MONUMENTA
ΔΡAΣΕΙΣ
ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ

Η συγκρότηση του τοπίου στην ελληνιστική περίοδο: η περίπτωση της αρχαίας Μεσσήνης.

Φωτογραφίες
Η συγκρότηση του - Caption - 001
Η συγκρότηση του - Caption - 001
Η συγκρότηση του - Caption - 002
Η συγκρότηση του - Caption - 002
Η συγκρότηση του - Caption - 003
Η συγκρότηση του - Caption - 003
Η συγκρότηση του - Caption - 004
Η συγκρότηση του - Caption - 004
Η συγκρότηση του - Caption - 005
Η συγκρότηση του - Caption - 005
Η συγκρότηση του - Caption - 006
Η συγκρότηση του - Caption - 006
Η συγκρότηση του - Caption - 007
Η συγκρότηση του - Caption - 007
Η συγκρότηση του - Caption - 008
Η συγκρότηση του - Caption - 008
Η συγκρότηση του - Caption - 009
Η συγκρότηση του - Caption - 009
Η συγκρότηση του - Caption - 010
Η συγκρότηση του - Caption - 010
Φιλιώ Ηλιοπούλου,αρχιτέκτονας, αρχιτέκτονας τοπίου

Εισαγωγή

Υιοθετώντας την άποψη περί σημασίας του τοπίου ως σημαντικού παράγοντα στη γέννηση και την ανάπτυξη των πολιτισμών, το άρθρο εξετάζει τη συγκρότηση του τοπίου στην ελληνιστική περίοδο και διερευνά τις πιθανότητες της ύπαρξης συνθετικών αρχών –διατυπωμένων ή μη- οι οποίες κατηύθυναν τη δράση αυτή. Ειδικότερα, η έρευνα επικεντρώνεται σε δύο ζητήματα: πρώτον, αν υπήρχε σχεδιασμός του χώρου και δεύτερον, αν ο σχεδιασμός αυτός βασιζόταν σε συγκεκριμένες κατευθυντήριες αρχές οργάνωσης του χώρου. Είναι μάλλον βέβαιο ότι τις αρχές καθόριζαν παράγοντες που αφορούσαν τόσο την οργάνωση της τοπικής κοινωνίας όσο και το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή πολιτικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνιστώσες.

Η θεωρία εξετάζεται στην καλύτερα σωζόμενη πόλη της ελληνιστικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, την αρχαία Μεσσήνη, της οποίας η ψηφιακή τρισδιάστατη αναπαράσταση παρέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την χωροθέτηση κτισμάτων και τη συσχέτιση τους με το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον τους.

Η έρευνα αντλεί τα μεθοδολογικά της εργαλεία από τη θεωρία που προτείνει ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης (Doxiadis, C. A. 1972), σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης του χώρου αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες θεότητες, συσχετίζοντας το υπό διαμόρφωση τοπίο με μια τελετουργική, κοσμολογική ποιότητα. Αυτό που επιχειρεί να αποδείξει ο Κ. Δοξιάδης είναι η ένταξη των μερών του εκάστοτε οικιστικού συνόλου σ’ ένα ευρύτερο πεδίο στο οποίο συμμετέχουν κτήρια, γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και γωνίες όρασης που απευθύνονται στον τόπο πέραν του ιερού. Στηριζόμενη σε αυτή τη θεωρία και με ανάλογη μέθοδο ως προς αυτήν του Δοξιάδη, η έρευνα αυτή επιχειρεί να αποδείξει ότι οι κανόνες οργάνωσης των επιμέρους στοιχείων ενός πολεοδομικού συγκροτήματος ισχύουν εξίσου και για τον τρόπο συσχετισμού του με το ευρύτερο περιβάλλον του.

Αρχιτεκτονική τοπίο(υ) και αρχαιολογία
Η έννοια "τοπίο" αναφέρεται ταυτόχρονα σε μια καθορισμένη γεωγραφική ενότητα αλλά και στην πρόσληψή της από το βλέμμα ενός τουλάχιστον ατόμου, δηλαδή σε μια νοητική κατασκευή που επιλέγει, ερμηνεύει και ανασυνθέτει τα δεδομένα αυτής της ενότητας. Η μορφή του τοπίου συντάσσεται από τα ίχνη φυσικών μεταβολών, εννοιολογικών σηματοδοτήσεων και πολιτισμικών αντιλήψεων ή παραδόσεων που εκφράζουν τις εγγραφές των συλλογικών αναμνήσεων και δραστηριοτήτων στον χώρο. Ως προϊόντα αυτών των μακροχρόνιων μη γραμμικών φυσικο-κοινωνικών συνεξελίξεων, τα τοπία αποτελούν δυναμικές πολυδιάστατες κατασκευές και συνεπώς ευμετάβλητες (Μωραΐτης, Κ. 2006).

