Η εξαγγελία της επίσημης πρόθεσης να κηρυχτεί το Γκαζοχώρι διατηρητέο σύνολο στις αρχές του 2007 με κάποιο τρόπο κλείνει με συνοπτικές διαδικασίες μια διαχρονική περιπέτεια της ζώνης γύρω από τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου αεριόφωτος (Γκάζι) στην Αθήνα. Το Γκαζοχώρι, ένα πραγματικό «χωριό» αρχικά, δημιουργήθηκε για να στεγάσει τους εργάτες του εργοστασίου που ιδρύθηκε το 1857. Αυτή η δημιουργία του, σύμφωνα με τις γνώριμες προδιαγραφές επέκτασης της πόλης από τον 19ο αιώνα ώς σήμερα, ήταν μάλλον αυθαίρετη. Ξέρουμε απλά πως εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως το 1880 ως το νοτιότερο τμήμα του Κεραμεικού (σήμερα ανήκει στο Ρουφ). Ξέρουμε επίσης πως η περιοχή ήταν διαβόητη για τις χείριστες συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν: δεν αρκούσαν οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, εξίσου κάκιστες ήταν και οι συνθήκες κατοίκησης. Για παράδειγμα, ένα άρθρο σε εφημερίδα του 1885 περιγράφει με μελανά χρώματα την επιδημία που ξέσπασε ανάμεσα στους κατοίκους και την ειδική έκθεση του «ιατροσυνεδρίου» που συντάχτηκε τότε. Η οικονομική εξαθλίωση συνοδευόταν έτσι από ανίατες αρρώστιες (όπως φυματίωση) και αντιστοιχούσε, εννοείται, στα ακατάλληλα σπίτια τους.
Αυτή η ζοφερή εικόνα δεν άλλαξε ουσιαστικά ώς τις μέρες μας, με ορόσημο τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου το 1984 και τη μεταφορά των εγκαταστάσεών του στο Θριάσιο. Τα σπίτια έμειναν πλέον άδεια, για να υποδεχτούν πρόσφατα το επόμενο κύμα από εργάτες χαμηλών εισοδημάτων, τους σύγχρονους οικονομικούς μετανάστες. Αυτοί εγκαταστάθηκαν εκεί για τους γνωστούς λόγους: τα νοίκια ήταν χαμηλά και η περιοχή ήταν σχετικά κοντά στον τόπο εργασίας τους.
Στο μεταξύ συνέβαιναν κοσμογονικές (για τα αθηναϊκά δεδομένα) αλλαγές στο ίδιο το εργοστάσιο και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Γκαζοχώρι (Μεταξουργείο και Ρουφ). Με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων κηρύσσεται πρώτα αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το Γκάζι (1983-84) και αμέσως μετά αρχίζουν οι επεμβάσεις σε επιμέρους κτίρια του συγκροτήματος με στόχο να το μετατρέψουν στη γνωστή σήμερα «Τεχνόπολη», που φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις και σε μόνιμη χρήση τις εγκαταστάσεις του δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού 9,84 (1984-98). Ολόκληρη, άλλωστε, η οδός Πειραιώς προβλεπόταν να μεταμορφωθεί σε πολιτιστικό άξονα στο άμεσο μέλλον, με ακόμα μεγαλύτερες φιλοδοξίες για πολεοδομικές ρυθμίσεις στον «απείθαρχο» Ελαιώνα, σύμφωνα με σχετικά (ακόμα ανεφάρμοστα) διατάγματα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ). Η πεζοδρόμηση του νότιου άκρου της Ερμού και η αποξήλωση της «Κορεάτικης Αγοράς» ήταν απτοί μάρτυρες των αλλαγών που είχαν δρομολογηθεί.
Η τύχη όμως του Γκαζοχωρίου παρέμενε απροσδιόριστη, όπως συχνά συμβαίνει, ευνοώντας όσους επιχειρηματίες θέλησαν να επενδύσουν στην αβεβαιότητα και να αποκτήσουν ακίνητα με χαμηλές τιμές. Έτσι, σε συνδυασμό και με το έντονο ρεύμα αποκέντρωσης των εγκαταστάσεων αναψυχής προς τις «υποβαθμισμένες» ζώνες της πόλης, άρχισαν να διεισδύουν στο Γκαζοχώρι διάφορα «ξενυχτάδικα» (που σήμερα παρατάσσονται στις πλευρές της Ιεράς Οδού), εστιατόρια και θέατρα. Ενώ από τη μια μεριά γινόταν φανερό πως το Μεταξουργείο και η συνέχειά του, το Γκαζοχώρι, θα δέχονταν σύντομα το επόμενο κύμα ανεξέλεγκτης μετανάστευσης υπηρεσιών από το κέντρο της πόλης, από την άλλη προωθούνταν, από ορισμένους ενδιαφερόμενους, ένα σχέδιο εγκατάστασης εκεί της νέας Λυρικής Σκηνής. Η πρόταση ακουγόταν πολύ λογική, αν κανείς σκεφτεί τον προβλεπόμενο σταθμό μετρό (αρχικά στην Πειραιώς, τώρα θα λειτουργήσει στη Βουτάδων).
