίθεση με τον ελλιπή προηγούμενα απαραίτητο πολεοδομικό σχεδιασμό και τουλάχιστον προβληματικό δίκτυο υποδομών.

Ακριβώς αυτά τα ζητήματα επιδιώχθηκε να βελτιωθούν με τη θεσμοθέτηση για την οργάνωση του χώρου κατοικίας στις περί την Αθήνα περιοχές, που είχαν ξεκινήσει επί υπουργού Συγκοινωνιών Αλέξανδρου Παπαναστασίου, με σκοπό την επίλυση του στεγαστικού και της υγιεινής και οικονομικής κατοικίας.

Από το 1923 άρχισε η ίδρυση των πρώτων οργανωμένων οικισμών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με τη μορφή των αγγλικών κηπουπόλεων, στις εκτός σχεδίου περιοχές που αποτελούν τα αθηναϊκά προάστια του Μεσοπολέμου. Την ίδια περίοδο ξεκινάει η ίδρυση των προσφυγικών οικισμών της κρατικής πρωτοβουλίας για κατασκευή λαϊκής κατοικίας και της άμεσης παροχής στέγης στον προσφυγικό πληθυσμό. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι στο σημερινό 5ο και 6ο διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων δεν χωροθετήθηκαν προσφυγικοί οικισμοί.

Οι αθηναϊκές κηπουπόλεις του μεσοπολέμου ανήκουν σε ιδιωτικές ανώνυμες εταιρείες, βρίσκονται στις εκτός σχεδίου περιοχές, διαθέτουν αυτονομία ως προς τις υποδομές και την υποστήριξη και φέρουν εν πολλοίς το χαρακτηριστικό του ακτινωτού σχεδιασμού των αγγλικών κηπουπόλεων, δηλαδή την αξονική σύνδεση των κόμβων – πλατειών, γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται ακτινωτά τα οικοδομικά τετράγωνα σε καμπύλες συνήθως οδούς, και οι οποίες συνδέονται με παράλληλους δρόμους, προς τους κεντρικούς άξονες.

Μια τέτοια κηπούπολη είναι ο οικισμός «Κυπριάδου», με κάποιες διαφοροποιήσεις όμως, που αφορούν: α) στη θέση, καθώς βρίσκεται δηλαδή στο όριο του εγκεκριμένου σχεδίου, β) στο σχεδιασμό, καθώς οι δρόμοι αναπτύσσονται μεν ακτινωτά γύρω από τις πλατείες- κόμβους, χωρίς όμως να είναι καμπυλωτοί και γ) στη μη πλήρως ανεξάρτητη – αυτόνομη λειτουργία του από πλευράς υποδομών και δικτύων, σύμφωνα με τις αρχές της κηπούπολης οι οποίες ίσχυσαν και στις ιδιωτικές αθηναϊκές της περιόδου.

Η ιστορία της ξεκινάει το 1920, με την απόκτηση της έκτασης από τον επιχειρηματία Μίνωα Κυπριάδη, δίπλα στο εγκεκριμένο σχέδιο τμήματος των Άνω Πατησίων από το 1916. Στη συνέχεια συστήνεται η εταιρεία «Κυπριάδης-Κυριαζής και ΣΙΑ», η οποία συνήψε σύμβαση με το Δημόσιο για απαλλοτρίωση τμήματος από αυτό (17.9.1923), για κατάτμηση οικοπέδων 400-1000 τετρ. πήχεων (225-562μ2) και παράλληλα την οικοδόμηση στην έκταση 130 στρεμμάτων ιδιοκτησίας της. Το σχέδιο το οποίο εγκρίθηκε, αφορούσε σε έκταση 776 στρεμμάτων (3.12. 1923), και συμπεριλήφθηκε στο Σχέδιο Καλλιγά το 1924, με μερικές τροποποιήσεις στη συνέχεια. (εικ.2) Η εταιρία «Κυπριάδης-Κυριαζής και ΣΙΑ» διαφήμισε μία «υποδειγματική κηπούπολη» χωρίς όμως να προχωρήσει στην οργάνωση αυτόνομου οικισμού, όπως στις κηπουπόλεις του Ψυχικού και της Εκάλης. Δεν κατασκευάστηκαν κτήρια κοινής ωφελείας, ενώ τις εξυπηρετήσεις του οικισμού αναλάμβανε ο Δήμος Αθηναίων.

Η πανταχόθεν ελεύθερη δόμηση με τις αυλές, καθώς και η κοντινή απόσταση μόλις 4 χλμ. από το κέντρο, και η καλή συγκοινωνία (το ηλεκτροκίνητο τραμ Σύνταγμα- Αλυσίδα), αποτέλεσαν ελκυστικά δεδομένα για την ανάπτυξή της.