Για την αρχαιολογία ωστόσο, το τοπίο ανέκαθεν αποτελούσε ουσιαστικά ένα «κατασκεύασμα», του οποίου η προσέγγιση εξαρτιόταν από τη θεώρηση του είτε ως «αντικείμενο» είτε ως «υποκείμενο». Με δεδομένο ότι και οι δύο αυτές θεωρήσεις περιορίζονταν σε μια στατική θεώρηση του τοπίου, δημιουργήθηκε η ανάγκη θεώρησης του τελευταίου ως ενός χωρο-χρονοεξαρτώμενου ιδεολογικά δομημένου προτύπου από ένα κοινωνικό σύνολο και το οποίο εφαρμόζεται σε χώρο όπου δρα αυτό το σύνολο (Ucko, P.J. and Layton, R. 1999).

Αυτή η θεώρηση της σχέσης μεταξύ του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην πορεία του χρόνου αποτελεί και το αντικείμενο της αρχαιολογίας τοπίου, η οποία εστιάζει στον τρόπο με τον οποίον το δομημένο περιβάλλον διαμορφώνει την αίσθηση του χρόνου και του χώρου αυτών που ζουν μέσα του, στην επανερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων των κοινωνιών του παρελθόντος μέσω ενός σύγχρονου συστήματος αξιών και στον τρόπο με τον οποίο ο πολιτισμός, το οικονομικό επίπεδο και η κοινωνική θέση συμβάλλουν στη δημιουργία συγκρουσιακών αντιλήψεων για το ίδιο το τοπίο.

Το τοπίο στην ελληνιστική περίοδο
Η αρχή της Ελληνιστικής Περιόδου (323π.Χ. - 31π.Χ.) σηματοδοτείται από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ορίζει μια νέα ιστορική περίοδο κατά την οποία ο ελληνικός πολιτισμός διαδίδεται στις νεοϊδρυθείσες –εκτός ελλαδικού χώρου- ελληνικές πόλεις, καθορίζοντας εκ νέου τα πραγματικά του σύνορα. Με την πάροδο των ετών, η σταδιακή αποδυνάμωση των πόλεων σε οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την παρακμή των βασιλείων που προήλθαν από την Μακεδονική Αυτοκρατορία, ευνοεί την επιρροή και τελικά τη ρωμαϊκή κυριαρχία το 31π.Χ.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από το πέρασμα από το αντικείμενο στο (αστικό) σύνολο, μια και προβληματισμοί για τον αστικό χώρο τροφοδοτούν τη σχέση μεταξύ κτηρίων και τοπίου. Στα πλαίσια της νέας τάσης αστικοποίησης του ελληνιστικού κόσμου, η αναγκαία συνένωση γειτονικών οικισμών συνέβαλλε στη δημιουργία μεγαλύτερων αστικών κέντρων - νέων πόλεων. Η μορφή της κλασικής πόλης-κράτους απειλείτο καθώς η ικανότητα της να συντηρεί τους πολίτες της αμφισβητείτο (Alcock, S.E. 1993.).

Σε αντίθεση με την προγενέστερη «φυσική» ή «οργανική» ανάπτυξη, η πόλη αναπτύσσεται τώρα βάσει ενός σχεδίου το οποίο ορίζει το δημόσιο χώρο και καθοδηγεί τη μορφοποίησή του μέσα στους αιώνες (ιπποδάμειο σύστημα). Δεδομένης της πρωτόγνωρης για την περίοδο εκείνη έννοιας του πολεοδομικού σχεδιασμού, η ομοιομορφία της εσωτερικής διαρρύθμισης των οικοδομημάτων σε νησίδες (οικοδομικά τετράγωνα με αναλογίες 2 προς 1 ή πολλαπλάσια αυτής - insulae) προέβαλλε την έννοια της ισότητας και της δημοκρατίας με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις. Κοινό γνώρισμα όλων των ελληνιστικών πόλεων με ιπποδάμειο σύστημα οργάνωσης ήταν η επιβολή τους στο τοπίο και η δημιουργία χώρων ανθρώπινης κλίμακας με δεδομένη την έμφαση στον υπαίθριο δημόσιο χώρο (Doxiadis, C. A. 1972). Η μορφή της πόλης ήταν απλή και χωρικά εύκολα αντιληπτή για τους κατοίκους.

