Η εξοχική έπαυλη των Ιησουιτών, γνωστή και ως παλάτι των Ιησουιτών, βρίσκεται στην περιοχή Καλαμίτσια της Νάξου, λίγο νοτιότερα από τον οικισμό Μέλανες, στο εσωτερικό του νησιού. Αποτελεί ένα ξεχωριστό κράμα δυτικής και τοπικής αρχιτεκτονικής και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο οικοδομικό σύνολο αποτελούμενο από παρεκκλήσιο, βοηθητικά κτίσματα (περιστερώνας, στάβλοι, μαγειρεία) καθώς και από κήπο διαμορφωμένο με πλατώματα, τοίχους αντιστήριξης, στέρνες, κλίμακες και δεντροφύτευση.
Ως έτος ανοικοδόμησης της θερινής κατοικίας των Ιησουιτών, σύμφωνα με τον κώδικα των Ιησουιτών της Ρώμης, αναφέρεται το έτος 1683, ωστόσο φαίνεται ότι οι εργασίες είχαν ήδη ξεκινήσει από την περίοδο 1679-81. Οικοδομήθηκε από τον ηγούμενο του τάγματος των Ιησουιτών Robert Saulger με χρήματα που προέρχονταν από την οικογένεια του ίδιου του ηγούμενου σε θέση όπου υπήρχαν ερείπια προγενέστερου κτιρίου, κατά παράδοση μεσαιωνικού δουκικού παλατιού. Η οικοδόμηση της έπαυλης προκάλεσε στην εποχή της θαυμασμό αλλά και επικρίσεις για την πολυτέλειά της. Λόγω της σπουδαιότητάς του, το εν λόγω κτήριο συναντάται σε κείμενα περιηγητών και σε αναφορές παπικών απεσταλμένων.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως εξοχική κατοικία αλλά και ως βάση για τις περιοδείες των μελών του τάγματος στο εσωτερικό του νησιού. Στα χρόνια που ακολούθησαν πέρασε στην ιδιοκτησία των επόμενων καθολικών ταγμάτων που διαδέχτηκαν τους Ιησουίτες. Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως κατασκήνωση, ενώ τα προσκτίσματα στέγασαν αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Σήμερα το κτήριο είναι εγκαταλελειμμένο και έχει υποστεί σημαντικές φθορές (πεσμένα πατώματα, δώματα, τμήματα τοιχοποιίας). Στην επιδείνωση της κατάστασης διατήρησης του έχουν συντελέσει σε μεγάλο βαθμό, εκτός από την έλλειψη συντήρησης και τη φθορά του χρόνου, η λεηλασία της ξυλείας (πατώματα, κουφώματα κ.λπ.), όπως επίσης και οι καταστροφές που προκλήθηκαν από απόπειρες ανακάλυψης πολύτιμων αντικειμένων.
Το κτήριο αποτελείται από κεντρικό διώροφο όγκο μεγάλου εσωτερικού ύψους καλυμμένο με θόλο. Σε προεξοχή από αυτόν τοποθετούνται συμμετρικά πτέρυγες αποτελούμενες από χώρους που καλύπτονται άλλοτε με θολοδομία (δυτική πλευρά) και άλλοτε με ξύλινα πατώματα και δώματα (ανατολική πλευρά). Ιδιαίτερη κατασκευή αποτελούσε το εσωτερικό κλιμακοστάσιο στην βόρεια πτέρυγα που όμως έχει υποστεί μερική κατάρρευση. Η προσθήκη όγκων σε νεότερες κατασκευαστικές φάσεις, τόσο στην νότια όσο και στην βόρεια πλευρά έχει αλλοιώσει την αρχική συμμετρία του κτηρίου
Το παλάτι εμφανίζεται λιτό σε μορφολογικά στοιχεία. Για την κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς τοπικός σχιστόλιθος, για τις τοιχοποιίες, τους λαμπάδες, τα τόξα των κουφωμάτων, καθώς και τους θόλους. Οι θολωτές κατασκευές έχουν ισχυρό συνδετικό κονίαμα που περιέχει πιθανώς θηραϊκή γη. Στην τοιχοποιία δεν συναντάμε λαξευμένους λίθους. Στον κεντρικό χώρο του ισογείου διατηρείται τμήμα δαπέδου από μαρμαρόπλακες.
