Σύγχρονη πόλη και άνθρωπος. Μια σχέση συνειδητή; Ο ρόλος των αρχαιολογικών χώρων στη σχέση αυτή
Μαρία Ξεπαπαδάκου, αρχαιολόγος |
Τοπίο και κάτοικος Το αττικό τοπίο υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο θαυμασμού χάρη στην ιδιαίτερη αισθητική του αξία την οποία συνέθεταν αρμονικά τόσο τα μνημεία όσο και η ξεχωριστής ομορφιάς φύση της αττικής γης. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε μέσα στους αιώνες δημιούργησε σπουδαία μνημεία, που είχαν ως σκηνικό τους τη λιτή και εξαιρετική αττική φύση, την οποία η κοινωνία κάθε εποχής αναγνώριζε, αλλά και με την οποία υπήρξε πάντοτε στενά συνδεόμενη. Η συνειδητή αυτή σχέση που χαρακτήριζε την ζωή του αττικού τοπίου και των κατοίκων του, δέχτηκε σταδιακά, μη αναστρέψιμα και σοβαρά πλήγματα που τελικά επέφεραν τη μεταβολή της σχέσης του ανθρώπου-φυσικού κατοίκου με τον τόπο διαβίωσής του, προσδίδοντάς της έναν χαρακτήρα ασυνείδητο. Η πυκνή δόμηση δημιούργησε έναν συμπαγή ιστό, που εξυπηρετεί τις πολλαπλές ανάγκες της σύγχρονης πόλης και των κατοίκων της. Ταυτόχρονα όμως ο ιστός αυτός αλλοίωσε τη φυσικότητα του τοπίου, υποβαθμίζοντας παράλληλα την αναγκαιότητα της συμβολής του στο βιοτικό επίπεδο του σύγχρονου αστού. Το ζήτημα αποκτά ηθικές και κοινωνικές διαστάσεις, καθώς σήμερα φαίνεται να λείπει η ταύτιση των κατοίκων με τον τόπο διαμονής τους από τον οποίο απουσιάζουν τα αυθεντικά και σταθερά φυσικά χαρακτηριστικά, όπως επίσης η τοπιακή διαμόρφωση, ενώ η αποκοπή από τη φύση γίνεται πλέον με τρόπο απόλυτο. Η διατήρηση των φυσικών στοιχείων του τοπίου εντός της πόλης, περιορίζεται σε μικρούς δημόσιους χώρους πρασίνου, που πολύ συχνά τυγχάνουν λανθασμένης ή ανύπαρκτης διαχείρισης, με αποτέλεσμα την απαξίωση και τελικά την εγκατάλειψή τους από το κοινό. Υπάρχουν όμως και οι αρχαιολογικοί χώροι, στους οποίους η πολιτισμική και φυσική κληρονομιά, ως βασικά χαρακτηριστικά του αττικού τοπίου, διασώζονται διαχρονικά ως μία ενότητα. Στοιχεία συστατικά και διαφοροποιητικά της πόλης, αποτελούν εικόνες προηγούμενων τοπίων που αποσπασματικά φτάνουν ως τις μέρες μας, διεκδικώντας τη θέση τους εντός του αστικού ιστού. Πρόκειται για ένα διαφορετικό είδος δημόσιων χώρων, το νόημα των οποίων, όπως συμβαίνει με όλους τους δημόσιους χώρους της πόλης, σύμφωνα με τον Benjamin, δεν μπορεί να οριστεί με αντικειμενικότητα, καθώς συνδέεται άρρηκτα με τον εσωτερικό κόσμο των αξιών, των ανθρώπινων υποκειμένων, που τους βιώνουν. Όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι, μπορούν αναλόγως, να προσληφθούν με διαφορετικούς τρόπους, κάθε φορά ανάλογα με το ιστορικό υποκείμενο, δηλαδή τον άνθρωπο. Στην περίπτωση των αρχαιολογικών χώρων ο απλός επισκέπτης, που δεν γνωρίζει τον τόπο, μπορεί όμως να τον οικειοποιηθεί, διαφέρει από τον φυσικό κάτοικο της πόλης. Ο φυσικός κάτοικος ανήκει στον τόπο, νιώθει οικεία, προτού ακόμα ξεκινήσει η διαδικασία της οικειοποίησης, αφού