MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Μερικές σκέψεις για το τοπίο και τα μνημεία

Γιώργος Βαβουρανάκης, λέκτορας «Προϊστορικού Αιγαίου – Θεωρητικής Αρχαιολογίας», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το τοπίο σήμερα: υποκείμενα και αντικείμενα
Το τοπίο σημαίνει αφενός ένα τμήμα της επιφάνειας της γης με συγκεκριμένα φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά, και αφετέρου το αντικείμενο της ανθρώπινης πρόσληψης του εν λόγω τμήματος. Είναι μέσον και ταυτόχρονα αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης, διότι προσφέρει συγκεκριμένες δυνατότητες για την ανάπτυξή της, ενσωματώνοντας παράλληλα τις κοινωνικές αξίες που την καθοδηγούν. Δυστυχώς ο ορισμός αυτός καθιστά το τοπίο στατικό και παθητικό παρά τις αντίθετες προθέσεις του, διότι το αντιμετωπίζει ως αντι-κείμενο, δηλαδή ως οντότητα σαφώς διακριτή, η οποία άρα κείται απέναντι από τον άνθρωπο και ενεργοποιείται μόνο μέσα από τη δράση του τελευταίου. Συνεπακόλουθα, και το τοπίο του παρελθόντος καθίσταται αντικείμενο, το οποίο περιγράφεται επιστημονικά βάσει σειράς χαρακτηριστικών (π.χ., προϊστορικό ή ελληνιστικό, οικιστικό, αγροτικό ή βιομηχανικό). Στη συνέχεια αξιολογείται, προστατεύεται και αναδεικνύεται μέσα από την περαιτέρω περιχαράκωσή του, η οποία παγ(ι)ώνει τα χαρακτηριστικά του ώστε να το καταστήσει προσβάσιμο στο ευρύ κοινό.

Η παραπάνω αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του εκπορεύεται από την πνευματική κληρονομιά του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας για σκέψη μέσω αντιθετικών ζευγών, όπως άνθρωπος και φύση, παρελθόν και παρόν, υποκείμενα και αντικείμενα. Αυτή η διάθεση διαπερνά ακόμη και τις μετανεωτερικές και μεταδιαδικαστικές προσεγγίσεις του τοπίου, εφόσον αυτές δέχονται μία παθητική φύση, η οποία νοηματοδοτείται από τον ενεργό άνθρωπο. Έτσι υπονομεύονται συχνά προσπάθειες έρευνας, προστασίας ή προβολής των μνημείων και των τοπίων, καθώς ο επιστημονικός φορμαλισμός εγκαθιδρύει σοβαρή απόσταση ανάμεσα στο ευρύ κοινό και τους επιστήμονες με το αντικείμενό τους, ενώ και το παρελθόν καταλήγει να θεωρείται στατικό εμπόδιο της δυναμικής σύγχρονης ανάπτυξης.

Επαναπροσδιορίζοντας το τοπίο: συμμετρικότητα και αλληλοδιαπερατότητα
Επομένως οφείλουμε να υπερβούμε τις παραπάνω αντιθέσεις και να αναζητήσουμε μία συμμετρικότερη σχέση με το τοπίο ως ενεργή και αυτόνομη οντότητα. Κύρια προϋπόθεση είναι η παραίτηση του ανθρώπου από την προνομιακή του θέση στον κόσμο, είτε ως δημιουργήματος του Θεού, είτε ως καρτεσιανού ή καντιανού νου, είτε ακόμη και ως φαινομενολογικού δρώντος υποκειμένου. Άνθρωπος και περιβάλλον οφείλουν να είναι απολύτως ισότιμοι σε σχέση στενής, άμεσης και ενεργής αλληλεπίδρασης.

Σε μία τέτοια σχέση δεν υπάρχουν οντότητες με στεγανά και ασφαλή όρια. Αντίθετα δίνεται έμφαση στη διαπερατότητα του ανθρώπου. Άλλωστε ο άνθρωπος είναι κυριολεκτικά πορώδης και εξαρτημένος από τον αέρα που εισπνέει, το νερό και την τροφή που καταπίνει και μεταβολίζει, καθώς και το φως, κυρίως του ήλιου αλλά και της σελήνης και των αστεριών, που του επιτρέπει να θέτει σε λειτουργία την όραση, την πλέον ισχυρή αίσθησή του. Η διαπερατότητα αυτή μπορεί να επεκταθεί σε διάφορα επίπεδα της ύπαρξής μας, άλλοτε με πιο άμεσο και άλλοτε με πιο έμμεσο τρόπο. Π.χ., μία τσουκνίδα που μας τσιμπάει ή ένας άγριος σκύλος που μας γαβγίζει μάς υποχρεώνουν να παρακάμψουμε τη συνήθη διαδρομή μας. Ζούμε σε σχέση με το περιβάλλον μας, το οποίο μας επηρεάζει ενεργά.

