Ναός Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας
Περπατώντας στη Χαρώνδα, στη Σταμάτη, στην Παίδων, στα στενά της παλιάς πόλης της Χαλκίδας, ελάχιστα κτήρια έχουν απομείνει για να δηλώσουν την ιστορία της. Δίπλα στις πολυκατοικίες των δεκαετιών 1960 και 1980, τα συντηρημένα λαϊκά «νεοκλασικά», τα μισογκρεμισμένα «τουρκόσπιτα» και το οθωμανικό τέμενος, τα σύγχρονα πάρκιν και τις αναπλασμένες πλατείες, στέκει και λειτουργείται ακόμα ο πολιούχος ναός της Αγίας Παρασκευής. Από το 1928, μέχρι σήμερα ο ναός έχει υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις. Την τελευταία δεκαετία γίνονται εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης, από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Τυπολογία Πρόκειται, λοιπόν, για τρίκλιτη βασιλική, με ξύλινη, δίρριχτη στέγη στο υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος. Σήμερα έχει 40 μ. μήκος, 22 μ. πλάτος., και 21 μ. ύψος, ενώ κατά την αρχική της φάση, φαίνεται ότι ξεπερνούσε τα 50 μ. μήκος. Ο ναός περιλαμβάνει τρεις θύρες στη δυτική πλευρά του, η μεσαία οδηγεί στο κεντρικό κλίτος, η δεξιά και η αριστερή στα δύο πλευρικά κλίτη, αντίστοιχα, καθώς και στα κλιμακοστάσια που οδηγούν στο υπερώο. Τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με δύο τοξωτές κιονοστοιχίες, με τρεις κίονες και έναν πεσσό η καθεμιά. Στην ανατολική πλευρά δεσπόζει το Ιερό, η πρόσοψη του οποίου κοσμείται με μαρμάρινο τέμπλο. Αποτελείται από το θολοσκέπαστο Πρεσβυτέριο, το νότιο παρεκκλήσιο, της Αγίας Τριάδας και το βόρειο παρεκκλήσιο, της Παναγίας Θεοτόκου, μικρότερο σε διαστάσεις, καθώς σε επαφή με αυτό, από την εξωτερική πλευρά, βρίσκεται το κλιμακοστάσιο του κωδωνοστασίου. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο το μέγεθος του ναού ήταν μεγαλύτερο από το σημερινό, χωρίς όμως να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τα όρια του. Από αυτή τη περίοδο διατηρούνται οχτώ από τους συνολικά δέκα κίονες. Οι έξι βρίσκονται στις δύο τοξωτές κιονοστοιχίες, ενώ οι άλλες δύο βρίσκονται σήμερα στην πρόσοψη του ναού. Οι κίονες κοσμούνται με κιονόκρανα φτιαγμένα από προκοννήσιο μάρμαρο, ποικίλων ρυθμών. Ένα κορινθιακού ρυθμού, με ανεμιζόμενα φύλλα ακάνθου στον κάλαθο, ένα θεοδοσιανό, και τέσσερα ιωνικού ρυθμού με επίθημα και το μονόγραμμα του Χριστού, πιθανώς της ιουστινιάνειας περιόδου. Στην ίδια περίοδο ανήκουν, τα δύο κορινθιακά κιονόκρανα που στεφανώνουν τους δύο πτυχοειδείς κίονες στο ανατολικότερο τμήμα των κιονοστοιχιών. Επίσης, της ίδιας περιόδου είναι το σπάραγμα από το παλαιοχριστιανικό εικονοστάσι και το ανάγλυφο αγαλμάτιο δεόμενης γυναικείας μορφής, που σήμερα κοσμεί το βόρειο παρεκκλήσι. Σε ενεπίγραφη πλάκα που βρέθηκε σε παρακείμενο ναό, ο ναός αναφέρεται ως Παναγία Περίβλεπτος, και όχι ως Αγία Παρασκευή. Για τη βόρεια πλευρά γνωρίζουμε μόνο ότι υπήρχε το Βαπτιστήριο, χωρίς σαφείς ενδείξεις αν είναι παλαιοχριστιανικό ή μεσοβυζαντινό. Στη φραγκική περίοδο είναι εμφανές, ότι ανήκει το μεγαλύτερο μέρος των εσωτερικών και εξωτερικών στοιχείων του ναού. Το εξωτερικό είναι πλινθοπερίκλειστο με κεραμοπλαστικό διάκοσμο, κατάλοιπο του 13ου αι., στον οποίο ανήκει ο ρόδακας γοτθικής τεχνοτροπίας και ο σταυρός της πρόσοψης. Ο τρόπος που είναι δομημένα, τα χαμηλά οξυκόρυφα τόξα, πάνω από τους παλαιοχριστιανικούς κίονες, είναι το πρώτο δείγμα συνύπαρξης δυτικών και βυζαντινών μορφών και τεχνικών στην Αγία Παρασκευή. Το βόρειο και νότιο παρεκκλήσιο, εκατέρωθεν του Πρεσβυτερίου και το κωδωνοστάσιο, είναι έργο των Φράγκων. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, εκεί κανείς έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε έναν μικρό ναό του Παρισιού, αφού το μικρό παρεκκλήσι φέρει και στο γλυπτικό διάκοσμο του τα χαρακτηριστικά της δυτικής τέχνης. Οι επιφάνειες των τεσσάρων τοίχων καλύπτονται με οξυκόρυφα τόξα των οποίων τα άκρα καταλήγουν σε δίδυμους κιονίσκους. Τα λίθινα, νευροειδή σταυροθόλια της οροφής, καταλήγουν σε γλυπτά μαρμάρινα φουρούσια. Στις τοιχογραφίες του διακρίνονται και οι επεμβάσεις των Οθωμανών. Μπορεί να μην έχει διασωθεί ο μιναρές που υψωνόταν στο εξωτερικό του ναού, ωστόσο η καταστροφή στις τοιχογραφίες μαρτυρεί την λατρευτική χρήση του ναού την περίοδο αυτή ως τζαμιού. Στο βόρειο τοίχο του διασώζεται εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα του 14ου αι, με τη λατινική επιγραφή από τον τάφο του Φράγκου ηγεμόνα, Petro Lippamano. Κάτω από αυτή βρίσκεται το αρκοσόλιο του ηγεμόνα και πάνω από αυτή εντοιχισμένο το αγαλμάτιο της Δεομένης Θεοτόκου. Στο ίδιο αρχιτεκτονικό στυλ κινείται και το νότιο παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας. Το εντυπωσιακότερο γοτθικό στοιχείο είναι το μαρμάρινο τέμπλο, το οποίο αποτελεί τροποποίηση του παλαιότερου μεσοβυζαντινού τέμπλου. Ο κοσμήτης του περιλαμβάνει τρία πομπώδη οξυκόρυφα τόξα, με περίτεχνο γλυπτικό διάκοσμο. Το μεσαίο και μεγαλύτερο οξυκόρυφο τόξο που υποβαστάζει το ανατολικό αέτωμα του κεντρικού κλίτους του Πρεσβυτερίου είναι ένα από τα καλύτερα σωζόμενα γοτθικά στοιχεία του ναού. Πρόκειται, λοιπόν, για διπλό τόξο διακοσμημένο με δύο ομόκεντρες ταινίες με περίτεχνα ανάγλυφα, το οποίο στηρίζεται σε πρισματικά επίκρανα με φυλλώματα. Η εξωτερική ταινία φέρει ανάγλυφο μίσχο σε ελικοειδή κίνηση με φύλλα και καρπούς αμπέλου. Στις ταινίες, διακρίνονται φύλλα, καρποί και σπόροι, παρεμβάλλονται όμως και δέκα ανθρώπινες μορφές, η μορφή ενός πάνθηρα και ενός μυθικού πλάσματος. Στα κλειδιά του διπλού τόξου, διακρίνεται το κεφάλι ενός λιονταριού και ο πεντάφυλλος ρόδακας. Δύο από τα οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα με τις περίτεχνα κοσμημένες κορνίζες τους στην ανατολική και βόρεια πλευρά, οι δύο μεσαίες αντηρίδες του νοτίου τοίχου, διατηρούνται από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Το κωδωνοστάσιο, αν και η ανέγερση του γίνεται τότε, μόνο το κάτω τμήμα είναι φράγκικο. Μετά την απελευθέρωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους, το 1833, απομακρύνεται από το ναό το μουσουλμανικό τέμενος και ο ναός λειτουργεί ξανά, τιμώντας την χάρη της Αγίας Παρασκευής. Τον 19ο αι., η πόλη δοκιμάστηκε από δύο μεγάλους σεισμούς με ολέθριες για το ναό συνέπειες. Όλη η δυτική όψη καταρρέει, όπως και μεγάλο κομμάτι των πλευρικών εξωτερικών τοίχων. Η νέα πρόσοψη χτίζεται εφτά μέτρα πιο πίσω, αφήνοντας τους δύο πρώτους κίονες της εσωτερικής τοξοστοιχίας να την κοσμούν. Ο Νεοκλασικισμός που επικρατεί ως αρχιτεκτονικό ρεύμα εκείνη την περίοδο επηρεάζει και την πρόσοψη του ναού, η οποία χτίζεται κατά αυτά τα πρότυπα, διατηρώντας από την παλιά πρόσοψη λίγα χαρακτηριστικά, ανάμεσα τους και ο στρογγυλός φεγγίτης (ρόδακας). Η όψη χωρίζεται σε τρεις ζώνες, τη βάση τον κορμό και τη στέψη με το αέτωμα, ενώ ανοίγονται τρία ισοϋψή παράθυρα, συμμετρικά διατεταγμένα, στον κορμό. Τα ανοίγματα περιβάλλονται από γείσο και στις άκρες τοποθετούνται ακροκέραμα. Περιμετρικά της ξύλινης στέγης τοποθετείται βυζαντινής τεχνοτροπίας οδοντωτό γείσο.. Το 1927, ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος αναλαμβάνει την ανέγερση του κωδωνοστασίου που κατέρρευσε σε σεισμό μαζί με τη στέγη του βορείου παρεκκλησίου. Τέλος, … ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ε.Ε.Β.Σ., 1928
|
5/05/2011 |