υπάρχουν εξαρχής ασυνείδητοι δεσμοί, οι οποίοι πρέπει απλώς με τα κατάλληλα ερεθίσματα να ενεργοποιηθούν με πιθανό αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σχέσης συνειδητής. Η εμπειρία λοιπόν, φαίνεται να προτάσσεται σε σχέση με τον λόγο, δηλαδή την ιστορική γνώση. Όπως λέει ο Heidegger «…Το τοπίο είναι ένας τρόπος ύπαρξης, ως προς το ον που έχει «συνείδηση», επειδή ακριβώς η συνείδηση σχετίζεται αρχικά προς τα όντα, με τρόπο μη συνειδησιακό.» Αρχικά λοιπόν ο αρχαιολογικός χώρος αποτελεί για τον κάτοικο πεδίο σκέψης της ιστορικής συνέχειας των εποχών και του ενιαίου ιστορικού βάθους των αστικών δομών της πόλης. Μέσω αυτής της διαδικασίας επέρχεται ο λόγος, η ιστορική γνώση, που οδηγεί στην ανάκτηση της ιστορικής και κοινωνικής ταυτότητας, συμβάλλοντας τελικά στην ποιοτική αναβάθμιση της πόλης και των δομών της. Σκοπός δεν είναι σε καμία περίπτωση η μαζική επισκεψιμότητα των χώρων, αλλά η διαφορετική και ουσιαστική προσέγγιση τους από τον φυσικό κάτοικο και όχι απαραίτητα και επισκέπτη, ο οποίος ανακαλύπτοντας τις αξίες του χώρου σε θεωρητικό ακόμα επίπεδο, θα είναι σε θέση να σεβαστεί τον χώρο, να τον ερμηνεύσει διαφορετικά και εντάσσοντάς τον στην καθημερινότητά του, να αποκτήσει μια διαφορετική αντίληψη της πόλης και των δομών της, αλλά και της πολύπλευρης σύστασης του υποβάθρου της. Κατά τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μια ευρεία δημόσια αναγνώριση της πολιτισμικής κληρονομιάς, στόχος που έχει τεθεί και από την συνθήκη Ename («Χάρτα για την Ερμηνεία και Παρουσίαση των Τόπων της Πολιτιστικής Κληρονομιάς»), η οποία θέτει ζητήματα διασφάλισης των υλικών και άϋλων αξιών της πολιτισμικής κληρονομιάς (3η αρχή ), σεβασμού της αυθεντικότητας των χώρων πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω της μετάδοσης της σημασίας των ιστορικών και πολιτιστικών αξιών τους (4η αρχή ), αλλά και εστιάζει ιδιαίτερα σε θέματα ερμηνείας και προσέγγισης των πολιτισμικών χώρων. Μένει να αναζητηθούν οι νέοι τρόποι ερμηνείας των αρχαιολογικών χώρων εντός του πυκνού αστικού περιβάλλοντος, που θα αποτελέσουν ερεθίσματα προς τους φυσικούς κατοίκους για γνωριμία και αλληλεπίδραση με τους χώρους. Ως κοινό κτήμα όλων των κατοίκων στον χώρο και στον χρόνο της πόλης, οι αρχαιολογικοί χώροι προσφέρονται ως τελευταία ευκαιρία στον πυκνά δομημένο ιστό του αττικού χώρου για επαναφορά στο προσκήνιο όλων των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών του τοπίου αυτού. Οι αστοί, των οποίων η καθημερινή ζωή περιβάλλεται από την εξάπλωση μιας δομημένης μονοτονίας σε πλήρη απομόνωση από τα γνήσια και διαφοροποιητικά στοιχεία του τόπου στην αρχική του υπόσταση, βιώνουν ολοένα και περισσότερο την αγωνία της επιβίωσης των χώρων αυτών, ως φυσική απόδειξη της συνέχειας της πόλης και ως διαχρονικό γνώρισμα της ταυτότητας των πολιτών της. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
|
28/12/2012 |