Για τις χρήσεις των χώρων εσωτερικά δεν υπάρχουν στοιχεία. Τα μόνα που ξεχωρίζουν είναι το εσωτερικό παρεκκλήσιο στο βόρειο τμήμα, καθώς και χώροι βοηθητικών χρήσεων (μαγειρείο, εσωτερικός χώρος υγιεινής) στην προσθήκη του νότιου τμήματος. Ο υπόγειος χώρος παρέμενε ανοιχτός για χρήση αγροτικών δραστηριοτήτων (διατηρείται η βάση μυλόπετρας). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μικρός χώρος με φυσική πηγή στην ανατολική πλευρά του υπογείου. Το νερό κυκλοφορεί σε κανάλι που περνάει κάτω από το δάπεδο και καταλήγει στις στέρνες που βρίσκονται στον κήπο. Η ύπαρξη της πηγής αποτέλεσε βασικό στοιχείο για την αρχική επιλογή της τοποθεσίας.
Από τα βοηθητικά κτίσματα, ξεχωρίζει βορειότερα ο περιστεριώνας που διατηρείται σε καλή κατάσταση. Η ανατολική αυλή όπου βρίσκεται και η κύρια πρόσβαση στο κτήριο, ορίζεται από το καμπύλο κτίσμα των στάβλων νότια και το παρεκκλήσιο βόρεια. Δίπλα στο παρεκκλήσιο υπάρχουν τμήματα ερειπωμένου κτίσματος, καθώς και ημιερειπωμένο κτήριο μαγειρείων.
Το μνημείο παρουσιάζει πλήθος σοβαρών δομικών και οικοδομικών προβλημάτων. Το σημαντικότερο από αυτά εντοπίζεται στην πτέρυγα του κεντρικού κλιμακοστασίου που κινδυνεύει με την κατάρρευση και του υπόλοιπου τμήματος του. Η αφαίρεση των πατωμάτων και των δωμάτων επιτρέπει την εισροή των βρόχινων υδάτων στο εσωτερικό της τοιχοποιίας, γεγονός που οδηγεί σε φουσκώματα και πτώσεις τμημάτων της τοιχοποιίας. Ακόμα, παρατηρούνται ρηγματώσεις σε διάφορα σημεία της τοιχοποιίας, ανερχόμενη καθώς και κατερχόμενη υγρασία, παρουσία βλάστησης και εκτεταμένες πτώσεις των επιχρισμάτων.
Η αποκατάσταση του παλατιού πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις αρχές που απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των μνημείων, ώστε να μπορέσει να αναδειχθεί η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία του καθώς και να αντιμετωπιστούν τα σημαντικά προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η επέμβαση σε αυτό κρίνεται επιτακτική και αναγκαία, γι΄ αυτό πρέπει η πολιτεία και η τοπική αυτοδιοίκηση να λάβουν μέτρα για την προστασία, αρχικά και την πλήρη αποκατάστασή της έπαυλης των Ιησουιτών στη συνέχεια.
Σημείωση: Η παρουσίαση αυτή βασίστηκε στη διπλωματική εργασία με τίτλο: «Αποκατάσταση και νέες χρήσεις της Έπαυλης των Ιησουιτών στα Καλαμίτσια (Μέλανες) της Νάξου», που εκπονήθηκε από τους Φ. Γεροντάκη και Κ. Μαμαλούγκα στην έδρα της Ιστορίας της αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π. τον Ιούνιο του 1995 με επιβλέποντες καθηγητές τους Χ. Μπούρα, Μ. Μπίρη και Σ. Ραυτόπουλο.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
M.Campagnolo, “La Confrerie de la Saint-Croix et le monastere des Jesuites a Naxos au debut du XVIIIe siecle”, Θησαυρίσματα 22 (1993), σ. 313, σημ.2.
G. Hoffman S.J., Vescovadi Cattolici della Grecia: IV, Naxos (Orientalia Cristiana Analecta 115), Roma 1938, σ.133 όπως ακόμα J.Pitton de Tournefort, Voyage d’ un botaniste, Paris 1982, τ.1, σ. 206
Ι.Ε.Καμπανέλλης, Η ιερά μητρόπολις Παροναξίας δια μέσου των αιώνων, Αθήνα 1991, σ. 61.
L. Ross, Graf Pasch van Krienen, 1860, σ. 62
B.J.Slot, «O ιεραπόστολος Robert Saulger (1637-1709), Μνημοσύνη 6 (1976/7), σ. 126-127.
B.J.Slot, Archipelagus turbatus. Les Cyclades entre colinisation latine et occupation ottomane c.1500-1718, Instanbul 1982, τ.2, σ. 423, σημ.30 και πιν.18Α.
kom37@tee.gr