Τα αρχαιολογικά δεδομένα
Η μελέτη του τοπίου της αρχαίας Μεσσήνης είναι σημαντική όχι μόνο γιατί καλείται ν’ απαντήσει σε θέματα χωροθέτησης κτισμάτων και λειτουργιών σε άμεση σχέση με το τοπίο με το οποίο συνδιαλέγονται, αλλά και γιατί σχετίζεται το τοπίο αυτό με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις της ελληνιστικής περιόδου. Με βάση τα προαναφερθέντα, θεωρήθηκε απαραίτητη η ανασύσταση του τοπίου όπως ήταν την ελληνιστική περίοδο, με στόχο τη διερεύνηση αφενός του τρόπου συγκρότησης της πόλης ως ευρύτερης αντιληπτικής ενότητας και αφετέρου του τρόπου με τον οποίο το αστικό σύνολο εντάσσεται στο τοπίο.

Η αρχαία Μεσσήνη ήταν η πρωτεύουσα της ελεύθερης αρχαίας Μεσσηνίας, για επτά ολόκληρους αιώνες (369π.Χ. - 330μ.Χ.). Ιδρύθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την Αρκαδική Μεγαλόπολη από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα το 369π.Χ., οικοδομήθηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα και λειτουργούσε ως "Αγρός εν πόλει", δηλαδή ένας «προγραμματισμένος κενός χώρος» (Θέμελης, Π. Γ. 2000).

Η αναζήτηση πολιτικής αποδοχής και κοινωνικής συνοχής ανάγκασε τους Μεσσήνιους να «παρουσιάσουν» μέσω ενός εκτεταμένου οικιστικού προγράμματος τη δύναμη τους και τη σημασία της αίσθησης μιας κοινής ταυτότητας που θα «έδενε» αυτόν τον μεικτό πληθυσμό. Η αρχαία Μεσσήνη αναπτυσσόταν σε 290 εκτάρια μιας πεδινής έκτασης 5-6.000 στρεμμάτων νοτιοδυτικά των λόφων Ιθώμη και Εύα και στα τείχη της εσωκλείονταν η Ακρόπολη στην κορυφή του λόφου Ιθώμη, καθώς και δημόσια κτήρια πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα (το Θέατρο, η κρήνη Αρσινόη, η Αγορά, το Ασκληπιείο, το Στάδιο και το Γυμνάσιο).

Η θέση της αρχαίας Μεσσήνης δεν ήταν καθόλου τυχαία και ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του (Παπαχατζής, Ν. 2004) εξηγεί διεξοδικά τους λόγους επιλογής της συγκεκριμένης θέσης ως ιδανικότερης (φυσική οχύρωση από όρη Ιθώμη και Εύα, πλούσια υδάτινη πηγή εντός των τειχών, κεντρική χωροθέτηση της στο νέο κράτος της Μεσσηνίας, άμεση επικοινωνία με Μεγαλόπολη, εννοιολογικά φορτισμένη περιοχή για τη συλλογική μνήμη των Μεσσηνίων). Η πολεοδομική οργάνωση της αρχαίας Μεσσήνης αναπτύσσεται σε επικλινές έδαφος, από βορρά προς νότο και το μνημειώδες της σύνθεσης τονίζεται με απόλυτα συμμετρικές διαμορφώσεις στις οποίες ο Ναός του Ασκληπιού παίρνει δεσπόζουσα θέση στη μέση (Θέμελης, Π. Γ. 2002). Η χωροθέτηση κάποιων κτηρίων στο οικιστικό συγκρότημα ακολουθεί κανόνες που σχετίζονται και με γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής, πέρα από την επιδιωκόμενη προαναφερθείσα συμμετρικότητα. Το θέατρο για παράδειγμα, χτίζεται σε φυσική βραχώδη κοιλότητα του εδάφους ενώ και το Στάδιο «εκμεταλλεύεται» φυσικό πρανές για τους αναλημματικούς τοίχους του. Η ελαφρά απόκλιση του Γυμνασίου-Σταδίου από τον αρχικό ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό καθώς και του Ασκληπιείου οφείλεται στην κατασκευή τους σε μια δεύτερη φάση (3ος αιώνας π.Χ.) σε σχέση με αυτήν των υπόλοιπων οικοδομημάτων (4ος αιώνας π.Χ.).

