MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Στάση στα Ιλίσια

Ιωάννα Γαλανάκη, αρχαιολόγος

Αναμονή. Πάντοτε την ώρα της αναμονής το «δικό μου» λεωφορείο δεν έρχεται. Πάντοτε την ώρα της αναμονής περνά κάποιο άλλο λεωφορείο, συνήθως το ίδιο άλλο λεωφορείο, ξανά και ξανά. Επανάληψη αλλά του μη επιθυμητού. Κατήφεια που μοιάζει να σέρνεται αργά, οκνηρή όπως η απογοήτευση της ματαίωσης. Ένας ηλικιωμένος σαν ζητιάνος με στραβοφορεμένο σακάκι. Στη μια του τσέπη βαραίνει ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι με νερό, ίσως. Πιο πέρα στέκονται κι άλλοι, άντρες γυναίκες, μοιάζουν συνταξιούχοι που όμως δεν πήραν πρόωρη σύνταξη. Ο ήλιος κόντρα, η σκληρή άνοιξη του Έλιοτ που καραδοκεί. Ευτυχώς, δεν είναι ακόμη ο μήνας που θα περιπλανηθούν οι επιτάφιοι στους ίδιους αυτούς δρόμους που χωρίζουν την πόλη. Κάθε χρόνο εύχομαι να μην έρθει αυτός ο μήνας ή ίσως να έρθει όταν θα ’χει τελειώσει η άνοιξη, ο Απρίλης («April is the cruellest month, breeding/ Lilacs out of the dead land, mixing/ Memory and desire, stirring…»). Οι ηλικιωμένοι που περιμένουν μαζί μου στην ίδια στάση της οδού Ιλισίων μοιάζουν αμέριμνοι, αδιάφοροι για τον χαμένο χρόνο αυτής της στάσης. Σαν να έχουν οι ίδιοι αφθονία απ’ αυτό το υλικό, σαν μια επιτευγμένη ήδη αιωνιότητα να είναι παρούσα εκεί μόνον, σ’ εκείνο το σημείο του σκονισμένου χρόνου, του δρόμου που χωρίζει, του δρόμου που δε φέρνει στη συνάντηση. Μ’ ένα παράξενο τρόπο ο χρόνος του ηλικιωμένου μοιάζει με τον χρόνο του φοιτητή, αιώνιος, τροφοδοτούμενος και στις δυο περιπτώσεις από μιαν αυτάρεσκα καλλιεργούμενη ψευδαίσθηση. Στην πρώτη περίπτωση του ατέλειωτου και στη δεύτερη του μη τελειωτικού. Θυμάμαι τις ατέλειωτες διαδρομές στο «222» Νεκροταφείο Ζωγράφου, το τέρμα κάτω από την «των Φιλοσόφων Σχολή», τις ατέλειωτες άλλες στάσεις, τις αρνήσεις της αποδοχής, κάτι σαν ένας δεύτερος εαυτός που δεν συμμετέχει σ’ αυτές τις διαδρομές εντός των σκοτεινών κτηρίων της Πανεπιστημιούπολης ή αυτής της πόλης, των δρόμων που χωρίζουν. Η γεωμετρία του Σαλίγκαρου και το μικρό σύννεφο του Πικιώνη που αλλοιώνει διαμιάς το τοπίο με την άπιαστη υλικότητα που διαθέτει, όλα βρίσκονται απλωμένα κάπου «εντός» μα κλεισμένα ερμητικά. Κι εκείνη η διαρκής αίσθηση της στάσης… Είκοσι χρόνια σε μια στάση λεωφορείου, ίσως στην ίδια στάση προς «Νεκροταφείο Ζωγράφου». Κάποτε σαν την χώρα που δεν υπάρχει ή σαν την χώρα ως παιδική αναμονή. Τότε που όταν μου έλεγαν από το βράδυ πως το επόμενο πρωί θα πηγαίναμε στη «Χώρα» δεν έκλεινα μάτι απολαμβάνοντας την αναμονή σαν ένα παραδεισένιο μούδιασμα. