Τις τελευταίες δεκαετίες πραγματοποιείται στη χώρα μας μια άνευ προηγουμένου εφαρμογή και ανάπτυξη της αναστήλωσης, κυρίως μέσω των μακροπρόθεσμων αναστηλωτικών προγραμμάτων «διακεκριμένων» μνημειακών συνόλων. Παράλληλα όμως είναι αμέτρητα τα «ελάσσονα» (και μη) μνημεία που βρίσκονται σε δυσχερή κατάσταση και δεν υπάρχει μέχρι στιγμής σχεδιασμός επεμβάσεων συντήρησης που να λαμβάνει υπ᾽ όψιν το σύνολο των αναγκών, το σύνολο των μνημείων που κινδυνεύουν.
Ένας τέτοιος σχεδιασμός πρέπει να απαντάει στα ερωτήματα “πού” (σε ποιο μνημείο), “πότε” (σε ποιο στάδιο καταπόνησης) και “πώς” (με τι πόρους) και δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην τεχνική καταγραφή των αναγκών των μνημείων. Ωστόσο, ενώ τα μνημεία καταγράφονται συστηματικά ως προς τη διοικητική πράξη κήρυξής τους, δεν καταγράφονται συστηματικά οι ανἀγκες τους σε συντήρηση, ούτε βέβαια οι πιο δύσκολα πιστοποιούμενες ανάγκες των τοπικών κοινωνιών για την ανἀδειξη τους. Γι' αυτό δεν έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα των αναγκών για στερέωση, αναστήλωση, ανάδειξη ανά την επικράτεια (για να μην αναφέρει κανείς τα ελληνικού ενδιαφέροντος μνημεία εκτός επικράτειας) και η επιλογή των μνημείων στα οποία γίνονται ή έγιναν εργασίες αποκατάστασης, έχει αποσπασματικό ή συμπτωματικό χαρακτήρα. Τα μακρά έργα αναστήλωσης, όπως π.χ. της Ακρόπολης των Αθηνών, είναι ελάχιστα σε σχέση με το σύνολο των αναγκών και αφορούν σε σύνολα “διακεκριμένα” ως προς την ιστορική σημασία και την αισθητική ποιότητα. Σε αυτά τα προγράμματα μπορούμε να προσθέσουμε τις εργασίες συντήρησης (λίγες φορές αναστήλωσης) στα πλαίσια μιας μη σωστικής ανασκαφής, καθώς και ελάχιστα μνημεία, που συντηρήθηκαν ή στερεώθηκαν, επειδή κίνησαν το ενδιαφέρον κάποιου ειδικού επιστήμονα, εργαζόμενου στις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες. Αν υπάρχει και κάποιο "σημαίνον πρόσωπο", που κατάγεται από τον συγκεκριμένο τόπο, τα πράγματα ενδεχομένως διευκολύνονται. Ωστόσο, αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούν παρά μια “διακεκριμένη μειονότητα” των αναρίθμητων μνημείων της χώρας μας.
Στη συνέχεια αναφέρονται μνημεία και σύνολα ως ενδεικτικά και χαρακτηριστικά παραδείγματα της πιθανότητας ή μάλλον της α-πιθανότητας συντήρησής τους. Όλα βρίσκονται στις Κυκλάδες(1), αγαπημένο προορισμό πλήθους ανθρώπων εθνικώς και διεθνώς, αν και μόνο για ενάμισυ μήνα τον χρόνο.
Η Σέριφος, φαινόταν μέχρι πρόσφατα άμοιρη αρχαίων μνημείων. Από τότε βέβαια που οι Εφορείες Αρχαιοτήτων απέκτησαν τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν ουσιαστικά στο νησί, η εικόνα άρχισε να αλλάζει. Μεταξύ των σωζομένων αρχαίων μνημείων που ήταν ανέκαθεν εμφανή, είναι ο Μαρμαρόπυργος ή Άσπρος Πύργος και το κτίσμα του Ευρινού.