Είναι γεγονός ότι ελκυστικές προς κατοίκηση περιοχές της Αθήνας στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τις επιταγές της εποχής, ήταν εκείνες με τα επιβλητικά και πλούσια κτήρια, έργων αρχιτεκτόνων.
Αν και στην Πατησίων δέσποζαν τα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευασμένα σπουδαία έργα του κλασικισμού, το ΕΜΠ και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, δεν επιλέχθηκε η περιοχή αυτή για την εγκατάσταση της ανώτατης εισοδηματικής τάξης. Βέβαια, ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και ένα μουσείο δεν αποτελούν κέντρα εξουσίας, όπως τα ανάκτορα, πέριξ των οποίων είχαν χτιστεί τα μέγαρα των πλούσιων αστών, τα παλατάκια ονομαζόμενα.

Ένα μοναδικό μέγαρο κατασκευάστηκε το 1906-1909, στη συμβολή των οδών Πατησίων και Ηπείρου, το μέγαρο Λιβιεράτου (εσχάτως "βίλλα Υπατία"). Έργο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη, εκτός από τη μοναδικότητα της θέσης του, αποτελεί την πρώτη αστική κατοικία κατά το γαλλικό αστικό palais (μέγαρο), το λεγόμενο “hôtel particulier”.

Ο Νικολούδης πρώτος και κύριος εκφραστής της παρισινής σχολής Beaux- Arts, απαλλάσσει το κτήριο από τα τοπικά χαρακτηριστικά της μέχρι τότε ισχύουσας μορφοκρατίας του κλασικισμού και δημιούργησε ένα κτήριο του γαλλικού νέο- μπαρόκ, που προσδίδει ένα ύφος κοσμοπολίτικο στο περιβάλλον. (εικ.3,4) Να σημειώσουμε εδώ ότι είχε κατασκευαστεί ήδη η βίλλα Δρακόπουλου, κατοικία του ιδιοκτήτη της πρώτης εριουργίας της Αθήνας στην Πατησίων, που όμως εντάσσεται στην τάση της εποχής να διαμένουν οι εργοστασιάρχες πλησίον των εργοστασίων τους.

Βέβαια οι κεντρικότερες από τις περιοχής αυτές οικοδομούνταν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ και ο Νικολούδης μεταξύ άλλων είχε χτίσει αστικές κατοικίες στην ευρύτερη περιοχή του Μουσείου και αλλού, όμως δεν είχαν την αίγλη των κεντρικών αξόνων του αστραφτερού νεοκλασικού κέντρου της πρωτεύουσας.

Τα πράγματα αλλάζουν δραστικά με την έναρξη του μεσοπολέμου. Οι περιοχές ένθεν και ένθεν του άξονα Πατησίων- Αχαρνών επιλέγονται από τα εύρωστα οικονομικά στρώματα ως τόπος κατοικίας, οι οποίοι αναθέτουν σε γνωστούς αρχιτέκτονες της εποχής να σχεδιάσουν τα σπίτια τους. Έτσι γίνονται οι συνοικίες ελκυστικές και για τα ευρύτερα μεσαία στρώματα.

Η Νέλλη Λάβδα συγγραφέας του βιβλίου, Ψυχικό, η πόλη, οι κάτοικοι, οι ιστορίες, γράφει ότι: «Στη μοντέρνα και ακριβή οδό Πατησίων μια μεγάλη οικοδομή με δύο κατοικίες τεσσάρων δωματίων, λουτρό, κουζίνα, αποθήκη, κλπ, με ηλεκτρικό φως, γκάζι και εγκατάσταση καλοριφέρ, πωλείται 5.200.000 δρχ. Στη λαϊκή οδό Μάρνη το ίδιο σπίτι πωλείται 370.000 δρχ.» Στο Ψυχικό η τιμή του τετραγωνικού πήχη για οικόπεδο, ανέρχεται το 1928 μόλις στις 50-150 δρχ. με ισοτιμία δολαρίου 1:75.

Αν θα θέλαμε να ορίσουμε τον αθηναϊκό αστικό χώρο στον οποίο εξαπλώθηκε η αστική μεσοπολεμική κατοικία όλων των τύπων: μονοκατοικία- διπλο & τριπλοκατοικία και πολυκατοικία, είναι αυτός εκατέρωθεν του άξονα της Πατησίων - Αχαρνών: Φυλής, Αττική, πλατεία Βικτωρίας, πλατεία Αμερικής, πλατεία Κολιάτσου, Πεδίον Άρεως, Κυψέλη, Κάτω και Άνω Πατήσια. Σε συνδυασμό μάλιστα με την Κυπριάδου, αποτελεί ο χώρος του 5ου και 6ου Δημοτικού Διαμερίσματος της Αθήνας ένα συνεκτικό πεδίο, όπου εφαρμόστηκαν όλες σχεδόν οι τάσεις και αναζητήσεις του μεσοπολέμου, όπου καταδεικνύεται η πορεία και εξέλιξη της αστικής και προαστιακής κατοικίας των ευρύτερων μεσαίων στρωμάτων.