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να μεταβάλει τον εφιάλτη της αέναης στάσης, τι μπορεί να σημάνει την λήξη του στιγμιότυπου του βιωμένου σε τόσες άπειρες αθηναϊκές επαναλήψεις ώστε δημιουργεί κάποτε την αίσθηση του πνιγμού. Οι δρόμοι που γεμάτοι σκόνη έχουν παγώσει το χρόνο, που δεν κυλούν τις ζωές παρακάτω, τα άκαμπτα κτήρια, οι άνθρωποι με τις ψευδαισθήσεις, η αρχιτεκτονική της σιωπής. Σκέφτομαι πως κάπως πρέπει να δραπετεύει κανείς από την ακινησία. Ψάχνω με το βλέμμα στις γύρω πολυκατοικίες για κάποιο «άνοιγμα», αποφασισμένη αυτή την φορά να απεγκλωβιστώ. Απέναντι, στην συμβολή των οδών Ιλισίων και Κερασούντος, το θέατρο «Ποταμίτη» κυρτώνει την ματιά και μου θυμίζει την εκτοξευμένη προοπτική ενός μπαλκονιού του Escher. Κυρτότητες και καμπύλες, κάτι σαν τρούλος στην οροφή, σαν πύργινο επιστέγασμα μιας μνήμης. Θυμάμαι τον «Άνθρωπο Ελέφαντα», θυμάμαι την αρχή, τότε, είκοσι χρόνια πριν, θυμάμαι τις τρεις σφαίρες, πάλι του Escher. Η πρώτη σφαίρα φαίνεται συμπιεσμένη, η δεύτερη ανοίγει κάπως σαν μισοφουσκωμένο μπαλόνι, η τρίτη βαραίνει ολόκληρη, πλήρης, κάτι σαν υπόμνηση της υδρογείου. Μια άνυδρη υδρόγειος. Πάντα στις δυο διαστάσεις, του χρόνου και της μνήμης, του πλάτους και του ύψους, αλλά τώρα πλέον ζωντανή. Είναι, λέει, ένα κτήριο του 1917. Εκεί έζησαν για λίγο ο Μινωτής με την Παξινού καθώς και μια διάσημη χορεύτρια της εποχής. Είναι ένα κτήριο ζωντανό απέναντι στην στάση, στασιάζοντας λες εναντίον μιας αυτάρεσκης και αυτοκαταστροφικής ψευδαίσθησης, των δρόμων που δεν φτάνουν, της πόλης που δεν ξέρει, δεν μπορεί να μετρήσει τον χρόνο της. Σκέφτομαι τέλος πως η σχέση μας με τα κτήρια μέσα στην πόλη κάποτε μοιάζει με τις ερωτικές σχέσεις που αποσπούν ένα κομμάτι του εαυτού μας και το ιδιοποιούνται μεταβάλλοντάς το. Σε κάθε άνθρωπο που γνωρίσαμε κατοικεί ένας δικός μας άλλος εαυτός. Στην καθημερινή μας επαφή με το αστικό τοπίο ένα κομμάτι του επικάθεται μέσα μας. Αυτό το «ίζημα» το κουβαλάμε μάλλον ασυνείδητα, χωρίς να έχουμε την επίγνωση της ύπαρξής του ώσπου φτάνοντας σε μια άλλη χώρα, σε ένα άλλο αστικό τοπίο αρχίζουμε να συγκρίνουμε: αυτό μου θυμίζει εκείνο στην Αθήνα κ.λπ. κ.λπ. Άλλοτε το ταξίδι στην άλλη χώρα είναι πραγματικό άλλοτε πάλι όχι. Μα η σύγκριση παραμένει και καραδοκεί σαν ένας κατακερματισμένος «εαυτός» πάνω στις όψεις των κτηρίων αυτής της πόλης, της πόλης μας.

6/12/2012