Ο Άσπρος Πύργος(2), στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στη θέση Ασπρόγια, στον δρόμο για τον όρμο του Κουταλά, είναι εύκολα επισκέψιμος και εντυπωσιακός. Τμήμα του σώζεται σε ύψος μεγαλύτερο των 3 μ., από λευκό μάρμαρο με εξαιρετική τοιχοδομία. Στο εσωτερικό του και γύρω από αυτόν υπάρχει μια απίστευτη ποσότητα υλικού αρχιτεκτονικών μελών, που ανέκαθεν φώναζε να αναστηλωθεί! Πρόσφατα (2011) ξεκίνησαν με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ εργασίες ανάδειξης του μνημείου, όχι όμως και αναστήλωσης, παρά το σημαντικό κόστος των 500.000 ευρώ (βάσει της πινακίδας με τα στοιχεία του έργου).
Ακόμη δυσμενέστερη είναι η θέση του σχεδόν άγνωστου στην επιστημονική κοινότητα κτιρίου του κάβου Ευρινού, στη βόρεια ακτή του νησιού, στο οποίο η πρόσβαση είναι πολύ δυσκολότερη. Πρόκειται για ένα κτίριο με φροντισμένη τοιχοποιία και σύνθετη κυκλική κάτοψη. Και εδώ το υλικό βρίσκεται επί τόπου, όπως έπεσε κατά τη μετατροπή τμημάτων του κτηρίου σε λιθοσωρούς. Ακόμη και το ιστάμενο τμήμα χρήζει άμεσης στερέωσης λόγω της φύσης του υλικού. Βορειότερα του κτηρίου βρίσκεται ο Σωρός: ένας μεγάλων διαστάσεων λιθοσωρός, από το ίδιο πέτρωμα με το κτίριο του κάβου (κιτρινόχρου σχιστόλιθο), μια κατασκευή άγνωστου χαρακτήρα και χρονολόγησης. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς λόγω της θέσης του ότι λειτουργούσε ως φάρος, και ότι ίσως κατασκευάστηκε κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, δεδομένου ότι στην περιοχή του κτιρίου εντοπίστηκαν ελάχιστα επιφανειακά όστρακα που χρονολογούνται στον 4-3ο αιώνα π.Χ. Εσχάτως εμφανίστηκε για τα μνημεία αυτά ο καινοφανής κίνδυνος των ανεμογεννητριών. Σε σχετική πρόταση προβλέπονται τέσσερις ανεμογεννήτριες στον κάβο του Ευρινού (μία μάλιστα σημειώνεται στον σχετικό χάρτη ακριβώς πάνω στη θέση του κτηρίου.
Εκτός όμως από τα “άσημα” αρχαία μνημεία της η Σέριφος διαθέτει ένα σημαντικότατο σύνολο βιομηχανικής κληρονομιάς: τα μεταλλεία με έδρα το Μέγα Λιβάδι και εγκαταστάσεις σε όλη σχεδόν τη νότια πλευρά του νησιού. Αυτό το σύνολο έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον μελετητών(3), αλλά η ανάδειξή του δεν έχει προχωρήσει, παρ΄ όλο που τουλάχιστον η περιοχή του Μεγάλου Λιβαδιού αποτελεί ιδανική περίπτωση δημιουργίας ενός πάρκου μεταλλευτικής ιστορίας. Εκτός από τις “μπούκες”, τις κτηριακές εγκαταστάσεις, τις γέφυρες φόρτωσης, τα χιλιόμετρα καλντεριμιών για τη μεταφορά υλικών, κατά χώρα κείται μεγάλη ποσότητα υλικού: ράγες, μηχανισμοί ανύψωσης, βαγονέτα κ.ά.(4).
Αυτά για τη Σέριφο. Αντίστοιχα συμβαίνουν και σε περιοχές με περισσότερους πόρους, οικονομικούς και “ιστορικούς”, όπως για π.χ. στην Τήνο.