Αντίστοιχα, ο υλικός πολιτισμός, μέσω του οποίου προσαρμόζουμε το περιβάλλον μας και προσαρμοζόμαστε σε αυτό, έχει τη δική του επί-δραση επάνω μας, από το πιο απλό τέχνεργο, όπως ένα σφυρί, μέχρι το πιο σύνθετο, όπως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Καθένα από αυτά σπανίως θα συμπεριφερθεί όπως θέλουμε. Μάλλον θα συμπεριφερθεί όπως του ζητάμε, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι σεβόμαστε την υλικότητά του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Αλλιώς το σφυρί θα χτυπήσει το χέρι μας και όχι το καρφί, ενώ ο υπολογιστής θα χρειαστεί επανεκκίνηση, διαγράφοντας τη δουλειά μας από τη μνήμη του.

Έπεται ότι η δράση δεν είναι κτήμα του ανθρώπου, αλλά ρέει μέσα από τις επιμέρους σχέσεις μας με τα στοιχεία του περιβάλλοντος, καθώς και στις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων αυτών. Έτσι κάθε είδους σχέση πραγμάτων είναι πράξη (πράγ-jω> πράττω > πράγ-μα και πράξη), ενώ ο άνθρωπος και το περιβάλλον αποτελούν διαφορετικά είδη οντοτήτων που πράττουν ή, αλλιώς, διαφορετικά είδη "πραττόντων" (actants). Η υπόστασή τους ως οντοτήτων δεν οφείλεται σε κάποια ουσία τους, αλλά στις σχέσεις μέσα από τις οποίες κυλάει η δράση η οποία και τις συγκροτεί.

Συνακόλουθα το τοπίο είναι η συγκέντρωση μίας ομάδας σχέσεων/πράξεων ανάμεσα σε πράττοντα μέσα σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Π.χ., το αγροτικό τοπίο είναι οι σχέσεις μέσα στο πλαίσιο της αγροτικής ζωής, ενώ το αστικό τοπίο αφορά ό,τι συμβαίνει στην πόλη. Το συνολικό τοπίο είναι η συναίσθηση της σχεσιακής συγκρότησης ενός πράττοντος ως οντότητας μέσα από την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον του. Στον ορισμό αυτό η κλίμακα του χώρου καθορίζει τον τρόπο και κυρίως την αμεσότητα βίωσης του τοπίου και άρα την αμεσότητα της σχέσης. Η κλίμακα του χρόνου αφορά τον τρόπο με τον οποίο η σχέση αυτή εξελίσσεται και διαπλάθει ταυτόχρονα τα συστατικά της μέλη. Το τοπίο "χρονούται" και έτσι (ανα)συγκροτείται, διατηρώντας και ενσωματώνοντας οργανικά κομμάτια του παρελθόντος του μέσα στις νέες σχέσεις/πράξεις που συμβαίνουν σε αυτό.

Τοπίο και παρελθόν
Τα μνημεία είναι επομένως κομμάτια του τοπίου, τα οποία έχουν διηθηθεί από το χθες στο σήμερα. Η αρχική δυναμική σχέση αλληλοδιαπερατότητας που είχαν παλιά με τον άνθρωπο έχει μεταβληθεί, διότι έχουν χαθεί και οι αντίστοιχες κοινωνίες που τα δημιούργησαν. Επομένως, η επιστημονική ενασχόληση με το παρελθόν δεν μπορεί να εξακολουθήσει να βλέπει τα μνημεία ή τα τοπία ως απομεινάρια μίας εικόνας που πρέπει να ανασυσταθεί ώστε να αναπαρασταθεί το παρελθόν, διότι έτσι τα καθιστά και πάλι αντι-κείμενα. Αντίθετα, πρέπει να δούμε τα μνημεία ως οργανικά συστατικά του τοπίου του παρόντος, αυτού με το οποίο και μέσα στο οποίο ζούμε, ως χρονωμένα πράττοντα που μας ωθούν αφενός να βιώσουμε και να αναστοχαστούμε τις πτυχώσεις του τόπου που ζούμε και αφετέρου να αναπροσανατολίσουμε την αλληλόδρασή μας με άλλα πράττοντα.