Οι αρχιτέκτονες Αλέξανδρος Νικολούδης, Κωνσταντίνος Κιτσίκης, Βασίλειος Τσαγρής, Βασίλειος Κουρεμένος, χτίζουν από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920. Ο Δημήτρης Πικιώνης προβάλλει με τρία διακεκριμένα κτήρια του. Οι Εμμανουήλ Λαζαρίδης, Νικόλαος Νικολαϊδης, Λεωνίδας Μπόνης δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Ο Γεώργιος Κοντολέων και ο Πάνος Νικολή Τζελέπης κάνουν την εμφάνισή τους με τα πρώιμά τους έργα. Και βεβαίως η νέα γενιά, η οποία θα εκφραστεί μέσα από το δικό της λεξιλόγιο, αυτό του μοντέρνου: Άγγελος Σιάγας, Θουκυδίδης Βαλεντής και Πολύβιος Μιχαηλίδης, Ισαάκ Σαπόρτα, Παύλος Μιχαλέας, Πάτροκλος Καραντινός και άλλοι των οποίων το έργο δεν έχει ακόμη εντοπιστεί.

Ας ξεκινήσουμε από τα μέγαρα, τον πρώτο σχεδιασμένο τύπο αστικής μονοκατοικίας, που αποτέλεσε πρότυπο για τη δημιουργία της μεσοαστικής κατοικίας από την εποχή του κλασικισμού. Οι Αλέξανδρος Νικολούδης, και Βασίλειος Κουρεμένος, απόφοιτοι και οι δύο το 1905 από τη Beaux- Arts, χτίζουν δύο από τα ελάχιστα μέγαρα της δεκαετίας του 1920: Ο πρώτος την ονομαζόμενη οικία Σταυροπούλου στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στις οδούς Ιθάκης και Ύδρας, στην Κυψέλη, το 1924, και ο δεύτερος, το γνωστό ως μέγαρο Βοϊβόνδα, στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου 103, το 1926. (εικ. 5, 6) Πρόκειται για δύο δείγματα του τυπικού αστικού μεγάρου του εκλεκτικισμού με βάση τον αξονικό σχεδιασμό σε κάτοψη και μορφολογική επεξεργασία. Η οικία – μέγαρο Σταυροπούλου χαρακτηρίζεται από τα νεοαναγεννησιακά και νεομπαρόκ μορφολογικά στοιχεία, ενώ στο μέγαρο Βοϊβόνδα, ο Κουρεμένος συνδιαλέγεται με τον κλασικισμό.

Αυτός ο τύπος μονοκατοικίας όμως ήταν πλέον παρωχημένος ως προς τη λειτουργικότητά του και το μέγεθος, με τη σπατάλη σε περιττούς μνημειώδεις προθαλάμους πέριξ των χώρων υποδοχής. Η συμμετρία της σύνθεσης στην κάτοψη και στην οργάνωση των όψεων εξακολουθεί να τηρείται από τους παλαιότερους αρχιτέκτονες, άλλους μηχανικούς και εμπειροτέχνες της περιόδου. Παράλληλα όμως εξελίσσεται από τους νεώτερους αρχιτέκτονες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται από τις αρχές της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας, η κατοικία με την εξελιγμένη κάτοψη, η οποία δεν είναι πλέον αξονική.

Παράλληλα ο εκλεκτικισμός- ιστορισμός ως τεχνοτροπία χρησιμοποίησης στοιχείων από τους ιστορικούς ρυθμούς, δεν αποτελούσε αποκλειστική επιλογή στην αντιμετώπιση της μορφής. Επιχειρείται πλέον η επινόηση νέων μορφολογικών στοιχείων με την επιρροή από το Art Nouveau να είναι κατά περίπτωση εμφανής, ενώ γενικά η μορφολογική αφαίρεση ήταν για πολλούς αρχιτέκτονες το ζητούμενο.

Η πολυποίκιλη εκλεκτικίζουσα τάση με πάμπολλες εκφράσεις των μορφολογικών αναζητήσεων της δεκαετίας του 1920 εντοπίζεται σε διάφορα σπίτια των περιοχών εκατέρωθεν της Πατησίων: νεοκλασικός και εκλεκτικιστικός απόηχος, επιρροές από το Nouveau και το νεομπαρόκ, εμφάνιση του πολυγωνικού έρκερ, άλλες ιδιαίτερες επινοήσεις μορφολογικού διακόσμου αλλά και λιτότητα.(εικ. 7,8,9,10)

Το κείμενο συνεχίζεται στο επόμενο άρθρο.

vasso.roussi@yahoo.gr

Η ομιλία εκφωνήθηκε στην ημερίδα «Η Καταγραφή κτηρίων του 19ου και 20ού αιώνα στο 5ο και 6ο Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων», που οργάνωσε η MONUMENTA, στις 17 Δεκεμβρίου 2013, στο 8ο Γενικό Λύκειο Αθηνών, στο πλαίσιο του προγράμματος "Καταγραφή και ανάδειξη κτηρίων του 19ου και 20ού αιώνα στην Αθήνα".

7/01/2015