Για να χτιστεί η Όπερα, θα έπρεπε βέβαια να ξηλωθεί ένα σημαντικό μέρος του «χωριού», ωστόσο αυτό δεν φαινόταν να αποτελεί πρόβλημα. Η λογική αυτών των προτάσεων βασιζόταν στο ότι το Γκαζοχώρι δεν διέθετε κάποια ιδιαίτερη αξία, είχε καθηλωθεί σε χαμηλές τιμές για τις απαιτούμενες απαλλοτριώσεις, κατοικούνταν από αλλοδαπούς που δεν μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν, άρα ήταν αναλώσιμο. Παράλληλα με τις ιδέες για «απελευθέρωση» του πεδίου ώστε να χτιστεί η νέα Όπερα, εμφανίστηκε, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, μια επίσημη πρόταση του ΥΠΕΧΩΔΕ για εκτενές «πάρκο», που θα συνέδεε την Αρχαία Αγορά με τον Βοτανικό. Στις εικόνες που είχαν τότε δημοσιευτεί, εμφανιζόταν όλη η περιοχή γύρω από την «Τεχνόπολη» σε κυριολεκτικά βουκολική μορφή. Πρακτικά, αυτό σήμαινε την καθολική κατεδάφιση του Γκαζοχωρίου. Ενδεικτικό είναι πως κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε τότε για την εξέλιξη αυτή: το Γκαζοχώρι, όπως είπαμε, ήταν αναλώσιμο. Η δημιουργία ενός ακόμα φιλόδοξου πάρκου στην πόλη (όπως τα άλλα δύο-τρία που ακόμα «παίζονται») θα γινόταν πάντα δεκτή με ικανοποίηση από την κοινή γνώμη.
Το πάρκο τελικά έγινε, ως ένα σημείο βέβαια: φυτεύτηκε η περιοχή πλάι στον πεζόδρομο της Ερμού και εκεί σταμάτησε. Η λογική ήταν πως, με ένα πάρκο εκεί, θα ήταν πάντα εύκολο να γίνουν ανασκαφές, αν ποτέ αποφασιζόταν κάτι τέτοιο (επιχείρημα γνωστό και από αλλού). Όμως, τίποτα δεν φαινόταν να συμβαίνει από την απέναντι μεριά, της «Τεχνόπολης». Ήταν επίσης φανερό πως η εξαγγελία δημιουργίας του μεγάλου πάρκου, όσο ανέφικτο και να ήταν ως έργο, είχε κάπως αποθαρρύνει τους οπαδούς της νέας Όπερας – πάντως, δεν συνεχίζονταν οι πιέσεις για κάτι τέτοιο. Ώσπου, όπως συχνά συμβαίνει, φανερώθηκε ο πραγματικός λόγος αυτής της αδράνειας: το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει την κατασκευή Όπερας και Βιβλιοθήκης στον (παλιό) Ιππόδρομο, κάτι που προωθούσε, όπως φαίνεται, εδώ και δύο χρόνια με μυστικές συνεννοήσεις με το Υπουργείο Πολιτισμού.
Το Γκαζοχώρι έτσι «γλίτωσε» από την Όπερα οριστικά. Παράλληλα, όμως, φαίνεται πως ξεχάστηκε και η φιλόδοξη πρόταση για το μεγαλοπρεπές πάρκο. Έτσι φτάσαμε στις νέες εξαγγελίες πως το «άσημο» Γκαζοχώρι, οριστικά (;) πλέον, θα κηρυχτεί διατηρητέο σύνολο (άραγε, ως «συνοδείας» για το Γκάζι; θα ήταν ενδιαφέρον ένα τέτοιο επιχείρημα). Όπως, πάλι, συχνά συμβαίνει, η κήρυξη δεν συντάσσεται με κάποια συγκροτημένη άποψη για τη μελλοντική του υπόσταση. Θα μείνει διατηρητέο για να στεγάσει τις παρδαλές χρήσεις που έχει σήμερα, από μετανάστες ώς ξενυχτάδικα, ή θα γίνει κάποια άλλη, πιο σοβαροφανής, «ρύθμιση προστασίας με έλεγχο χρήσεων», επηρεάζοντας και την «κακόφημη» Ιερά Οδό; Όπως πάντα, η κατάσταση θα κριθεί από το ιδιοκτησιακό καθεστώς, που είναι συνήθως ο μεγάλος άγνωστος στις (ελληνικού τύπου) αστικές αναπλάσεις. «Άγνωστος» γιατί με ελαφριά καρδιά κηρύσσονται και αποκηρύσσονται κτίρια ή σύνολα, λες και είναι απλά κουτάκια σε μια μακέτα της πόλης, χωρίς να θίγεται το τόσο καίριο ζήτημα σε ποιου χέρια βρίσκεται η γη – άρα, και ποιος την ελέγχει.
dphil@central.ntua.gr