Συμπεράσματα
Η εφαρμογή της μεθοδολογίας του Κ. Δοξιάδη απέτυχε να αποδείξει τον συσχετισμό των κτισμάτων με γνώμονα συγκεκριμένες οπτικές χαράξεις, για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη ιστορία των Μεσσηνίων και την ανάγκη επίδειξης της νεοαποκτηθείσας εθνικής ταυτότητας τους. Οι ενδείξεις από την επεξεργασία του ψηφιακού μοντέλου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μάλλον τα κριτήρια χωροθέτησης του οικιστικού συγκροτήματος στο σύνολο του ήταν σημαντικότερα από την αντίστοιχη χωροθέτηση των μεμονωμένων κτισμάτων εντός του αστικού ιστού. Οι έξι λόγοι που αποκαλύπτει ο Παυσανίας έχουν μεγάλη βαρύτητα από πλευράς ιστορικής, πολιτικής και εθνικής σημασίας για τους Μεσσήνιους, οπότε και κυριαρχούν στην επιλογή της θέσης της νέας πρωτεύουσας.

Η συνεπακόλουθη χωροθέτηση των επιμέρους κτισμάτων στηρίζεται σε γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. βραχώδης κοιλότητα εδάφους για τον αναλημματικό τοίχο του θεάτρου), στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος (υδάτινη πορεία/πηγή νερού για κρήνη Αρσινόη) καθώς και στην ίδια την ιεράρχηση του Ιπποδάμειου συστήματος, μια και Αγορά και Ασκληπιείο (το οποίο ανοικοδομείται σε δεύτερη φάση) εφάπτονται της κεντρικής οριζόντιας οδικής αρτηρίας, με προσανατολισμό Ανατολή-Δύση. Τέλος, η μελέτη του ψηφιακού μοντέλου αποκαλύπτει ότι κάθε κτίσμα στο πολεοδομικό συγκρότημα επιτρέπει θεάσεις του περιβάλλοντα χώρου, πιστοποιώντας την σημασία της σχέσης του με αυτόν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

  • Θέμελης, Π. Γ. 2010. «Μεσσηνιακή κοινωνία και οικονομία», Αθήνα: Μίλητος.
  • Θέμελης, Π. Γ. 2002. «Η Αρχαία Μεσσήνη», Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων
  • Θέμελης, Π. Γ. 2000. “Ήρωες και Ηρώα στη Μεσσήνη” (Βιβλιοθήκη Της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 2010), Αθήνα: Αρχαιολογική Εταιρεία.
  • Μαριά, Ε.Α. 2009. “Η νομική προστασία του τοπίου στο διεθνές, κοινοτικό και εθνικό δίκαιο”. Αθήνα: Σάκκουλας Α.
  • Μωραΐτης, Κ. 2006. «Ο σχεδιασμός του τοπίου στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου». Σημειώσεις στο Ειδικό μάθημα 8ου εξαμήνου «Περιβάλλον, Τοπίο, Αρχιτεκτονική». Αθήνα:Ε.Μ.Π.
  • Παπαχατζής, Ν. 2004. "Παυσανίου Μεσσηνιακά - Ηλιακά ΙΙΙ - Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις". Εκδοτική Αθηνών. σσ. 112-140.
  • Στεφάνου, Ι. Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης. Αθήνα.
  • Τερκενλή, Θ. 1996. Το Πολιτισμικό Τοπίο: Γεωγραφικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Παπαζήσης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

  • Alcock, S.E. 1993. “Graecia Capta: The Landscapes of Roman Greece”. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Doxiadis, C. A. 1972. “Architectural Space in Ancient Greece”. Cambridge: MIT Press.
  • Ucko P. and Layton R., « The archaeology and anthropology of landscape: shaping your landscape », in the One world archaeology, London: Routledge, 1999, Vol.30. pp. 104-110.

 iliopoulou.filio@gmail.com

 

17/01/2013
Αντίλαλος

H Φιλιώ Ηλιοπούλου είναι υποψήφια διδάκτορας Ε.Μ.Π.,  υπότροφος Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση (ΕΣΠΑ 2007-2013 – ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ II)