Στο νησί δεσπόζει το “μετέωρο” του Ξώμπουργου με το ενετικό του κάστρο στην κορυφή, την καθολική μονή της Ιεράς Καρδίας και τα ερείπια του αρχαίου οικισμού και νεκροταφείου χαμηλότερα. Το Ξώμπουργο είναι θέση με σχετική ιστορική συνέχεια από τα τέλη της Υστεροελλαδικής περιόδου / αρχές των Σκοτεινών Χρόνων έως τα σύγχρονα χρόνια(5). Το γεγονός αυτό το καθιστά μια εξαιρετική δυνατότητα διδακτικής ανάδειξης, δεδομένης μάλιστα της ιστορικής ιδιαιτερότητας του νησιού να έχει σημαντικότατη παρουσία καθολικού πληθυσμού, η οποία έχει σφραγίσει και το παρόν του. Παρ΄ όλ΄ αυτά ελάχιστοι επισκέπτες φθάνουν έστω στο εμφανές από μακρυά μεσαιωνικό κάστρο, το οποίο εκτός από την άσχημη κατάσταση διατήρησής του έχει επιβαρυνθεί επιπλέον με την τοποθέτηση της τηλεοπτικής κεραίας αναμετάδοσης του νησιού μέσα στο ίδιο το μεσαιωνικό κτίσμα. Η εγκατάλειψη του κάστρου προκαλεί αίσθηση και ίσως σε αυτήν οφείλεται το γεγονός ότι η καθιερωμένη τουριστική περιήγηση με λεωφορεία στο νησί δεν το περιλαμβάνει ως "μη ον".
Στα ερείπια του αρχαίου οικισμού και του νεκροταφείου επιφυλάχθηκε καλύτερη τύχη, αφού τουλάχιστον ανασκάπτονται(6), και παρ΄ όλες τις δύσκολες πρακτικές συνθήκες συντηρήθηκε το κτήριο του Θεσμοφορίου(7).
Τα μνημεία του Ξώμπουργου, ιδίως οι οχυρώσεις και το οδικό δίκτυο, δίνουν ακόμη τη δυνατότητα ανάδειξης της θέσης, έτσι ώστε ο επισκέπτης με αφορμή τα μνημεία να προσλαμβάνει και να συγκρατεί με τρόπο παραστατικό την ιστορία του νησιού, που συνδέεται με την ιστορία των Κυκλάδων συνολικά.
Στην Τήνο τα πράγματα είναι δύσκολα και για ένα άλλο, νεώτερο, σύνολο στη θέση Βαθύ (ή Βαθή) – Άγιος Χαράλαμπος του νησιού, όπου λειτούργησαν από τον 19ο αιώνα εγκαταστάσεις λατομείου μαρμάρου(8). Σώζονται ακόμη, παρά τις σύγχρονες εξορύξεις, μέτωπα λατόμησης δουλεμένα με το χέρι, λιθόστρωτα μονοπάτια μεταφοράς του μαρμάρου, ξυλοτροχιές, κτίρια επεξεργασίας, γερανός φόρτωσης. Κατά τη δεκαετία του 1930 στα πλαίσια της λειτουργίας του λατομείου λειτούργησε σχολή για την επεξεργασία του μαρμάρου, τόσο επί τόπου όσο και στο χωριό Πύργος, πρόδρομος της μετέπειτα σχολής του Πύργου και της σημερινής σχολής του ΥΠΠΟ(9).
Αυτές οι περιπτώσεις μνημείων και συνόλων είναι απλώς ενδεικτικές. Όλες οι σχετικές συζητήσεις προς το παρόν αφορούν άμεσα ένα πολύ μικρό υποσύνολο μνημείων. Αυτό αποδίδεται στην έλλειψη πόρων, αλλά ούτε η βούληση είναι δεδομένη, αφού η διαχείριση των υπαρχόντων πόρων και η εύρεση νέων δεν αποβαίνει προς όφελος του συνόλου των μνημείων, όταν δεν έχουμε καταγράψει λεπτομερώς τις ανάγκες αποκατάστασής τους. Ένας κεντρικός σχεδιασμός των επεμβάσεων με καθορισμό προτεραιοτήτων βάσει πρωτίστως της κατάστασης των μνημείων είναι απαραίτητο εργαλείο για την κατανομή πόρων και δυνάμεων και θα δώσει ώθηση στις εργασίες αποκατάστασης.