Αντίστοιχα, ο επιστημονικός λόγος για το τοπίο και το παρελθόν παύει να αποτελεί υπερβατολογικό θέσφατο μιας και ανήκει στους ανθρώπους του σήμερα. Ο επιστήμονας μετατρέπεται από κύριος του "αντι-κειμένου" του σε επιμελητή της σχέσης ανθρώπου και παρελθόντος, ως ο πιο ειδικός γνώστης με την πιο έντονη, πρακτική και αλληλοδιαπερατή σύνδεση με το παρελθόν. Η σχέση αυτή τού επιτρέπει και ταυτόχρονα τον υποχρεώνει να αναλάβει μία "μπρεχτικού τύπου" διδακτική προσέγγιση στο ευρύ κοινό και να λειτουργήσει ως καταλύτης στη σχέση του τελευταίου με το παρελθόν στο τοπίο.

Π.χ., η πρόσφατη έρευνα επιφανείας στην Κνωσό της Κρήτης ή η εκεί σχεδιαζόμενη ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων σε ένα ενιαίο πάρκο δεν πρέπει να περιχαρακώσουν τα μνημεία, ούτε απλά να ανασυνθέσουν την εικόνα κάποιου μινωικού ή άλλου παρελθόντος. Αντίθετα, οφείλουν να αναδείξουν τη σχεσιακή συγκρότηση της μινωικής Κνωσού με άλλες εποχές, όπως η νεολιθική, η πρώιμη εποχή του σιδήρου ή η ρωμαϊκή, αλλά και με άλλες περιοχές, όπως ο Γιούχτας με το ιερό κορυφής, ή το προϊστορικό λιμάνι στον Πόρο-Κατσαμπά, το οποίο μέσα από μία ιδιότροπη πτύχωση του χρόνου είναι και το σύγχρονο λιμάνι του Ηρακλείου. Αντίστοιχα οι αποκαταστάσεις του Έβανς αποτελούν μία ακόμη πτύχωση της χρόνωσης του ίδιου τοπίου και ένα υλικό δίαυλο επικοινωνίας, συσχετισμού και κατανόησης του παρελθόντος.

Αυτές οι προτάσεις δε σημαίνουν ότι η Κνωσός πρέπει, π.χ., να μην έχει περίφραξη, αν και ο χώρος επιβίωσε μέχρι την ολοκλήρωση της τελευταίας τη δεκαετία του 1990. Αντίστοιχα, η παράνομη δόμηση στην Κνωσό δεν μπορεί να λάβει άφεση αμαρτιών, αν και πρέπει να γίνει κατανοητή ως μέρος της σχέσης αλληλοδιαπερατότητας μεταξύ του ευρέος κοινού και ενός τόπου που η απουσία ενεργής κρατικής πολιτιστικής πολιτικής είχε αφήσει να θεωρείται κενός και άρα εκμεταλλεύσιμος. Εδώ οφείλει ο ειδικός να λειτουργήσει καταλυτικά στη σχέση αυτή πετυχαίνοντας ένα επαναπροσδιορισμό της με μία μετριοπαθή και πάνω από όλα σεμνή προσέγγιση της σημασίας του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, στην οποία αφουγκραζόμαστε και συναισθανόμαστε το περιβάλλον μας, φυσικό και ανθρωπογενές, σύγχρονο και αρχαίο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Dastur, F. 2008 [1990]. Ο Χάιντεγκερ και το ερώτημα του χρόνου. Μετάφραση Μ. Πάγκαλος. Επιμέλεια Γ. Μαγγίνη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
  • Ingold, T. 2011. Being alive. Essays on movement, knowledge and description. London and New York: Routledge.
  • Latour, B. 2005. Reassembling the social. An introduction to actor-network-theory. Oxford: Oxford University Press.
  • Witmore, C. 2007. Landscape, time, topology: an archaeological account of the southern Argolid Greece. D. Hicks, G. Fairclough and L. McAtackney (eds), Envisioning landscape: situations and standpoints in archaeology and heritage. Walnut Creek CA: Left coast Press Inc., 194-225.

gvavour@arch.uoa.gr

28/12/2012