Στην Ελλάδα έχουμε ένα τόσο πυκνό δίκτυο μνημείων και η σχέση τους με το παρόν και τη ζωή στους τόπους τους είναι τόσο σύνθετη, που, μετά τη φροντίδα για όσα μνημεία και σύνολα έχουν μέχρι στιγμής θεωρηθεί “μοναδικά”, πρέπει να έρθει και η ώρα της φροντίδας και για τα υπόλοιπα, που τελικά ούτε “υπόλοιπα” είναι, ούτε μαζικής παραγωγής. Επιπλέον είναι αναμφισβήτητο το δικαίωμα των τοπικών κοινωνιών και του συνόλου να δουν τα κατά τόπους μνημεία συντηρημένα, διασωσμένα, πόλους ανάπτυξης πολιτιστικής και υλικής.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σε αυτό το κείμενο συνέβαλαν φίλοι και συνάδελφοι που εργάστηκαν ή έζησαν στη Σέριφο και την Τήνο, τους οποίους και ευχαριστώ. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ την καθηγήτρια Νότα Κούρου και τον γλύπτη Νίκο Μπένο Πάλμερ.
2. L. Ηaselberger, Βefestigte Τürmgehöfte im Ηellenismus auf Κykladeninseln Νaxos, Αndros, Κea (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τechnische Universität Μünchen 1978) σ. 157-158. Για μια πρόσφατη συγκέντρωση βιβλιογραφίας για τους πύργους βλ. Λ. Μαραγκού, Αμοργός ΙΙ. Οι αρχαίοι πύργοι (2005).
3. Ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο. 19-20ος αιώνας, Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2005 (Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς 2006) σ. 179-188 (Μ. Μπαλοδήμου), 195-197 (Α. Ζ. Φραγκίσκος), 301-305 (Α. Λούβη), 309-314 (Δ. Μαυροκορδάτου), 317-321 (Ν. Μπελαβίλας), 361-378 (Μ. Μανούδη).
4. Το Μέγα Λιβάδι φέρει βαρύ ιστορικό φορτίο, αφού εδώ ξέσπασε το 1915 η δραματική εξέγερση των μεταλλωρύχων, μια από τις λίγες μεγάλης κλίμακας εργατικές στάσεις στη χώρα μας εκείνα τα πρώιμα χρόνια εκβιομηχάνισης (Κωνσταντίνος Σπέρας, Ἡ απεργία τῆς Σερίφου, ἤτοι Ἀφήγησις τῶν αἱματηρῶν σκηνῶν τῆς 21ης Αὐγούστου 1916 εἰς τὰ μεταλλωρυχεῖα τοῦ Μεγάλου Λειβαδίου τῆς Σερίφου. Ἐν Ἀθήναις τῇ 1ῃ Φεβρουαρίου 1919, Εισαγωγή-σημειώσεις Λεονάρδος Κόττης 2001).
5. Ν. Κούρου, Τήνος - Ξώμπουργο: Η οχύρωση, στο Πρακτικά Β΄ Κυκλαδολογικού Συνεδρίου, Θήρα 31 Αυγούστου - 3 Σεπτεμβρίου 1995, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 17, 2002-2003 [2005], σ. 187-188, 203-210.
6. Κοντολέων, ΠΑΕ 1949, 22-134· 1950, 264-268· 1952, 531-540· 1953, 258-267· 1955, 258-263. Για την ιστορία της έρευνας της θέσης βλ. Κούρου ό.π. 188-191.
7. Με την επίβλεψη των καθηγητριών Νότας Κούρου και Εύας Μπουρνιά. Βλ. Μ. Μαγνήσαλη, Θ. Μπιλής, Μελέτη συντήρησης "Θεσμοφορίου" στο Ξώμπουργο Τήνου. Τεχνική έκθεση. Πανεπιστήμιο Αθηνών 1997.
8. Ν. Μπένος Πάλμερ, Βαθή Τήνου. Ένα αυτόνομο τοπίο εξόρυξης, κατεργασίας και θαλάσσιας φόρτωσης μαρμάρου, στο Ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο. 19-20ος αιώνας Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2005 (Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς 2006) σ. 395-400.
9. Ό.π. 397.
ovisyinou@yahoo.gr